Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014

Σπάνια ιστορικά δοκίμια - Ηράκλειος (1 β)

Δ'. — Η πρώτη εκστρατεία τον Ηρακλείου (622 — 623 μ. Χ.).
Ο Ηράκλειος είχε να πολεμήση προς εχθρόν, ο οποίος κατείχε στρατιωτικώς όλας τας Ασιατικάς χώρας του κράτους, το δε μέτωπον του στρατού τούτου ήτο ακριβώς απέναντι της Κωνσταντινουπόλεως. Ο αυτοκράτωρ επερχόμενος κατά του εχθρικού στρατού ηδύνατο να το προσβάλη κατά μέτωπον μετά των μικρών του δυνάμεων. Αλλά τότε, αν μεν ενίκα, ήτο υποχρεωμένος βήμα προς βήμα να τον ακολουθήση εις τα ενδότερα της Μικράς Ασίας, οδεύων μήνας ολοκλήρους μέχρι των ορίων του Περσικού κράτους και κατατρίβων τον μικρόν στρατόν του εις παντοειδείς δυσχερείας. Αν δε τουναντίον ενικάτο, η ήττα ερχομένη ευθύς εις την αρχήν του πολέμου και προ των οφθαλμών των κατοίκων της Κωνσταντινουπόλεως ηδύνατο να επιφέρη μεγίστην ηθικήν απόγνωσιν, και να καταλήξη εις την πτώσιν της πρωτευούσης.
Η στρατηγική του Ηρακλείου απέβλεπεν εις το να αναγκάση τους Πέρσας να εκκενώσουν ταχέως και αφ' εαυτών τας Ασιατικάς χώρας του κράτους, τουλάχιστον την Μικράν Ασίαν. Και προς τούτο διάφορος εχρειάζετο τακτική. Αι Ασιατικαί χώραι του κράτους αι κατεχόμεναι υπό των Περσών είχαν πολλάς εκτεταμένας παραλίας, πολλάς γωνίας μη καταληφθείσας έτι και μη δυναμένας να καταληφθούν ευκόλως υπό του εχθρού. Ήθελε λοιπόν ο Ηράκλειος να καταλάβη μετά του στρατού του μίαν τοιαύτην μεμακρυσμένην γωνίαν παρά την θάλασσαν και εκείθεν να απειλήση τα νώτα του εχθρικού στρατού και να τον αναγκάση εις υποχώρησιν, έχων ο ίδιος πάντοτε ασφαλές ορμητήριον τον στόλον του. Ακριβώς δε απεδείχθη άπαξ έτι τι σημαίνει διά την άμυναν των ελληνικών χωρών η θάλασσα και εδικαιώθη το λόγιον του μεγάλου Περικλέους: «Μέγα το της θαλάσσης κράτος».
Ο Ηράκλειος, αφού ανεχώρησεν από την Κωνσταντινούπολιν μετά του στόλου προς την διεύθυνσιν του Ελλησπόντου και εξήλθε του πορθμού τούτου, έπλευσε το Αιγαίον πέλαγος κατά τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, έπειτα παρά την Ρόδον, και πλέων κατά τας νοτίας παραλίας της Μικράς Ασίας εισήλθεν εις τον κόλπον τον Ισσικόν (τον κόλπον της Αλεξανδρέττης), τον μεταξύ της νοτίας παραλίας της Μικράς Ασίας και της παραλίας της βορείου Συρίας, και εις εκείνην την γωνίαν απεβίβασε τον στρατόν του. Κατά τον οπωσούν μακρόν τούτον πλουν ο Ηράκλειος έδειξε το πρώτον την αρετήν του ως βασιλέως και ως αρχιστρατήγου. Γενομένης τρικυμίας και θορυβηθέντος του στρατού και αυτού του πληρώματος, ο Ηράκλειος έλαβε την κυβέρνησιν της βασιλικής ναυαρχίδος και όλου του στόλου, και διά του θάρρους και της αφοβίας του, και διά της επιτηδειότητός του ως ναυτικός άριστος, εδέσμευσεν εκ των προτέρων την προς αυτόν πεποίθησιν του στρατού.
Ο Ηράκλειος απέβη εις την παραλίαν εκείνην, όπου ο Αλέξανδρος ο Μέγας προ 955 ετών ενίκησε μίαν από τας λαμπροτέρας νίκας του εναντίον του Περσικού στρατού. Και τότε μεν ο μέγας βασιλεύς της Μακεδονίας εξεστράτευε κατά των Περσών διά να καταλύση το κράτος των, τώρα δε ο βασιλεύς της Κωνσταντινουπόλεως εξεστράτευε κατά των Περσών διά να σώση το ιδικόν του. Η θέσις την οποίαν εξέλεξεν ο Ηράκλειος προς απόβασιν ήτο αρίστη, διότι έκειτο εις το μέρος της νοτίου παραλίας της Μικράς Ασίας και της παραλίας της Συρίας. Εις αμφοτέρας δε τας παραλίας υπήρχαν ακόμη πολλά φρούρια μη καταληφθέντα από τους Πέρσας, και τούτων αι φρουραί προσήρχοντο εις το αυτοκρατορικόν στρατόπεδον και ηύξαναν την δύναμίν του. Εντεύθεν ο Ηράκλειος επροχώρησε προς τα μεσόγεια, διά της μεγάλης ορεινής γραμμής του Αντιταύρου, διά μέσου Κιλικίας και Καππαδοκίας. Μη υπάρχοντος δε εκεί Περσικού στρατού, η εκστρατεία είχε κατ' αρχάς χαρακτήρα μάλλον ασκήσεως στρατιωτικής. Ο Ηράκλειος κατέτασσεν εις τον στρατόν όλους όσοι προσήρχοντο από τους τόπους εκείνους και τους εγύμναζε μετά του λοιπού στρατού. Διήρει τον στρατόν εις δύο εχθρικάς παρατάξεις και συνεκρότει διαρκώς μάχας πλαστάς εκ παρατάξεως· τους συνήθιζε δε εις το να ακούουν κραυγάς πολεμικάς και παιάνας και αλαλαγμούς, και να μη ταράσσωνται ύστερον από τοιαύτας φωνάς των Περσών. Ο αυτοκράτωρ κατώρθωσεν ούτω να οργανώση στρατόν πειθαρχούμενον. Μεθ' όλην δε την αυστηρότητά του εις το κεφάλαιον της πειθαρχίας ηγαπάτο σφόδρα, διότι την αυστηρότητα εμετρίαζε διά της προσηνείας και της ευπροσηγορίας, διά των πατρικών του προς τον στρατόν περιποιήσεων, διά των αμοιβών τας οποίας έδιδεν εις τους ικανούς και μάλιστα διά των επαίνων οι οποίοι εκέντουν την φιλοτιμίαν των στρατιωτών. Ούτω κατώρθωσεν ώστε οι στρατιώται να τον φοβώνται περισσότερον παρά τον εχθρόν και να τον αγαπούν περισσότερον παρά την ιδίαν των ζωήν. Περιβαλλόμενος στολήν και διάγων δίαιταν απλού στρατιώτου, ελάλει προς όλους πατρικώς και διά των θερμών και διαπύρων λόγων του έφλεγε τα στήθη των μαχητών.
Ο Ηράκλειος ήτο τότε μεσήλιξ (47 ετών). Φύσει ρωμαλέος και ευρύστερνος, είχεν ωραίους οφθαλμούς, τρίχας ξανθάς, το δέρμα λευκόν και έφερε μικρόν πώγωνα. Καθήμενος επί του πυρρού και θυμοειδούς ίππου του, του καλουμένου Δάρκωνος ή Φούλβου, τον οποίον μόνος αυτός εδάμαζεν (όπως ο Αλέξανδρος τον Βουκέφαλον), και κρατών συνήθως την αχειροποίητον εικόνα του Χριστού ελάλει προς τον στρατόν κατά τρόπον συγκινούντα βαθύτατα τας ψυχάς. Ωρκίζετο ότι έμελλε να αγωνισθή μετ' αυτών μέχρι θανάτου και να συμμερισθή τας τύχας των, φερόμενος προς αυτούς μέχρι τέλους ως πατήρ. Ως αδελφούς και τέκνα προσεφώνει τους στρατιώτας πάντοτε. «Βλέπετε, αδελφοί και τέκνα, έλεγε, πως οι εχθροί του Θεού κατεπάτησαν την χώραν ημών και τας πόλεις ηρήμωσαν και τα θυσιαστήρια κατέκαυσαν και τας τραπέζας των αναιμάκτων θυσιών επλήρωσαν αιμάτων μιαιφόνων . . . .» Οι δε στρατιώται υπό ενθουσιασμού καταλαμβανόμενοι εξύμνουν ομοφώνως την δύναμιν και την ανδρείαν του βασιλέως. Ο Ηράκλειος προέτρεπε προς τούτοις τον στρατόν να είναι ευσεβής, και να απέχη πάσης αδικίας.
Ο Χοσρόης ευρισκόμενος εις Ασσυρίαν, ενώ ο Ηράκλειος ευρίσκετο εις την ανατολικήν Μικράν Ασίαν, κατελήφθη από κατάπληξιν διά την αιφνιδίαν αυτήν εμφάνισιν του εχθρού, τον οποίον εθεώρει ηττημένον. Φοβηθείς μάλιστα ότι ο Ηράκλειος εμελέτα να εισβάλη εις το Περσικόν κράτος, διέταξε τον εις Χαλκηδόνα Πέρσην αρχιστράτηγον να επέλθη εναντίον του Ηρακλείου, ούτω δε εξετελέσθη τάχιστα κατά μέγα μέρος ό,τι εζήτει ο Ηράκλειος. Οι Πέρσαι απεμακρύνθησαν πολύ από την Χαλκηδόνα και εξεκένωσαν το πλείστον της Μικράς Ασίας. Αλλά δεν ήρκει τούτο· έπρεπεν ο στρατός αυτός να καταστραφή, διά να ελευθερωθή η Μικρά Ασία. Ο Ηράκλειος όμως δεν ήθελε να επιτεθή κατά του Περσικού στρατού εις αυτήν την Μικράν Ασίαν. Ήθελε να τον αναγκάση να εκκενώση την Μικράν Ασίαν, να ακολουθήση τον ιδικόν του στρατόν όπου θα μετέβαινε, και να συγκροτήση την μάχην εκεί όπου ο ίδιος έκρινε τούτο πρόσφορον.
Κατά το φθινόπωρον λοιπόν του έτους 622 ο Ηράκλειος εγκατέλιπε τας ορεινάς περί τον Αντίταυρον χώρας της Κιλικίας και Καππαδοκίας και κατήλθεν εις τον Πόντον. Κατά την πορείαν εκείνην, εις την πρώτην συνάντησιν των προφυλακών του μετά των περσικών προφυλακών, οι στρατιώται του έτρεψαν εις φυγήν ιππικόν περσικόν, το οποίον ήθελε να επιπέση αιφνιδίως κατά του Ηρακλείου. Εφόνευσαν πολλούς Πέρσας, συνέλαβαν δε και έφεραν δέσμιον εις τον βασιλέα τον Πέρσην αρχηγόν. Η πρώτη σύγκρουσις μεταξύ των δύο στρατών ήτο αρχή προοιωνίζουσα καλόν τέλος. Ο βασιλεύς ελθών εις τον Πόντον ωχύρωσε διαφόρους θέσεις· τούτο δε εξέλαβαν οι Πέρσαι ως σημείον ότι έμελλε να παραχειμάση εκεί. Αλλ' αίφνης εκινήθη κατά την διεύθυνσιν της Αρμενίας. Οι Πέρσαι τότε εισέβαλαν εις την Κιλικίαν εκ του πλαγίου, απειλούντες τον Ηράκλειον. Μη δυνηθέντες όμως να ανακόψουν την πορείαν του ηναγκάσθησαν να τον ακολουθήσουν διά να επιπέσουν κατ' αυτού αιφνιδίως, αλλ' ενικήθησαν υπό του αυτοκρατορικού στρατού. Οι Πέρσαι, ταραγμένοι και εκ της σύμβασης κατ' εκείνην την νύκτα εκλείψεως της σελήνης, εφοβήθησαν μήπως περικυκλωθούν και έφυγαν προς τα όρη.
Ο βασιλεύς στρατοπεδεύων εις την πεδιάδα εξηρέθιζε τους Πέρσας εις μάχην διά πολλών επιτυχών αψιμαχιών. Και ο στρατός του ελάμβανε καθ' εκάστην περισσότερον θάρρος βλέπων τον βασιλέα πρώτον πάντοτε εις την μάχην και ευτόλμως πολεμούντα. Τέλος, μετά δέκα ημέρας ο βάρβαρος, στενοχωρούμενος εις τα όρη, απεφάσισε να πολεμήση και παρεσκεύασε τον στρατόν εις μάχην προ της ανατολής του ηλίου. Αλλ' ο Ηράκλειος εννοήσας τούτο παρέταξε τον στρατόν του κατά τοιούτον τρόπον, ώστε, ότε ανέτειλεν ο ήλιος, αυτός ευρίσκετο προς ανατολάς, αι δε ακτίνες του ηλίου εθάμβωναν τους οφθαλμούς του απέναντί του Περσικού στρατού. Και όπως προ 1302 ετών εις την Σαλαμίνα, ούτω και ενταύθα η μάχη ήρχισε διά μουσικής και ασμάτων Ελλήνων και Περσών. Και οι μεν Πέρσαι έκρουαν κύμβαλα και έψαλαν άσματα θορυβώδους Ασιατικής μουσικής, εις τους ήχους της οποίας γυμναί γυναίκες εχόρευαν προ του Πέρσου αρχιστρατήγου. Εις δε το Χριστιανικόν στρατόπεδον εψάλλοντο ψαλμοί της ιεράς γραφής και όργανα μουσικά εξήγειραν το πολεμικόν φρόνημα εις τας ψυχάς του στρατού. Η μάχη απέβη υπέρ του Ηρακλείου. Ούτος διά προσποιητού τρόπου παρέσυρε τους Πέρσας εις καταδίωξιν και στραφείς αίφνης επέπεσε κατ' αυτών, διέλυσε τας φάλαγγάς των και πολλούς εφόνευσεν. Οι Πέρσαι ετράπησαν εις τα όρη. Καταδιωκόμενοι εις τόπους δυσβάτους και εις κρημνούς συνετρίβοντο οικτρώς κατακρημνιζόμενοι. Άλλοι επήδων επί των κρημνών, πολλοί δε και εζωγρήθησαν. Το Περσικόν στρατόπεδον και πάσα η αποσκευή των Περσών εκυριεύθη. Οι νικηταί ανατείναντες τας χείρας ανέπεμπαν ευχαριστίας εις τον Θεόν και ηύχοντο θερμώς υπέρ του καλώς στρατηγήσαντος βασιλέως. Η πρώτη αύτη μάχη, καθώς λέγει ο μέγας Άγγλος ιστορικός Γίββων, έδειξεν εις τον κόσμον ότι οι Πέρσαι δεν ήσαν ανίκητοι και ότι ο Ηράκλειος δεν ήτο κοινός βασιλεύς, αλλ' αληθής ήρως.
Εις την πρώτην ταύτην μάχην απέδειξεν ο Ηράκλειος όλην την στρατηγικήν του μεγαλοφυίαν και την ηρωικήν ανδρείαν του και ηνώρθωσε πάλιν την δόξαν των Ελληνορωμαϊκών όπλων και ενέπνευσε μέγα φρόνημα εις τον στρατόν. Η Μικρά Ασία ηλευθερώθη ολόκληρος και ο βασιλεύς ηδυνήθη να οδηγήση τον στρατόν από τας ορεινάς χώρας του Αντιταύρου εις τας ευκραείς χώρας της κεντρικής Μικράς Ασίας, εις τον Πόντον. Καταλιπών εκεί τον στρατόν περί τον Άλυν ποταμόν διά να διαχειμάση, επέστρεψεν ο ίδιος εις την Κωνσταντινούπολιν, ελθών διά ξηράς μέχρι Χαλκηδόνος. Ούτως έληξεν η πρώτη εκστρατεία.
Ε'. — Δευτέρα εκστρατεία (623 — 624 μ. Χ.).
Εις την πρωτεύουσαν ήλθεν ο Αυτοκράτωρ περί τας αρχάς του 623 διά να ενεργήση νέας μεγάλας παρασκευές προς εξακολούθησιν του πολέμου. Διά τούτο εισήλθεν εις την πόλιν όχι ως Βασιλεύς και τροπαιούχος, αλλ' ως απλούς στρατηγός χάριν υπηρεσίας ερχόμενος. Αφού δε ενήργησε τας αναγκαίας παρασκευάς και ενίσχυσε την φρουράν της Κωνσταντινουπόλεως εναντίον ενδεχομένης τινός επιθέσεως των Αβάρων, κατέλιπε την πρωτεύουσαν την 25 Μαρτίου 623.
Η Μικρά Ασία ήτο ελευθέρα και ο Ηράκλειος μετέβη διά της χώρας ταύτης μετά μεγάλης ταχύτητος εις την Αρμενίαν. Εκεί πλήθος Αρμενίων υπό τον ανδρείον και ωραίον Αρμένιον πολεμιστήν Μιζίζ κατετάχθησαν εις τον στρατόν του. Προσήλθαν δε ως σύμμαχοι και πολλοί Καυκάσιοι, ήτοι Γεωργιανοί και Αβασγοί.
Ταχύς και ορμητικός επροχώρησεν εις τα όρια της Περσίας και εισέβαλεν εις την χώραν της Μηδίας την καλουμένην Ατροπατηνήν ( Ατσερπιτσάν) ήτοι χώραν πυρολατρών. Από τους χρόνους των Σκιπιώνων και του Αννίβα, λέγει ο Γίββων, δεν επεχειρήθη επιχείρησις τολμηροτέρα της δευτέρας ταύτης εκστρατείας του Ηρακλείου. Εντός 20 ημερών ο Ηράκλειος έφθασεν εις τα σύνορα της Περσίας και την 25 Απριλίου εισήλθεν εις την εχθρικήν χώραν. Ο Ηράκλειος είχε μηνύση προς τον Χοσρόην, όστις ευρίσκετο όχι μακράν, ότι ήτο πρόθυμος να συνομολόγηση ειρήνην έντιμον. Αλλ' ο μανιώδης εκείνος βασιλεύς αντί πάσης άλλης απαντήσεως έσφαξε τους πρέσβεις, τους οποίους, καθώς είπαμεν πρότερον, είχε πέμψη ο Ηράκλειος προς αυτόν κατά το 616 και τους οποίους εκράτει έκτοτε δεσμίους.
Εις το άκουσμα της στυγεράς πράξεως εξέφρασεν ο αυτοκράτωρ προς τον στρατόν όλον την σφοδράν αγανάκτησίν του, ονομάσας τους πολεμίους ουχί ανθρώπους αλλά θηρία άγρια, παραβιαστάς παντός νόμου και δικαίου της ανθρωπίνης κοινωνίας. «Αλλ' η τοιαύτη λύσσα των θα είνε δύναμίς σας, έλεγε προς τον στρατόν. Ο θεός θα πολεμήση υπέρ ημών. Διήλθομεν την Ασίαν και τι είδαμεν εις τας ωραίας αυτάς επαρχίας; Την τέφραν των πόλεων, τα οστά ομοεθνών σκορπισμένα κατά γης. Τώρα ευρισκόμεθα εις την Περσίαν· ας καταστήσωμεν λοιπόν και ημείς την γην ταύτην τάφον των εχθρών. Άνδρες αδελφοί μου, ας έχωμεν κατά νουν τον φόβον του θεού και ας αγωνισθώμεν διά να εκδικήσωμεν την ύβριν του θεού!»
Εις τους λόγους τούτους του Βασιλέως είς εκ των μαχητών ελάλησεν εν ονόματι πάντων: «Εύφρανας, δέσποτα, τας καρδίας ημών, διά των συμβουλών σου. Οι λόγοι σου ηκόνησαν τα ξίφη ημών, και εποίησας ταύτα έμψυχα· ανεπτέρωσας ημάς διά των λόγων σου». Άλλος δε ανεφώνησε: «Δέσποτα, έχε πεποίθησιν εις την ανδρείαν ημών· έν μόνον φοβούμεθα, ότι σε βλέπομεν εκθέτοντα εις κίνδυνον το ιερόν σου πρόσωπον. Χύσον μόνον το αίμα το ημέτερον. Τούτο ανήκει εις σε περισσότερον από το ιδικόν σου αίμα».
Ο Ηράκλειος προχωρεί ακάθεκτος εις τα ενδότερα της Περσίας. Η χώρα είχε πηγάς νάφθης και διά τούτο ήτο ιερά εις τους Πέρσας. Ακριβώς δε δι' αυτό, ο στρατός του Ηρακλείου κατέκαιεν ενταύθα τας χώρας και τας κώμας προς εκδίκησιν των Περσών δι' όσα είχαν διαπράξει εις την Παλαιστίνην. Ούτω προχωρών έφθασεν ο αυτοκράτωρ πλησίον της Γαυζακού (της σημερινής Ταυρίδος της Περσίας), πρωτευούσης της Μηδίας, όπου ευρίσκετο ο Χοσρόης, μετά 40 χιλιάδων στρατιωτών. Μαθών τούτο ο αυτοκράτωρ ώρμησεν εναντίον της πόλεως. Η προφυλακή του αυτοκρατορικού στρατού συγκρουσθείσα μετά της φρουράς του Χοσρόου την κατέστρεψε και άλλους μεν εφόνευσεν, άλλους δε και αυτόν τον αρχηγόν έφερε δεσμίους εις τον Ηράκλειον. Ο Χοσρόης ουδέποτε ηδύνατο να φαντασθή ότι ο αυτοκράτωρ θα ετόλμα να εμφανισθή τόσον απροσδοκήτως εις το κέντρον του κράτους του, ενώ αυτός ο Χοσρόης παρεσκευάζετο να στείλη στρατόν εις τας εχθρικάς χώρας. Κατελήφθη υπό ταραχής και τρόμου και έφυγεν από την Γαυζακόν, εγκαταλείψας την πόλιν και τον στρατόν εις την τύχην των. Ο στρατός του διελύθη και μέρος μεν κατεστράφη υπό των νικητών, μέρος δε ετράπη εις φυγήν και διεσκορπίσθη. Τα αυτοκρατορικά στρατεύματα εκυρίευσαν εξ εφόδου την Ταυρίδα και εισήλασαν εν θριάμβω. Πολλά λάφυρα δεν ευρέθησαν εκεί, διότι τα πολυτιμότερα είχε λάβη φεύγων ο Χοσρόης και τα είχε μεταφέρη εις Δατάγερδην. Εις τον στρατόν του Ηρακλείου είχε διαδοθή, άγνωστον πώς, η περίεργος φήμη ότι εκρύπτοντο εις την πόλιν οι θησαυροί του Κροίσου, τους οποίους δήθεν είχε φέρη ο Κύρος ο μέγας από τας Σάρδεις. Αλλ' ούτε αυτοί ευρέθησαν, ούτε το τίμιον ξύλον του σταυρού, καθώς ήλπιζεν ο στρατός. Φαίνεται ότι εις τούτο έδωκεν αφορμήν το όνομα της πόλεως, διότι Γάζα, (Γάζακα) εις την Περσικήν γλώσσαν εσήμαινε θησαυρόν. Υπήρχεν όμως ναός του Πυρός, και εντός του ναού άγαλμα του Χοσρόου, παριστάνον αυτόν προσκυνούντα τον ήλιον, την σελήνην και τους αστέρας, των οποίων επίσης υπήρχαν αγάλματα. Ταύτα πάντα κατεστράφησαν διά πυρός προς εκδίκησιν των εις την αγίαν πόλιν γενομένων βεβηλώσεων.
Ο Ηράκλειος από την Ταυρίδα μετέβη εις Θηβορμαΐδα (την σημερινήν Ουρμίαν), πόλιν τότε ιεράν των Περσών, θεωρουμένην ως πατρίδα του Ζωροάστρου, νομοθέτου των αρχαίων Περσών και ιδρυτού της Πυρολατρείας. Ο μεγαλοπρεπής ναός και η πόλις ολόκληρος εδόθησαν εις λεηλασίαν, εσβέσθη δε το από του χρόνου του Ζωροάστρου άσβεστον ιερόν πυρ της Περσικής λατρείας.
Ο Ηράκλειος επροχώρει ολονέν, καταδιώκων τον Χοσρόην από πόλεως εις πόλιν, και εκυρίευσε πολλάς πόλεις και χώρας. Αλλ' ο Χοσρόης έφευγε και δεν έμενεν ουδαμού περισσότερον των δύο ημερών. Δύο στρατηγοί του παρηκολούθουν μεν τον στρατόν του Ηρακλείου, αλλά δεν ετόλμων να τον πλησιάσουν. Αφού ούτω διήλθεν όλον το θέρος του 623, ο Ηράκλειος συνεσκέφθη μετά των στρατηγών του πού έπρεπε να παραχειμάση. Και άλλοι μεν έλεγαν να μεταβούν εις τας παρά τον Καύκασον και την Κασπίαν θάλασσαν χώρας, όπου το κλίμα ήτο ευκρατέστερον, άλλοι δε συνηγόρουν υπέρ της εξακολουθήσεως του πολέμου και κατά τον χειμώνα. Αλλ' η πρώτη γνώμη υπερίσχυσεν. Ο στρατός μετέβη εις τον Καύκασον φέρων πολλά λάφυρα και πεντήκοντα χιλιάδας αιχμαλώτους Πέρσας. Καθ' οδόν Περσικά στρατεύματα εζήτησαν να παρενοχλήσουν τον αυτοκρατορικόν στρατόν, αλλ' ηττήθησαν, ένεκα δε του σφοδρού χειμώνος έπαθαν πολλά οι αιχμάλωτοι. Ο Ηράκλειος ευσπλαγχνισθείς τους απέλυσεν άμα ήλθεν εις τον Καύκασον, επιδαψιλεύσας μάλιστα πάσαν περιποίησιν. Οι δυστυχείς μετά δακρύων ανεχώρουν ευχόμενοι ο θεός να σώση την Περσίαν από τον Χοσρόην, καταστρέφων τον κοσμόλεθρον τούτον τύραννον. Η πράξις του Ηρακλείου ήτο τόσον μάλλον γενναία, όσον ο Χοσρόης είχε μέγα πλήθος αιχμαλώτων, οι οποίοι εστέναζαν ακόμη εις τα Περσικά φρούρια.
Ούτω διήλθε και το δεύτερον έτος του πολέμου.
ς'. — Η τρίτη εκστρατεία.
Ενώ ο αυτοκράτωρ παρεχείμαζεν εις τας περί τον Καύκασον χώρας, ο Χοσρόης, ο τόσην δείξας δειλίαν και αδράνειαν κατά το προηγούμενον έτος, ανέλαβε τώρα θάρρος μετά την αποχώρησιν του Ηρακλείου και βλέπων το μέγεθος του κινδύνου ενέτεινε τας δυνάμεις του. Παρεσκεύασε τρεις στρατιάς, ανακαλέσας τον στρατόν ο οποίος έμενεν εις την Μεσοποταμίαν, την Συρίαν, την Παλαιστίνην και την Αίγυπτον. Αρχηγοί των τριών Περσικών στρατιών ήσαν ο Σαραβλαγάς, ο Σαρβαραζός ή Σάρβαρος, ο αρχηγός του πρότερον εις την Μικράν Ασίαν εισβαλόντος Περσικού στρατού, και ο ομώνυμος προς τον φονευθέντα υπό του Χοσρόου Πέρσην στρατηγόν Σαήν.
Την άνοιξιν του 624 εκίνησεν ο αυτοκράτωρ μετά των συμμάχων αυτού Λαζών, Γεωργιανών και Αβασγών, λαών του Καυκάσου, διά να επέλθη κατά του Χοσρόου. Ο Σαραβλαγάς, πρώτος εκ των Περσών στρατηλατών, επλησίασε προς τον στρατόν του αυτοκράτορος, νομίσας ότι ούτος έμελλε να μεταβή εις την Περσίαν διά της προς νότον και ανατολάς της Κασπίας θαλάσσης ορεινής παραλίας και κατέλαβεν εκεί τας στενοπορίας. Αλλ' ο αυτοκράτωρ έλαβε πλαγίαν τινά δυτικωτέραν διεύθυνσιν και δι' ευφόρων χωρών εισήλθεν εις την ανατολικήν Αρμενίαν, διά να εισβάλη εκείθεν εις την Περσίαν, και αποφεύγων πάσαν μάχην προς τον δειλώς παρακολουθούντα αυτόν Σαραβλαγάν, επιπέση κατά του Χοσρόου απροσδοκήτως και καταφέρη καιριώτατον κτύπημα εις την Περσικήν δύναμιν. Ο αυτοκράτωρ ενόει ότι καταστρεφομένου του Χοσρόου οι στρατοί του θα διελύοντο αφ' εαυτών. Και αυτή δε η δειλία των Περσών συνηγόρει υπέρ του σχεδίου του αυτοκράτορος. Ο Σαραβλαγάς είχε τον άριστον Περσικόν στρατόν συγκείμενον εκ των λεγομένων Χοσροϊτών ή Χοσροηγενών (ονομασθέντων τιμητικώς από του ονόματος του Χοσρόου) και των Περουζιτών (ονομασθέντων τιμητικώς από του επιθέτου του ΧοσρόουΠερούζης ή Παρβίζ=νικηφόρος). Και όμως δεν ετόλμα να προσβάλη τον αυτοκρατορικόν στρατόν, αν και ήτο ισχυρότερος κατά τον αριθμόν· επλανάτο εις δυσβάτους τόπους, αποφεύγων πάσαν μάχην πριν έλθη εις βοήθειάν του και άλλος στρατός. Ακριβώς δε ο αυτοκράτωρ ήθελε να σπεύση πριν γείνη η ένωσις των Περσικών στρατευμάτων. Αλλ' οι σύμμαχοι Λαζοί, Γεωργιανοί και Αβασγοί δεν συνεφώνουν μετά του αυτοκράτορος, απαιτούντος μεγάλην ταχύτητα και ορμήν. Ούτω δε, ένεκα της βραδείας πορείας του αυτοκρατορικού στρατού, κατώρθωσεν από νότου ερχόμενος ο Σαρβαραζός να πλησιάση κατά μέτωπον προς τον αυτοκρατορικόν στρατόν, ο οποίος εκινδύνευε να κυκλωθή υπό των δύο Περσικών στρατών. Τότε ενόησαν οι αντισταθέντες κατά του σχεδίου του αυτοκράτορος την πλάνην των και καταληφθέντες από δειλίαν προσέπιπταν εις τους πόδας του βασιλέως μετανοούντες και ζητούντες να ασπασθούν την χείρα του και υποσχόμενοι να πράξουν του λοιπού ό,τι διατάσσει ο βασιλεύς. Τότε ο Ηράκλειος, απτόητος ως πάντοτε, διέταξεν επίθεσιν κατά του στρατού του Σαρβαραζού, πριν ενωθή ούτος μετά του Σαραβλαγά. Ο Σαρβαραζός ηττήθη και απεκρούσθη πολλάκις, αλλά και μετά τας πολλάς ταύτας ήττας κατώρθωσε να ενωθή μετά του Σαραβλαγά. Ο Ηράκλειος δεν εταράχθη εκ της ενώσεως ταύτης, και επροχώρει μετά σπουδής κατά του Χοσρόου, έχων όπισθεν τον ηνωμένον Περσικόν στρατόν.
Οι Πέρσαι ενόμισαν ότι ο Ηράκλειος έφευγε προ αυτών, πειθόμενοι εις τούτο και εξ όσων έλεγαν δύο αυτόμολοι του αυτοκρατορικού στρατού. Μετ' ολίγον έγινε γνωστόν και εις τον στρατόν των Περσών και εις τον στρατόν του Ηρακλείου ότι επήρχετο και η τρίτη στρατιά υπό τον Σαήν. Ούτως ο αυτοκρατορικός στρατός ευρίσκετο μεταξύ δύο ή μάλλον μεταξύ τριών στρατών εχθρικών, εκ των οποίων έκαστος καθ' εαυτόν ήτο πολυπληθέστερος του όλου αυτοκρατορικού.
Ο Ηράκλειος απεφάσισε να επιτεθή κατά των δύο Περσών στρατηγών, πριν επέλθη και ο τρίτος. Αλλά και οι Πέρσαι στρατηγοί νομίζοντες ότι ο αυτοκράτωρ έφευγε προ αυτών εζήτουν να συγκροτήσουν μάχην πριν έλθη ο Σαήν, διά να λάβουν αυτοί την δόξαν της νίκης. Οι ιστορικοί, προ πάντων οι νεώτεροι, θαυμάζουν εις την περίστασιν ταύτην την τόλμην του Ηρακλείου και την στρατηγικήν μεγαλοφυίαν του. Εκινείτο εις ξένην γην, εν μέσω υπερτριπλασίων πολεμίων, τολμηρός και ελεύθερος ως να είχεν υπό τας διαταγάς του στρατόν πολύ ισχυρότερον όλων ομού των εχθρών. Γνωρίζων τας ιδιότητας της Περσικής χώρας καλλίτερον από τους Πέρσας στρατηγούς, εξέλεγε πάντοτε τους επιτηδειοτέρους τόπους προς στρατοπέδευσιν και παρέσυρε πάντοτε τον εχθρόν εκεί όπου αυτός ήθελεν.
Τέλος, εσπέραν τινά οι πολέμιοι προσήγγισαν εις το στρατόπεδον του Ηρακλείου, αλλ' ούτος μη θεωρήσας το μέρος κατάλληλον διά μάχην, απεχώρησεν, ώδευσε δι' όλης της νυκτός χωρίς να νοηθή, έφθασεν εις πεδίον χλοηφόρον εις τους πρόποδας δασώδους βουνού και ετοποθέτησε τον στρατόν εις το βουνόν. Οι Πέρσαι την πρωίαν μη ευρίσκοντες απέναντι των τον εχθρόν και νομίσαντες ότι ετρέπετο εις φυγήν έτρεχαν ατάκτως κατόπιν του. Όταν δ' επλησίασαν εις το μέρος, όπου ήτο στρατοπεδευμένος ο Ηράκλειος, απλή ορμητική επίθεσις εκ του στρατοπέδου του έτρεψε τους βαρβάρους εις φυγήν. Οι Πέρσαι έφευγαν διά των φαράγγων καταδιωκόμενοι και φονευόμενοι. Εις την μάχην ταύτην εφονεύθη και ο έτερος των Περσών αρχιστράτηγος, ο Σαραβλαγάς.
Αλλά προ της εντελούς καταστροφής του Περσικού στρατού εφάνη επί του πεδίου της μάχης και ο στρατός του Σαήν. Ο Ηράκλειος δεν έχασε καιρόν ανεκάλεσεν ευθύς από της καταδιώξεως τους άνδρας του, και επετέθη κατά του νέου στρατού, χωρίς να δώση εις αυτόν καιρόν να ιδή πού ευρίσκεται, και ενίκησε και εκυρίευσε το στρατόπεδον του νέου εχθρού και πάσαν την αποσκευήν του. Η μάχη έγεινε πλησίον του Αράξου ποταμού εις τα σύνορα της Αρμενίας και Μηδίας. Ο Περσικός στρατός ηττήθη, αλλά δεν κατεστράφη. Ο Σαήν και ο Σαρβαραζός συνήθροισαν τα λείψανα των στρατευμάτων των. Ήσαν και πάλιν υπέρτερα κατά τον αριθμόν από τον στρατόν του Ηρακλείου, ώστε απεφάσισαν να μη υποχωρήσουν, αλλά να παρακολουθήσουν τον Ηράκλειον. Ο Ηράκλειος έχων έμπροσθέν του όλον τον υπολειπόμενον εις τον Χοσρόην στρατόν ήθελε να τον καταστρέψη πριν επιτεθή κατά του Χοσρόου, και διά τούτο έδωκεν άλλην διεύθυνσιν εις την εκστρατείαν. Προσποιούμενος ότι έφευγεν, επορεύετο διά τόπων ανωμάλων και ορεινών, παρασύρων πάντοτε κατόπιν του τους Πέρσας. Δεν ήθελε να εισβάλη εις την Περσίαν, αλλά να καταστρέψη ει δυνατόν εντός της Αρμενίας τον Περσικόν στρατόν. Κατά την περίοδον ταύτην οι σύμμαχοι Λαζοί και Αβασγοί βαρυνθέντες να πολεμούν, είτε δειλιάσαντες, απεχώρησαν εις τας πατρίδας των. Τούτο εννοήσαντες οι Πέρσαι αρχιστράτηγοι έλαβαν θάρρος και επροκάλεσαν εις μάχην τον Ηράκλειον. Ο αυτοκράτωρ χωρίς να δειλιάση συνεκέντρωσε τον στρατόν και ανεπτέρωσε το φρόνημα του διά λόγων: «Μη σας ταράττη, αδελφοί, το πλήθος των πολεμίων διότι, Θεού θέλοντος, είς εξ ημών θα διώξη χιλίους· ας θυσιάσωμεν λοιπόν ημάς αυτούς εις τον Θεόν υπέρ της σωτηρίας των αδελφών ημών· ας λάβωμεν στέφανον μαρτύρων, ίνα και αι μέλλουσαι γενεαί επαινέσωσιν ημάς και ο Θεός αποδώση τους μισθούς».
Τα δύο στρατεύματα, διά μακρού διαστήματος απ' αλλήλων χωριζόμενα, επολέμησαν από πρωίας μέχρις εσπέρας· αλλ' η μάχη έμεινεν αμφίρροπος. Ο βασιλεύς ανεχώρησε μετά του στρατού, οι δε Πέρσαι τον ηκολούθησαν. Αλλά νομίσαντες ότι πάλιν υπεχώρει και θέλοντες να εμποδίσουν την υποχώρησιν έτρεχαν εκ των πλαγίων προς το μέτωπον του στρατού και πλανηθέντες περιέπεσαν εις τόπους τελματώδεις και εις μέγαν περιήλθαν κίνδυνον, ενώ ο βασιλεύς ολονέν επροχώρει. Οι Πέρσαι τέλος ήλθαν εις την πόλιν Σαλβάν (το νυν Βαν της Αρμενίας) διά να παραχειμάσουν εις την οχυράν αυτήν πόλιν, θεωρούντες εαυτούς εκεί ασφαλείς. Αλλ' ο βασιλεύς ήθελε να τους καταστρέψη. Προς τούτο δε μετεχειρίσθη το εξής στρατήγημα·
Εκλέξας ίππους δυνατούς και τους ανδρειοτέρους των ιππέων συνεκρότησεν εκ τούτων ιδιαιτέραν μοίραν και διά νυκτός την έπεμψεν εναντίον της πόλεως, ακολουθών ο ίδιος μετά του λοιπού στρατού. Η πρώτη μοίρα εισήλθεν απαρατήρητος εις την πόλιν Σαλβανόν την 9 ώραν της νυκτός (ήτοι την 3 μετά το μεσονύκτιον καθ' ημάς) και επετέθη αιφνιδίως κατά των Περσών. Οι Πέρσαι, πριν ή αντιτάξουν άμυναν, προσεβλήθησαν και από τον επίλοιπον στρατόν του βασιλέως. Κατά την φοβεράν εκείνην καταστροφήν είς των αρχιστρατήγων, ο Σαρβαραζάς, γυμνός και ανυπόδητος, πηδήσας εις ίππον έφυγε και εσώθη. Αλλά οι υπό τον Σαρβαραζάν Πέρσαι αξιωματικοί, οι σατράπαι και οι επίλεκτοι στρατιώται εφονεύθησαν. Πολλοί των δυστυχών τούτων εζήτουν την σωτηρίαν των εις τας στέγας των οικιών. Αλλά το πυρ, το οποίον έθεσαν εις την πόλιν οι νικηταί, κατέστρεψε τα πάντα. Όσοι των Περσών δεν εφονεύθησαν, ηχμαλωτίσθησαν. Πάντες, εκτός μόνον σχεδόν του Σαρβαραζά, κατεστράφησαν. Και τούτου δε τα όπλα, η χρυσή ασπίς, η μάχαιρα και το δόρυ και η χρυσή ζώνη, η αστράπτουσα εκ λίθων πολυτίμων, και τα υποδήματα έγιναν λεία των νικητών. Ο στρατός του Ηρακλείου κατεδίωξε και τα εις διαφόρους πέριξ τόπους υπάρχοντα Περσικά αποσπάσματα, και άλλα μεν κατέστρεψεν, άλλα δε κακώς έχοντα διεσκόρπισε, και ολίγοι μόνον εξ αυτών επέστρεψαν εις τας πατρίδας των. Ούτως εξωντώθησαν κατά το 624 τρεις Περσικαί στρατιαί.
Ήτο ήδη χειμών και ο Ηράκλειος παρεχείμασεν εις τον τόπον της νίκης εις Αρμενίαν, όπου ο στρατός εύρισκε μεγάλην αφθονίαν τροφίμων. Ούτω διήλθε και το τρίτον έτος της εκστρατείας (624 — 625).
Ζ'. — Η τετάρτη εκστρατεία του Ηρακλείου (625 π. Χ.)
Ο Ηράκλειος παρεσκευάζετο κατά τον χειμώνα του 624 — 625 διά να εισβάλη την άνοιξιν εις την Περσίαν. Τρεις ολόκληροι εχθρικαί στρατιαί είχαν καταστραφή κατά το παρελθόν έτος και ο στρατός του Ηρακλείου, καίπερ ελαττωθείς ένεκα της αποχωρήσεως των Λαζών και Αβασγών, ήλπιζεν ότι δεν έμελλε να εύρη μεγάλα προσκόμματα εις την περαιτέρω πορείαν του. Και όμως ο Χοσρόης, και μετά τας φοβεράς εκείνας καταστροφάς, παρεσκευάζετο εις νέαν εκστρατείαν, πέμπων στρατόν διά Μεσοποταμίας εις την Μικράν Ασίαν, διά να αποτρέψη τον αυτοκράτορα από της εις Περσίαν εισβολής. Ο μόνος των τριών στρατηγών του παρελθόντος έτους σωθείς, ο Σαρβαραζάς, ηγούμενος νέου στρατού διήλθε τον Ευφράτην εν μέσω του χειμώνος και διά της Συρίας επροχώρει προς την Κιλικίαν, απειλών πάλιν την Μικράν Ασίαν. Ο αυτοκράτωρ λοιπόν, αντί να προελάση εις την Περσίαν, ηναγκάσθη να στραφή προς την Μικράν Ασίαν. Ο στρατός του, φέρων μέγα πλήθος λαφύρων και αιχμαλώτων, διήλθεν εις επτά ημέρας τας φοβέρας χιονοσκεπείς κορυφάς των ορέων του Κουρδιστάν, ήτοι της χώρας των αρχαίων Καρδούχων, όπου ο Ξενοφών προ χιλίων και επέκεινα ετών διεξήγεν εναντίον των Καρδούχων τους αξιομνημονεύτους εκείνους αγώνας κατά την κατάβασιν των μυρίων. Έπειτα διελθών ο στρατός τον ορμητικόν Τίγρητα εισήλθεν εις την Μεσοποταμίαν, κατέλαβε την Άμιδαν (Διαρβεκίρην) και εστρατοπέδευσεν. Εκείθεν ο αυτοκράτωρ έπεμψε ταχυδρόμους εις την Κωνσταντινούπολιν εξαγγέλλων τας νίκας του. Αι ειδήσεις δε αυταί επροξένησαν γενικήν χαράν, διότι εις την πρωτεύουσαν υπέθεταν μεν ότι ενίκα ο αυτοκρατορικός στρατός ένεκα της αποχωρήσεως των Περσών εκ της Μικράς Ασίας, αλλά τίποτε σαφώς δεν εγνώριζαν από δύο ετών.
Ο αυτοκράτωρ επροχώρει προς την Μικράν Ασίαν κατόπιν του Περσικού στρατού. Τας επί του ποταμού γεφύρας είχαν καταστρέψη οι Πέρσαι, αλλ' ο αυτοκράτωρ ανεκάλυψεν ένα πόρον και διεβίβασε τον στρατόν. Οι Πέρσαι ευρίσκοντο ακόμη πλησίον του Ευφράτου και ετράπησαν μετά μεγάλης σπουδής προς την Μικράν Ασίαν. Μόλις εστάθησαν εις τας όχθας του ποταμού της Κιλικίας, εις απόστασιν 20 ημερών δρόμου από τας όχθας του Ευφράτου. Ο Ηράκλειος διέβη κατά Μάρτιον τον Ευφράτην, κατέλαβε τα Σαμόσατα υπερβάς τον Ταύρον και έφθασεν εις Άδανα και τον Σάρον ποταμόν, του οποίου την άλλην όχθην κατείχαν οι Πέρσαι. Ακάθεκτος ο αυτοκράτωρ επετέθη κατά του εχθρικού στρατού μετ' ολίγων μαχητών, διαβάς τολμηρώς τον ποταμόν. Επροπορεύετο δε ο ίδιος αυτός εις την κρατεράν ταύτην επίθεσιν και ετέλεσε θαύματα ανδρείας. Εφόνευσεν ιδιοχείρως γιγάντειον Πέρσην και τον έρριψεν εις τον ποταμόν. Εκ της υπερανθρώπου ανδρείας, ως χαρακτηρίζουν αυτήν οι χρονογράφοι, την οποίαν έδειξε τότε ο αυτοκράτωρ, εθαμβώθη ο Σάρβαρος και έλεγε προς τον πλησίον του Έλληνα λιποτάκτην Κοσμάν: «Βλέπεις τον Καίσαρα, Κοσμά, μετά πόσης τόλμης μάχεται, και προς τοσούτον πλήθος μόνος αγωνίζεται και ως άκμων αποπτύει τας βολάς;»
Οι Πέρσαι ηττήθησαν, αλλ' ο Σαρβαραζάς κατώρθωσε να υποχωρήση οπωσδήποτε εν τάξει μετά των λειψάνων του στρατού, φεύγων εις την Περσίαν. Ο αυτοκράτωρ από την Κιλικίαν μετέβη εις την Σεβάστειαν (Σιβάς) και εστρατοπέδευσε παρά τον Άλυν ποταμόν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου