Ο χαρακτήρας του Ντον Ζουάν αποδίδεται στην λογοτεχνία στον Ισπανό συγγραφέα Gabriel Tellez (1584-1648) του οποίου το λογοτεχνικό όνομα ήταν Tirso de Molina στο θεατρικό έργο του El Burlador & Sevilla, που ανεβάστηκε στις αρχές του 1630. Ο χαρακτήρας του αδίστακτου γόη έγινε πολύ δημοφιλής σε επόμενους συγγραφείς και από όλους τους λογοτεχνικούς χαρακτήρες, ο Ντον Ζουάν είναι ο μόνος που χρησιμοποιείται περισσότερο, στα θεατρικά έργα, στην παντομίμα, στο αφηγηματικό στίχο. Ο Don Giovanni του Μότσαρτ είναι ένα παράδειγμα για την χρήση του Ντον Ζουάν στην όπερα. Πολύ λίγοι λογοτεχνικοί χαρακτήρες πλησιάζουν σε δημοφιλεία τον Ντον Ζουάν. Αναγνώστες και λάτρεις του θεάτρου φαίνεται να ενθουσιάζονται από το θέμα της "κυρίας-δολοφόνου". Για το πως ο Μπάϋρον γνώρισε το μύθο του Ντον Ζουάν δεν είναι γνωστό, αλλά θα ήταν αδιανόητο για ένα πολυμαθή ποιητή σαν τον Μπάϋρον να μην είχε μάθει για αυτόν. Στον πρώτο στίχο της πρώτης ωδής γράφει :
Θέλω ένα ήρωα.
Έτσι θα πάρω τον παλιό μας φίλο Ντον Ζουάν -
Όλοι τον έχουμε δει, στην παντομίμα,
Στέλνοντας στο διάβολο κάποιους πριν την εποχή του.
Στο καιρό του Μπάϋρον μια γνωστή παντομίμα που βασιζόντανε στο δραματουργό Thomas Shadwell στο θεατρικό έργο με ήρωα τον Ντον Ζουάν, The Libertine, που παιζόνταν συχνά στα θέατρα του Λονδίνου. Θα μπορούσε επισης να είχε γνωρίσει την ιστορία από τα θεατρικά έργα του Shadwell ή από το έργο του Μολιέρου με ήρωα τον Ντον Ζούαν, " Ντον Ζουάν ή το πέτρινο φαγοπότι (Le festin de pierre)", ή από το έργο του Goldoni, "Don Juan tenono ", ή μέσω του Μότσαρτ. Ο Ντον Ζουάν ήταν μια δημοφιλής δημόσια φιγούρα των αρχών του 19ου αιώνα.
Η ιδέα στο να χρησιμοποιήσει ο Μπάϋρον ως κεντρικό χαρακτήρα τον Ντον Ζουάν σε ένα ποίημα με επεισόδια, όπως είχε κάνει με το επιτυχημένο "Το προσκύνημα του Τσάϊλντ Χάρολντ", ένα μακροσκελές, περιγραφικό και στοχαστικό ποίημα που πραγματοποιήθηκε μαζί με το χαρακτήρα του Τσάϊλντ Χάρολντ. Ο ίδιος ο Μπάϋρον ήταν ένας χαρακτήρας Ντον Ζουάν και έτσι ήταν ο σπάταλος πατέρας του, ο Τζόν Μπάϋρον ( John Byron ).
Πως ο Μπάϋρον γνώρισε τις λεπτομέρειες του χαρακτήρα του Ντον Ζουάν το γνωρίζουμε από τις επιστολές του. Ένας άσημος ποιητής του καιρού του, ο John Hookham Frere, με το ψευδώνυμο Whistecraft είχε γράψει ένα ποίημα το 1817 που εκδόθηκε ξανά ανανεωμένο το 1818 με το τίτλο "The Monks and the Giants". Ο Μπάϋρον ενθουσιάστηκε από το μίγμα του σοβαρού και του κωμικού στο ποίημα και αποφάσισε να γράψει ένα ποίημα με τον ίδιο τρόπο. Το αποτέλεσμα ήταν το ποίημα του "Beppo". Το κοινό και οι φίλοι του ικανοποιήθηκαν με τον Beppo και σαν αποτέλεσμα ο Μπάϋρον αποφάσισε να γράψει ένα μακρύ ποίημα χρησιμοποιώντας το ύφος και το στίχο που είχε χρησιμοποιήσει στο "Beppo". Το αποτέλεσμα ήταν το ποίημα "Ντον Ζουάν".
Ο Ντον Ζουάν είναι ένα σατυρικό ποίημα του Λόρδου Μπάϋρον που βασίσθηκε στο μύθο του Ντον Ζουάν τον οποίο ο Μπάϋρον αναμόρφωσε, παρουσιάζοντας τον Ζουάν όχι σαν γυναικοκατακτητή, αλλά σαν κάποιον που εύκολα αποπλανάται από τις γυναίκες. Είναι μια παραλλαγή στην επική μορφή. Ο ίδιος ο Μπάϋρον το αποκαλούσε " Επική σάτυρα". Ο Μπάϋρον τελείωσε 16 ωδές του ποιήματος, αφήνοντας ατέλειωτη την 17η ωδή, προτού πεθάνει το 1824. Όταν οι δυο πρώτες ωδές κυκλοφόρησαν το 1819, το ποίημα χαρακτηρίστηκε για το "άσεμνο περιεχόμενο", αν και έτυχε μεγάλης αποδοχής.
Η ιστορία του ποιήματος περιγράφεται σε 17 ωδές (Cantos), αρχίζοντας με την γέννηση του Ντον Ζουάν. Καθώς ο νεαρός άνδρας είναι επιρρεπής σεξουαλικά και έχει μια σχέση με μια φίλη της μητέρας του. Ο σύζυγος το μαθαίνει και ο Ντον Ζουάν στέλνεται στο Καδίθ (Cardiz). Κατά το ταξίδι, το πλοίο βυθίζεται, επιζεί, και συναντάει την κόρη ενός πειρατή του οποίου οι άνδρες τον πουλούν ως σκλάβο. Μια νεαρή γυναίκα που είναι στο χαρέμι του Σουλτάνου, βλέπει ότι αυτός ο σκλάβος αγοράζεται. Τον μεταμφιέζει σε ένα κορίτσι και τον κρύβει στο δωμάτιο της. Ο Ντον Ζουάν το σκάει, εντάσσεται στο ρωσικό στρατό και σώζει ένα μωαμεθανό κορίτσι με το όνομα Λεϊλά. Ο Ντον Ζουάν συναντάει την Αικατερίνη την Μεγάλη που του ζητάει να μείνει στην Αυλή της. Ο Ντον Ζουάν αρρωσταίνει και στέλνεται στην Αγγλία, όπου εκεί βρίσκει κάποιον να φροντίσει την νεαρή Λεϊλά. Μετά, αναφέρεται σε μερικές περιπέτειες της Αγγλικής αριστοκρατίας. Το ποίημα τελειώνει με την ωδή 17.
Η περίληψη του ποιήματος περιγράφεται παρακάτω ανά ωδή (Canto).
Πρώτη Ωδή (Ι)
DON JUAN
Canto the First.
Έτσι αρχίζει το ποίημα στο πρωτότυπο.
I.
I want a hero: an uncommon want,
Sent to the Devil somewhat ere his time.
..............................................................................
When every year and month sends forth a new one,
Till, after cloying the gazettes with cant,
The age discovers he is not the true one;
Of such as these I should not care to vaunt,
I'll therefore take our ancient friend Don Juan—
We all have seen him, in the pantomime,[15]Sent to the Devil somewhat ere his time.
..............................................................................
Ο Ντον Ζουάν γεννήθηκε στην Σεβίλλη της Ισπανίας, γιός του Ντον Χοσέ, μέλος της αριστοκρατίας και της Δόννα Ινέζ, μιας πολύ μορφωμένης γυναίκας.
Οι γονείς του Ζουάν δεν τα πήγαιναν καλά, γιατί ο Ντον Χοσέ ήταν επιρρεπής περισσότερο στις γυναίκες, παρά στη γνώση και ήταν άπιστος στη Δόννα Ινέζ. Η Δόννα Ινέζ βρισκόνταν στα πρόθυρα να ζητήσει διαζύγιο από τον άνδρα της, όταν την πρόλαβε ο θάνατος. Η εκπαίδευση του Ζουάν έγινε το κέντρο του ενδιαφέροντος της μητέρας του. Της φαινόνταν ότι αυτός πήρε την αναγκαία μόρφωση στις τέχνες και την επιστήμη, αλλά την απασχολούσε ότι αυτός δεν έμαθε τίποτα για τις βασικές αρχές της ζωής.
Μεταξύ των φίλων της Ινέζ είναι η Δόννα Τζούλια, η νεαρή και όμορφη σύζυγος του Ντον Αλφόνσο, ενός μεσόκοπου άνδρα, ανίκανου να ικανοποιήσει την τρυφερότητα της. Όταν ο Ζουάν είναι δέκα έξη χρονών, η Δόννα Τζούλια ερωτεύεται τον νεαρό άνδρα και βρίσκει ευκαιρίες να γίνει φίλος της.
Ένα καλοκαιρινό απόγευμα οι δυο τους εξομολογήθηκαν ο ένας στον άλλο τον έρωτα τους. Το Νοέμβριο εκείνου του χρόνου, ο Ντον Αλφόνσο μπαίνει στην κρεβατοκάμαρα της γυναίκας του, συνοδευόμενος από πλήθος φίλων του. Όταν μπήκε στο δωμάτιο, η σύζυγος του και η υπηρέτρια της τον περιμέναν, τα σεντόνια στο κρεβάτι ήταν τακτοποιημένα. Ο Ντον Αλφόνσο και οι ακόλουθοι του έψαχναν να βρουν τον εραστή της στο δωμάτιο της, αλλά δεν βρήκαν τίποτα. Ενώ έψαχναν, ο Ντον Αλφόνσο δέχεται την έντονη διαμαρτυρία της συζύγου του. Όλοι η συντροφιά αποχωρεί απογοητευμένοι. Ο Ντον Αλφόνσο γρήγορα επιστρέφει για να ζητήσει συγνώμη και τυχαίνει να βρει ένα ζευγάρι ανδρικές παντόφλες στο υπνοδωμάτιο της συζύγου του. Βγαίνει από το δωμάτιο για να πάρει το ξίφος του. Ο Ντον Ζουάν, ο οποίος ήταν κρυμμένος κάτω από τις κουβέρτες, ετοιμάζεται να το σκάσει από την πίσω πόρτα, αλλά πέφτει επάνω στον Ντον Αλφόνσο. Στον αγώνα που ακολουθεί, ο Ζουάν κτυπάει τον Αλφόνσο στη μύτη και το σκάει.
Το αποτέλεσμα των γεγονότων αυτών στέλνει την Δόννα Τζούλια σε μοναστήρι και ο Ντον Αλφόνσο ζητάει διαζύγιο. Η Δόννα Ινέζ αποφασίζει ότι ο γιός της θα πρέπει τα επόμενα τέσσερα χρόνια να τα ξοδεύει ταξιδεύοντας.
Οι δυο τελευταίες στροφές της πρώτης Ωδής.
CCXXI.
But for the present, gentle reader! and
'T were well if others followed my example.
Still gentler purchaser! the Bard—that's I—
Must, with permission, shake you by the hand,
And so—"your humble servant, and Good-bye!"
We meet again, if we should understand
Each other; and if not, I shall not try
Your patience further than by this short sample—'T were well if others followed my example.
CCXXII.
"Go, little Book, from this my solitude!
For God's sake, reader! take them not for mine.
I cast thee on the waters—go thy ways!
And if, as I believe, thy vein be good,
The World will find thee after many days."
When Southey's read, and Wordsworth understood,
I can't help putting in my claim to praise—
The four first rhymes are Southey's every line:For God's sake, reader! take them not for mine.
Δεύτερη Ωδή ( Canto II )
Έτσι αρχίζει η δεύτερη ωδή στο πρωτότυπο.
CANTO THE SECOND.
I.
Oh ye! who teach the ingenuous youth of nations,
Became divested of his native modesty.
Ο Ντον Ζουάν μπαρκάρισε στο πλοίο Trinidada στο Κάδιθ ( Cardiz ) της Ισπανίας και κατευθυνόνταν στο Λιβόρνο της Ιταλίας όπου η οικογένεια του είχε συγγενείς. Η ακολουθία του αποτελείτο από τρείς υπηρέτες και ένα δάσκαλο. Καθώς ο Ζουάν δεν είχε ιδέα από θάλασσα αμέσως μόλις επιβιβάστηκε , έπαθε ναυτία .Μόλις το πλοίο άφησε το λιμάνι μια ισχυρή καταιγίδα του άλλαξε πορεία. Ότι και εάν έκανε το πλήρωμα, το πλοίο τελικά βυθίστηκε μαζί με τους περισσότερους επιβάτες. Μόνο μερικοί που χωρούσαν σε ένα σωσίβιο και σε μια μακρόστενη βάρκα μπόρεσαν να σωθούν. Το σωσίβιο όμως καταστράφηκε και οι εννέα άνδρες που υπήρχαν σε αυτό, πνίγηκαν. Οι άνδρες στην βάρκα, μαζί με τον Ζουάν και το δάσκαλο του Πετρίλλο, επιθυμούν να χορτάσουν την πείνα τους, τρώγοντας το δέρμα των παπουτσιών τους. Στο σημείο αυτό, ένας από τους επιζώντες προτείνει τον κανιβαλισμό ως μέσο επιβίωσης. Ο κλήρος έπεσε στο δάσκαλο του Ζουάν. Η άφιξη της βάρκας όμως σε ένα νησί, στις Κυκλάδες στο Αιγαίο, εμποδίζει από το να θυσιαστεί ένα δεύτερο θύμα. Η βάρκα παρασύρεται από ένα κύμα και αναποδογυρίζει. Τότε μόνο ο Ζουάν και τρείς άλλοι κατόρθωσαν να επιζήσουν. Γαντζωμένος σε ένα κουπί ο Ζουάν ξεβράζεται στην ακτή και καταφέρνει να μπουσουλίσει στην ακρογιαλιά όπου αμέσως κατέρρευσε. Οι τρείς άλλοι χάθηκαν. Όταν ο Ζουάν ξαναβρήκε τις αισθήσεις του, το πρώτο πράγμα που είδε είναι ένα χαριτωμένο γυναικείο πρόσωπο να τον κυττάζει. Μαζί της είναι μια άλλη νεαρή κυρία και οι δυο τους κάνουν ότι μπορούνε για να ανακτήσει τις δυνάμεις του. Αφού τρίψανε τα παγωμένα μέλη του και τα σκεπάσανε με μια κουβέρτα, τον μεταφέρανε σε μια γειτονική σπηλιά. Οι δυο κυρίες περιποιόντουσαν τον Ζουάν κάθε μέρα και με την φροντίδα τους, γρήγορα επανάκτησε τις δυνάμεις του. Το όνομα της μιας είναι Χάϊντι και της άλλης Ζωή και είναι καμαριέρα της Χάϊντι. Ο πατέρας της Χάϊντι είναι ο Λάμπρος, ένας Έλληνας πειρατής ο οποίος έφτιαξε ένα σπίτι σαν παλάτι στο νησί του Αιγαίου όπου ο Λάμπρος έφθασε ναυαγός. Επειδή ο πατέρας της Χάϊντι μπορεί να πουλούσε τον Ζουάν σαν σκλάβο, η Χάϊντι δεν τόλμησε να τον πάρει στο σπίτι της για να αναρρώσει, αλλά τον κράτησε στη σπηλιά και του έφερε ρούχα, γούνα για ένα ντιβάνι και καθημερινά φαγητό. Όταν ο Ζουάν ανάκτησε τις δυνάμεις του, η Χάϊντι τον μάθαινε Ελληνικά, μια γλώσσα που ο Ζουάν δεν είχε ιδέα, με παντομίμα και επαναλήψεις. Σύντομα ερωτεύτηκαν. Αφού ο Ζουάν έμεινε στην σπηλιά για ένα μήνα, ο στόλος του Λάμπρου ανηχτηκε στην θάλασσα και ο Ζουάν μπόρεσε να εγκαταλείψει την κρυψώνα του και να πραγματοποιεί καθημερινούς περιπάτους με την Χάϊντι, στο μεταξύ βελτίωνε τα Ελληνικά του. Σε αυτούς τους περιπάτους η αγάπη τους ολοένα μεγάλωνε. Τελικά η καρδιά της Χάϊντι δόθηκε ολοκληρωτικά στον Ζουάν, μέχρι μια νύχτα κάτω από τα άστρα.........
By treir own feeling hallowed and United,
Treir priest was Solitude, and they were wed:
And they were happy-for to the Young eyes
Each was an angel, and earth Paridise. (St. 204)
Με τα δικά τους συναισθήματα, άγιασαν και ενώθηκαν
ιερέας τους ήταν η Μοναξιά και παντρεύτηκαν
και ήταν ευτυχισμένοι - γιατί στα δικά τους νεανικά μάτια
Κάθε ένα ήταν ένας άγγελος και η γη Παράδεισος. ( στίχος 204 )
Holland, France, England, Germany, or Spain,
I pray ye flog them upon all occasions—
It mends their morals, never mind the pain:
The best of mothers and of educations
In Juan's case were but employed in vain,
Since, in a way that's rather of the oddest, heBecame divested of his native modesty.
Ο Ντον Ζουάν μπαρκάρισε στο πλοίο Trinidada στο Κάδιθ ( Cardiz ) της Ισπανίας και κατευθυνόνταν στο Λιβόρνο της Ιταλίας όπου η οικογένεια του είχε συγγενείς. Η ακολουθία του αποτελείτο από τρείς υπηρέτες και ένα δάσκαλο. Καθώς ο Ζουάν δεν είχε ιδέα από θάλασσα αμέσως μόλις επιβιβάστηκε , έπαθε ναυτία .Μόλις το πλοίο άφησε το λιμάνι μια ισχυρή καταιγίδα του άλλαξε πορεία. Ότι και εάν έκανε το πλήρωμα, το πλοίο τελικά βυθίστηκε μαζί με τους περισσότερους επιβάτες. Μόνο μερικοί που χωρούσαν σε ένα σωσίβιο και σε μια μακρόστενη βάρκα μπόρεσαν να σωθούν. Το σωσίβιο όμως καταστράφηκε και οι εννέα άνδρες που υπήρχαν σε αυτό, πνίγηκαν. Οι άνδρες στην βάρκα, μαζί με τον Ζουάν και το δάσκαλο του Πετρίλλο, επιθυμούν να χορτάσουν την πείνα τους, τρώγοντας το δέρμα των παπουτσιών τους. Στο σημείο αυτό, ένας από τους επιζώντες προτείνει τον κανιβαλισμό ως μέσο επιβίωσης. Ο κλήρος έπεσε στο δάσκαλο του Ζουάν. Η άφιξη της βάρκας όμως σε ένα νησί, στις Κυκλάδες στο Αιγαίο, εμποδίζει από το να θυσιαστεί ένα δεύτερο θύμα. Η βάρκα παρασύρεται από ένα κύμα και αναποδογυρίζει. Τότε μόνο ο Ζουάν και τρείς άλλοι κατόρθωσαν να επιζήσουν. Γαντζωμένος σε ένα κουπί ο Ζουάν ξεβράζεται στην ακτή και καταφέρνει να μπουσουλίσει στην ακρογιαλιά όπου αμέσως κατέρρευσε. Οι τρείς άλλοι χάθηκαν. Όταν ο Ζουάν ξαναβρήκε τις αισθήσεις του, το πρώτο πράγμα που είδε είναι ένα χαριτωμένο γυναικείο πρόσωπο να τον κυττάζει. Μαζί της είναι μια άλλη νεαρή κυρία και οι δυο τους κάνουν ότι μπορούνε για να ανακτήσει τις δυνάμεις του. Αφού τρίψανε τα παγωμένα μέλη του και τα σκεπάσανε με μια κουβέρτα, τον μεταφέρανε σε μια γειτονική σπηλιά. Οι δυο κυρίες περιποιόντουσαν τον Ζουάν κάθε μέρα και με την φροντίδα τους, γρήγορα επανάκτησε τις δυνάμεις του. Το όνομα της μιας είναι Χάϊντι και της άλλης Ζωή και είναι καμαριέρα της Χάϊντι. Ο πατέρας της Χάϊντι είναι ο Λάμπρος, ένας Έλληνας πειρατής ο οποίος έφτιαξε ένα σπίτι σαν παλάτι στο νησί του Αιγαίου όπου ο Λάμπρος έφθασε ναυαγός. Επειδή ο πατέρας της Χάϊντι μπορεί να πουλούσε τον Ζουάν σαν σκλάβο, η Χάϊντι δεν τόλμησε να τον πάρει στο σπίτι της για να αναρρώσει, αλλά τον κράτησε στη σπηλιά και του έφερε ρούχα, γούνα για ένα ντιβάνι και καθημερινά φαγητό. Όταν ο Ζουάν ανάκτησε τις δυνάμεις του, η Χάϊντι τον μάθαινε Ελληνικά, μια γλώσσα που ο Ζουάν δεν είχε ιδέα, με παντομίμα και επαναλήψεις. Σύντομα ερωτεύτηκαν. Αφού ο Ζουάν έμεινε στην σπηλιά για ένα μήνα, ο στόλος του Λάμπρου ανηχτηκε στην θάλασσα και ο Ζουάν μπόρεσε να εγκαταλείψει την κρυψώνα του και να πραγματοποιεί καθημερινούς περιπάτους με την Χάϊντι, στο μεταξύ βελτίωνε τα Ελληνικά του. Σε αυτούς τους περιπάτους η αγάπη τους ολοένα μεγάλωνε. Τελικά η καρδιά της Χάϊντι δόθηκε ολοκληρωτικά στον Ζουάν, μέχρι μια νύχτα κάτω από τα άστρα.........
By treir own feeling hallowed and United,
Treir priest was Solitude, and they were wed:
And they were happy-for to the Young eyes
Each was an angel, and earth Paridise. (St. 204)
Με τα δικά τους συναισθήματα, άγιασαν και ενώθηκαν
ιερέας τους ήταν η Μοναξιά και παντρεύτηκαν
και ήταν ευτυχισμένοι - γιατί στα δικά τους νεανικά μάτια
Κάθε ένα ήταν ένας άγγελος και η γη Παράδεισος. ( στίχος 204 )
CCXV.
The liver is the lazaret of bile,
Like Earthquakes from the hidden fire called "central."
But very rarely executes its function,
For the first passion stays there such a while,
That all the rest creep in and form a junction,
Like knots of vipers on a dunghill's soil—
Rage, fear, hate, jealousy, revenge, compunction—
So that all mischiefs spring up from this entrail,Like Earthquakes from the hidden fire called "central."
CCXVI.
In the mean time, without proceeding more
Each canto of the twelve, or twenty-four;
For them and theirs with all who deign to read.
In this anatomy, I've finished now
Two hundred and odd stanzas as before,That being about the number I'll allowEach canto of the twelve, or twenty-four;
And, laying down my pen, I make my bow,
Leaving Don Juan and Haidée to pleadFor them and theirs with all who deign to read.
Τρίτη Ωδή ( Canto III )
Η τρίτη ωδή αρχίζει στο πρωτότυπο με την παρακάτω στροφή.
CANTO THE THIRD.
I.
Hail, Muse! et cetera.—We left Juan sleeping,
And turned her pure heart's purest blood to tears!
Pillowed upon a fair and happy breast,
And watched by eyes that never yet knew weeping,
And loved by a young heart, too deeply blest
To feel the poison through her spirit creeping,
Or know who rested there, a foe to rest,
Had soiled the current of her sinless years,And turned her pure heart's purest blood to tears!
Μετά από αρκετές στροφές πάνω στο αντικείμενο του έρωτα, όπου και καταλήγει ότι ο έρωτας και ο γάμος είναι αταίριαστος.
Ο Μπάϋρον γυρνάει στον Ζουάν και την Χάϊντι. Η μακρόχρονη απουσία του πατέρα της την έκανε περισσότερο αλόγιστη. Τελειώνοντας όλες τις δουλειές του, ο Λάμπρος επιστρέφει στο λιμάνι στο νησί του, που βρίσκεται στο αντίθετο άκρο από εκεί όπου είναι το σπίτι του. Όταν έφθασε στην κορυφή ενός λόφου από όπου μπορούσε να δει το σπίτι του, παραξενεύτηκε αλλά και ενοχλήθηκε ότον είδε το προσωπικό του, αντί να δουλεύει, να τεμπελιάζει, να χορεύει και να εορτάζει και επισκέπτες να διασκεδάζουν. Έχοντας χάσει την επαφή του με το σπίτι του αρκετό καιρό, δεν ΄ήξερε ότι έφθασε μια φήμη στο νησί του για τον θάνατο του και τον πένθησαν αρκετό καιρό. Η περίοδος του πένθους πέρασε και η Χάϊντι και ο Ζουάν μετακόμισαν στο σπίτι σαν αντρόγυνο, και διασκέδαζαν σπάταλα. Ο πρώτος φόβος που μπήκε στο μυαλό του ξεροκέφαλου Λάμπρου του οποίου η σκλαβιά της χώρας του τον είχε κάνει να μισεί όλους τους ανθρώπους και για τον οποίο η Χάϊντι αποτελούσε το μόνο του δεσμό με την ανθρωπιά και η οποία τον πρόδωσε. Μπήκε στο σπίτι του αθέατος από μια κρυφή πόρτα και εκεί στο καθιστικό κάθονταν ο Ζουάν και η Χάϊντι περιτριγυρισμένοι από σκλάβους διασκέδαζαν μέσα στην χλιδή και στα πανάκριβα φαγητά. Η Χάϊντι ήταν ντυμένη σαν πριγκίπισσα και ακτινοβολούσε ομορφιά. Ο Ζουάν ήταν επίσης ντυμένος με μεγαλοπρέπεια.Την στιγμή που διασκέδαζαν με ένα ονομαστό ποιητή, που έγραφε στίχους για κάθε περίσταση και πληρώνονταν για αυτό. Το τραγούδι που έγραψε για την Χάϊντι και τον Ζουάν ήταν ένας θρήνος για την παρούσα κατάσταση της Ελλάδας, με την κατοχή της Τουρκίας και την απουσία ενός πατριωτικού ζήλου, το ονομαστό "Τα νησιά της Ελλάδας".
Όταν το τραγούδι τελείωσε, ο Μπάϋρον παρεκκλίνει στο θέμα της ευρείας και αιώνιας επιρροής του ποιητικού λόγου που μπορεί να έχει και στην πρόσκαιρη φύση της ανθρώπινης φήμης. Μεγάλες πράξεις οφείλονται περισσότερο στους ιστορικούς παρά στην ψευδαίσθηση που ονομάζεται δόξα και ο βιογράφος μπορεί να καταγράψει πράξεις που λίγο επιδρούν στην δόξα από εκείνες που η ζωή καταγράφει. Στο σημείο αυτό ο Μπάϋρον αφιερώνει τρείς στροφές για να επικρίνει τους William Wordsworth, Robert Southey Samuel και Taylor Coleridge, οι οποίοι εγκατέλειψαν τον πρόσφατο φιλελευθερισμό τους για τον συντηρητισμό . Ο Μπάϋρον γυρίζει τώρα στην ιστορία του, μόνο για να πει ότι ο Ζουάν και η Χάϊντι τελείωσαν το δείπνο τους και να υμνήσει την ομορφιά του λυκόφωτος που διεγείρει σε αυτόν ένα πνεύμα αφοσίωσης. Ο βωμός του, λέει, είναι η γη, ο ωκεανός, τα αστέρια , ο αέρας. Με ένα παιάνα στο θέλγητρο του λυκόφωτος ο Μπάϋρον τελειώνει την τρίτη ωδή.
Τα νησιά της Ελλάδας αναφέρονται παρακάτω στο πρωτότυπο.
1.
The Isles of Greece, the Isles of Greece!
But all, except their Sun, is set.
Where burning Sappho loved and sung,
Where grew the arts of War and Peace,
Where Delos rose, and Phoebus sprung!
Eternal summer gilds them yet,But all, except their Sun, is set.
2.
The Scian and the Teian muse,
Than your Sires' "Islands of the Blest."
The Hero's harp, the Lover's lute,
Have found the fame your shores refuse:
Their place of birth alone is mute
To sounds which echo further westThan your Sires' "Islands of the Blest."
3.
The mountains look on Marathon—
I could not deem myself a slave.
And Marathon looks on the sea;
And musing there an hour alone,
I dreamed that Greece might still be free;
For standing on the Persians' grave,I could not deem myself a slave.
4.
A King sate on the rocky brow
And, when the Sun set, where were they?
Which looks o'er sea-born Salamis;
And ships, by thousands, lay below,
And men in nations;—all were his!
He counted them at break of day—And, when the Sun set, where were they?
5.
And where are they? and where art thou,
Degenerate into hands like mine?
My Country? On thy voiceless shore
The heroic lay is tuneless now—
The heroic bosom beats no more!
And must thy Lyre, so long divine,Degenerate into hands like mine?
6.
'T is something, in the dearth of Fame,
For Greeks a blush—for Greece a tear.
Though linked among a fettered race,
To feel at least a patriot's shame,
Even as I sing, suffuse my face;
For what is left the poet here?For Greeks a blush—for Greece a tear.
7.
Must we but weep o'er days more blest?
To make a new Thermopylæ!
Must we but blush?—Our fathers bled.
Earth! render back from out thy breast
A remnant of our Spartan dead!
Of the three hundred grant but three,To make a new Thermopylæ!
8.
What, silent still? and silent all?
'T is but the living who are dumb.
Ah! no;—the voices of the dead
Sound like a distant torrent's fall,
And answer, "Let one living head,
But one arise,—we come, we come!"'T is but the living who are dumb.
9.
In vain—in vain: strike other chords;
How answers each bold Bacchanal!
Fill high the cup with Samian wine!
Leave battles to the Turkish hordes,
And shed the blood of Scio's vine!
Hark! rising to the ignoble call—How answers each bold Bacchanal!
10.
You have the Pyrrhic dance as yet,
Think ye he meant them for a slave?
Where is the Pyrrhic phalanx gone?
Of two such lessons, why forget
The nobler and the manlier one?
You have the letters Cadmus gave—Think ye he meant them for a slave?
11.
Fill high the bowl with Samian wine!
Were still, at least, our countrymen.
We will not think of themes like these!
It made Anacreon's song divine:
He served—but served Polycrates—
A Tyrant; but our masters thenWere still, at least, our countrymen.
12.
The Tyrant of the Chersonese
Such chains as his were sure to bind.
Was Freedom's best and bravest friend;
That tyrant was Miltiades!
Oh! that the present hour would lend
Another despot of the kind!Such chains as his were sure to bind.
13.
Fill high the bowl with Samian wine!
The Heracleidan blood might own.
On Suli's rock, and Parga's shore,
Exists the remnant of a line
Such as the Doric mothers bore;
And there, perhaps, some seed is sown,The Heracleidan blood might own.
14.
Trust not for freedom to the Franks—
Would break your shield, however broad.
They have a king who buys and sells;
In native swords, and native ranks,
The only hope of courage dwells;
But Turkish force, and Latin fraud,Would break your shield, however broad.
15.
Fill high the bowl with Samian wine!
To think such breasts must suckle slaves.
Our virgins dance beneath the shade—
I see their glorious black eyes shine;
But gazing on each glowing maid,
My own the burning tear-drop laves,To think such breasts must suckle slaves.
16.
Place me on Sunium's marbled steep,
Dash down yon cup of Samian wine!
Οι δυο τελευταίες στροφές της ωδής ακολουθούν στο πρωτότυπο.
Where nothing, save the waves and I,
May hear our mutual murmurs sweep;
There, swan-like, let me sing and die:
A land of slaves shall ne'er be mine—Dash down yon cup of Samian wine!
Οι δυο τελευταίες στροφές της ωδής ακολουθούν στο πρωτότυπο.
CX.
But I'm digressing; what on earth has Nero,
To dub the last of honours in degrees).
Or any such like sovereign buffoons,
To do with the transactions of my hero,
More than such madmen's fellow man—the moon's?
Sure my invention must be down at zero,
And I grown one of many "Wooden Spoons"
Of verse, (the name with which we Cantabs pleaseTo dub the last of honours in degrees).
CXI.
I feel this tediousness will never do—
Τετάρτη Ωδή ( Canto IV )
Η τετάρτη ωδή αρχίζει στο πρωτότυπο με την παρακάτω στροφή
CANTO THE FOURTH.
I.
T' is being too epic, and I must cut down
(In copying) this long canto into two;
They'll never find it out, unless I own
The fact, excepting some experienced few;
And then as an improvement 't will be shown:
I'll prove that such the opinion of the critic isΤετάρτη Ωδή ( Canto IV )
Η τετάρτη ωδή αρχίζει στο πρωτότυπο με την παρακάτω στροφή
CANTO THE FOURTH.
I.
Nothing so difficult as a beginning
Till our own weakness shows us what we are.
Μετά 7 στροφές στις οποίες παραπονιέται για την δυσκολία να αρχίσεις ένα ξεκίνημα στη ποίηση, ομολογεί ότι η φαντασία του εξασθένησε, ότι η πικρή αλήθεια άλλαξε ότι ήταν κάποτε ρομαντικό σε
ερωτική κωμωδία του καμπαρέ ("και αν κοροϊδεύω κάθε θνητό αντικείμενο/ είναι ίσως γιατί δεν θρηνώ---στίχος 4). Αποδέχεται ότι μερικοί τον έχουν κατηγορήσει για σχεδιασμό εναντίον " στις ηθικές αξίες και στο ήθος της χώρας", και δηλώνει ότι η μοναδική του πρόθεση είναι να είναι ευτυχισμένος. Ο Μπάϋρον ξανασυστήνει την Χάϊντι και τον Ζουάν. Δεν θέλει να γεράσουν, αλλά τους θέλει να πεθάνουν ευτυχισμένοι την εποχή της Άνοιξης. Όποιον οι Θεοί αγαπούν, πεθαίνει νέος. Σκέφτονται όχι χρόνους καταστροφής, ανακαλύπτουν σφάλματα μόνο στο τρόπο που απομακρύνονται από αυτούς. Η ύπαρξη τους είναι τέλεια. Είναι σαν παιδιά, ή όπως μια νύμφη και ο εραστής της και δεν νοιάζονται να καλύψουν μια θέση σε ένα πραγματικό κόσμο.
Αυτό το ιδιαίτερο απόγευμα ένα ρίγος τους διαπερνάει, δεν γνωρίζουν το γιατί, και ένα δάκρυ διακρίνεται στα μάτια της Χάϊντι, αλλά διώχνει το σημάδι με ένα φιλί όταν την ρωτάει ο Ζουάν. Αργότερα, όταν παίρνουν τον απογευματινό τους ύπνο, η Χάϊντι ονειρεύεται ότι είναι αλυσοδεμένη σε ένα βράχο. Τότε στο όνειρο της απελευθερώνεται και αρχίζει να ακολουθεί κάτι σε ένα φύλλο χαρτί που συνεχίζει να ξεγλιστράει. Το όνειρο της αλλάζει. Είναι σε μια σπηλιά και στα πόδια της ακουμπάει άψυχος ο Ζουάν. Καθώς κυττάζει, φαντάζεται τα χαρακτηριστικά του να μετασχηματίζονται σε αυτά του πατέρα της. Ξυπνάει με ταραχή και βλέπει τον πατέρα της να έχει στηλώσει τα μάτια του σε αυτήν και τον Ζουάν. Κραυγάζοντας, σηκώνεται και λιποθυμάει. Ο Ζουάν πετάγεται επάνω με την κραυγή της και ξεκρεμάει το σπαθί του από τον τοίχο. Ο Λάμπρος τώρα μιλάει για πρώτη φορά, απαιτώντας περιφρονητικά από τον Ζουάν να αφήσει το σπαθί του, γιατί με μια κουβέντα του θα μπορούσε να μαζέψει χιλιάδες συντρόφους του. Η Χάϊντι ικετεύει τον πατέρα της να λυπηθεί τον Ζουάν. Ακόμη μια φορά ο Λάμπρος διατάζει τον Ζουάν να πετάξει το σπαθί του. Όταν ο Ζουάν αρνείται, ο Λάμπρος τραβάει το πιστόλι του και του ρίχνει. Τότε η Χάϊντι πέφτει μπροστα από τον Ζουάν και ικετεύει τον πατέρα της να πυροβολήσει πρώτα εκείνη. Ο πατέρας της βάζει το πιστόλι στη θήκη του και σφυρίζει δυνατά. Αμέσως φάνηκαν καμμιά εικοσαριά άνδρες. Με μια γρήγορη κίνηση ο Λάμπρος άρπαξε την κόρη του και την πέταξε μακριά από τον Ζουάν. "Συλλάβατε ή σκοτώστε τον Φράγκο" διέταξε τους άνδρες του. Οι πειρατές επιτέθηκαν και παρά την σθεναρή αντίσταση του Ζουάν, τραυμάτισε δυο από αυτούς, τον έριξαν στο χώμα, αιμορραγώντας στο χέρι και στο κεφάλι. Τότε ο Λάμπρος διέταξε τους άνδρες του να μεταφέρουν τον Ζουάν σε ένα από τα πλοία του. Όταν είδε τον Ζουάν αιμόφυρτο στο χώμα, η Χάϊντι κατέρρευσε στα χέρια του πατέρα της και αίμα κυλούσε από το στόμα της από μια φλέβα που έσπασε. Για αρκετές μέρες βρίσκονταν σε κώμα. Όταν τελικά βρήκε ξανά τις αισθήσεις της, δεν αναγνώριζε κανέναν. Οι ακόλουθοι της προσπαθούσαν να την επαναφέρουν με απαλή μουσική. Η μουσική πέτυχε να την κάνει να οδύρεται. Σηκώθηκε και αντιμετώπιζε τον καθένα που έβλεπε σαν εχθρό. Για δώδεκα μέρες αρνιόνταν να ντυθεί, να φάει και να προσαρμοσθεί στο περιβάλλον της. Την δωδεκάτη μέρα πέθανε και με αυτή πέθανε και το αγέννητο παιδί του Ζουάν, " ένα τρυφερό και αναμάρτητο παιδί της αμαρτίας". Όταν ο Ζουάν συνήλθε, είδε πως βρίσκονταν βαθιά στο πέλαγος και σκλάβος. Μαζί του είναι μερικοί συνάδελφοι του αιχμάλωτοι, μέλη μιας ιταλικής όπερας που στο δρόμο τους προς την Σικελία πουλήθηκαν σαν σκλάβοι από τον ιμπρεσσάριο τους. Ο Ζούαν έμαθε ότι αυτός και οι πρόσφατοι φίλοι του προωρίζονταν για το σκλαβοπάζαρο της Κωνσταντινούπολης.
Ο Μπάϋρον τελειώνει την ωδή του με την μοχθηρή περιγραφή των άλλων μελών της ομάδας, μερικοί με μεγάλη φήμη, μια έκκληση στις κυρίες αναγνώστες του να μην τον εγκαταλείψουν και μια σύντομη περιγραφή της δημοπρασίας των σκλάβων.
Ακολουθούν οι 2 τελευταίες στροφές της Τετάρτης ωδής στο πρωτότυπο.
In poesy, unless perhaps the end;
For oftentimes when Pegasus seems winning
The race, he sprains a wing, and down we tend,
Like Lucifer when hurled from Heaven for sinning;
Our sin the same, and hard as his to mend,
Being Pride, which leads the mind to soar too far,Till our own weakness shows us what we are.
Μετά 7 στροφές στις οποίες παραπονιέται για την δυσκολία να αρχίσεις ένα ξεκίνημα στη ποίηση, ομολογεί ότι η φαντασία του εξασθένησε, ότι η πικρή αλήθεια άλλαξε ότι ήταν κάποτε ρομαντικό σε
ερωτική κωμωδία του καμπαρέ ("και αν κοροϊδεύω κάθε θνητό αντικείμενο/ είναι ίσως γιατί δεν θρηνώ---στίχος 4). Αποδέχεται ότι μερικοί τον έχουν κατηγορήσει για σχεδιασμό εναντίον " στις ηθικές αξίες και στο ήθος της χώρας", και δηλώνει ότι η μοναδική του πρόθεση είναι να είναι ευτυχισμένος. Ο Μπάϋρον ξανασυστήνει την Χάϊντι και τον Ζουάν. Δεν θέλει να γεράσουν, αλλά τους θέλει να πεθάνουν ευτυχισμένοι την εποχή της Άνοιξης. Όποιον οι Θεοί αγαπούν, πεθαίνει νέος. Σκέφτονται όχι χρόνους καταστροφής, ανακαλύπτουν σφάλματα μόνο στο τρόπο που απομακρύνονται από αυτούς. Η ύπαρξη τους είναι τέλεια. Είναι σαν παιδιά, ή όπως μια νύμφη και ο εραστής της και δεν νοιάζονται να καλύψουν μια θέση σε ένα πραγματικό κόσμο.
Αυτό το ιδιαίτερο απόγευμα ένα ρίγος τους διαπερνάει, δεν γνωρίζουν το γιατί, και ένα δάκρυ διακρίνεται στα μάτια της Χάϊντι, αλλά διώχνει το σημάδι με ένα φιλί όταν την ρωτάει ο Ζουάν. Αργότερα, όταν παίρνουν τον απογευματινό τους ύπνο, η Χάϊντι ονειρεύεται ότι είναι αλυσοδεμένη σε ένα βράχο. Τότε στο όνειρο της απελευθερώνεται και αρχίζει να ακολουθεί κάτι σε ένα φύλλο χαρτί που συνεχίζει να ξεγλιστράει. Το όνειρο της αλλάζει. Είναι σε μια σπηλιά και στα πόδια της ακουμπάει άψυχος ο Ζουάν. Καθώς κυττάζει, φαντάζεται τα χαρακτηριστικά του να μετασχηματίζονται σε αυτά του πατέρα της. Ξυπνάει με ταραχή και βλέπει τον πατέρα της να έχει στηλώσει τα μάτια του σε αυτήν και τον Ζουάν. Κραυγάζοντας, σηκώνεται και λιποθυμάει. Ο Ζουάν πετάγεται επάνω με την κραυγή της και ξεκρεμάει το σπαθί του από τον τοίχο. Ο Λάμπρος τώρα μιλάει για πρώτη φορά, απαιτώντας περιφρονητικά από τον Ζουάν να αφήσει το σπαθί του, γιατί με μια κουβέντα του θα μπορούσε να μαζέψει χιλιάδες συντρόφους του. Η Χάϊντι ικετεύει τον πατέρα της να λυπηθεί τον Ζουάν. Ακόμη μια φορά ο Λάμπρος διατάζει τον Ζουάν να πετάξει το σπαθί του. Όταν ο Ζουάν αρνείται, ο Λάμπρος τραβάει το πιστόλι του και του ρίχνει. Τότε η Χάϊντι πέφτει μπροστα από τον Ζουάν και ικετεύει τον πατέρα της να πυροβολήσει πρώτα εκείνη. Ο πατέρας της βάζει το πιστόλι στη θήκη του και σφυρίζει δυνατά. Αμέσως φάνηκαν καμμιά εικοσαριά άνδρες. Με μια γρήγορη κίνηση ο Λάμπρος άρπαξε την κόρη του και την πέταξε μακριά από τον Ζουάν. "Συλλάβατε ή σκοτώστε τον Φράγκο" διέταξε τους άνδρες του. Οι πειρατές επιτέθηκαν και παρά την σθεναρή αντίσταση του Ζουάν, τραυμάτισε δυο από αυτούς, τον έριξαν στο χώμα, αιμορραγώντας στο χέρι και στο κεφάλι. Τότε ο Λάμπρος διέταξε τους άνδρες του να μεταφέρουν τον Ζουάν σε ένα από τα πλοία του. Όταν είδε τον Ζουάν αιμόφυρτο στο χώμα, η Χάϊντι κατέρρευσε στα χέρια του πατέρα της και αίμα κυλούσε από το στόμα της από μια φλέβα που έσπασε. Για αρκετές μέρες βρίσκονταν σε κώμα. Όταν τελικά βρήκε ξανά τις αισθήσεις της, δεν αναγνώριζε κανέναν. Οι ακόλουθοι της προσπαθούσαν να την επαναφέρουν με απαλή μουσική. Η μουσική πέτυχε να την κάνει να οδύρεται. Σηκώθηκε και αντιμετώπιζε τον καθένα που έβλεπε σαν εχθρό. Για δώδεκα μέρες αρνιόνταν να ντυθεί, να φάει και να προσαρμοσθεί στο περιβάλλον της. Την δωδεκάτη μέρα πέθανε και με αυτή πέθανε και το αγέννητο παιδί του Ζουάν, " ένα τρυφερό και αναμάρτητο παιδί της αμαρτίας". Όταν ο Ζουάν συνήλθε, είδε πως βρίσκονταν βαθιά στο πέλαγος και σκλάβος. Μαζί του είναι μερικοί συνάδελφοι του αιχμάλωτοι, μέλη μιας ιταλικής όπερας που στο δρόμο τους προς την Σικελία πουλήθηκαν σαν σκλάβοι από τον ιμπρεσσάριο τους. Ο Ζούαν έμαθε ότι αυτός και οι πρόσφατοι φίλοι του προωρίζονταν για το σκλαβοπάζαρο της Κωνσταντινούπολης.
Ο Μπάϋρον τελειώνει την ωδή του με την μοχθηρή περιγραφή των άλλων μελών της ομάδας, μερικοί με μεγάλη φήμη, μια έκκληση στις κυρίες αναγνώστες του να μην τον εγκαταλείψουν και μια σύντομη περιγραφή της δημοπρασίας των σκλάβων.
Ακολουθούν οι 2 τελευταίες στροφές της Τετάρτης ωδής στο πρωτότυπο.
CXVI.
But for the destiny of this young troop,
How some were bought by Pachas, some by Jews,
How some to burdens were obliged to stoop,
And others rose to the command of crews
As renegadoes; while in hapless group,
Hoping no very old Vizier might choose,
The females stood, as one by one they picked 'em,
To make a mistress, or fourth wife, or victim:
CXVII.
All this must be reserved for further song;
Also our Hero's lot, howe'er unpleasant
(Because this Canto has become too long),
Must be postponed discreetly for the present;
I'm sensible redundancy is wrong,
But could not for the Muse of me put less in 't:
And now delay the progress of Don Juan,
Till what is called in Ossian the fifth Duan.
Πέμπτη Ωδή ( Canto V )
Η ωδή αρχίζει στο πρωτότυπο με την στροφή,
When amatory poets sing their loves
In liquid lines mellifluously bland,
And pair their rhymes as Venus yokes her doves,
They little think what mischief is in hand;
The greater their success the worse it proves,
As Ovid's verse may give to understand;
Even Petrarch's self, if judged with due severity,
Is the Platonic pimp of all posterity.
Στο σκλαβοπάζαρο της Κωνσταντινούπολης, ο Ζουάν συναντάει τον Τζόνσον, ένα Εγγλέζο ο οποίος είχε υπάρξει μισθοφόρος στο ρωσικό στρατό και είχε τραυματισθεί και αιχμαλωτισθεί από τους Τούρκους.
Ο Τζόνσον μίλησε στον Ζουάν αυθόρμητα για τα βάσανα της γυναίκας του, έτσι όπως θα μπορούσε ο Μπάϋρον να πει σε ανέμελους επισκέπτες για τα δικά του συζυγικά βάσανα. Η πρώτη γυναίκα του Τζόνσον είχε πεθάνει, η δεύτερη γυναίκα τον άφησε και τον είχε εγκαταλείψει και η τρίτη. Ο Ζουάν λέει στον Τζόνσον ότι τα τωρινά του βάσανα συνδέονται με το ότι είναι ερωτευμένος.
Οι δυο τους αγοράσθηκαν από ένα μαύρο ευνούχο ο οποίος τους έφερε με ένα πλοίο σε ένα χαρέμι. Εκεί ο Τζόνσον ντύθηκε σαν Τούρκος ευγενής και ο Ζουάν με γυναικεία αμφίεση.
Ο Ζουάν αρνιέται και ο Μπάμπα, ο ευνούχος, φοβερίζει. Τότε τέσσερεις σκλάβοι οδηγούν έξω τον Τζόνσον για δείπνο, αλλά ο Ζουάν διατάσσετε να ακολουθήσει τον Μπάμπα σε ένα διαμέρισμα στο οποίο μια κυρία ξαπλώνει κάτω από ένα υπόστεγο.
Η κυρία, Γκουλμπεγιάζ, η οποία είναι η 4η γυναίκα του Σουλτάνου, διώχνει τις ακόλουθους της. Ο Μπάμπα λέει στον Ζουάν να φιλήσει το πόδι της Σουλτάνας, αλλά ο Ζουάν αρνείται. Αυτός "δεν θα μπορούσε να υποκλιθεί/ σε οποιοδήποτε υπόδημα, εκτός αν ανήκει στον Πάπα"(στίχος 102). Τότε ο Μπάμπα προτείνει στον Ζουάν να της φιλήσει το χέρι και αυτός ευχάριστα το κάνει. Η Σουλτάνα τώρα διώχνει τον Μπάμπα και συστήνεται στον Ζουάν. "Χριστιανέ, μπορείς να αγαπήσεις?" Τα λόγια της θυμίζουν στον Ζουάν την Χάϊντι και ξεσπάει σε κλάματα.
Ξαφνιασμένη με τα δάκρια του, η Γκουλμπεγιάζ βάζει το χέρι της πάνω του και τον κυττάζει στα μάτια, αλλά δεν βλέπει κανένα σημάδι έρωτα. Τότε πέφτει πάνω στο στήθος του Ζουάν, αλλά ο Ζουάν ευγενικά την αποφεύγει. Της λέει ότι δεν την αγαπάει, επειδή η αγάπη είναι μόνο για τους ελεύθερους. Η αποφυγή του εναγκαλισμού της και τα λόγια του ξαφνιάσανε, ταπεινώσανε και την θυμώσανε και για μια στιγμή θέλησε να τον σκοτώσει, αλλά αντί για αυτό άρχισε να φωνάζει.
Ο Ζουάν που είχε προετοιμασθεί για να πεθάνει, κατάλαβε ότι είχε προσβάλει την ωραία νεαρή σουλτάνα και άρχισε " να τραυλίζει κάποια δικαιολογία".
Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή ο Μπάμπας επιστρέφει για να ανακοινώσει ότι έρχεται ο Σουλτάνος να επισκεφθεί την αγαπημένη του γυναίκα.
Οι ακόλουθες της σουλτάνας έδειξαν κουράγιο, το ίδιο και ο Ζουάν, και ο Σουλτάνος μπαίνει. Ο Σουλτάνος παρατηρεί την νεαρή κυρία να περιμένει και σημειώνει ότι λυπάται πως μια απλή χριστιανή θα μπορούσε να ήταν τόσο χαριτωμένη.
Η φιλοφρόνηση τραβάει όλων τα μάτια στον Ζουάν. " Υπάρχει ένας γενικός ψίθυρος, στριφογυρνάει και κουλουριάζεται" (στίχος 156 ) και η ωδή τελειώνει με μια υπόσχεση από τον Μπάϋρον ότι η έκτη ωδή θα " έχει μια αίσθηση μεγαλείου".
Οι δυο τελευταίες στροφές της πέμπτης ωδής στα Αγγλικά
CLVIII.
Thus in the East they are extremely strict,
And wedlock and a padlock mean the same:
And wedlock and a padlock mean the same:
Excepting only when the former's picked
It ne'er can be replaced in proper frame;
Spoilt, as a pipe of claret is when pricked:
But then their own polygamy's to blame;
Why don't they knead two virtuous souls for life
Into that moral centaur, man and wife?
CLIX.
Thus far our chronicle; and now we pause,
Though not for want of matter; but 't is time,
Though not for want of matter; but 't is time,
According to the ancient epic laws,
To slacken sail, and anchor with our rhyme.
Let this fifth canto meet with due applause,
The sixth shall have a touch of the sublime;
Meanwhile, as Homer sometimes sleeps, perhaps
You'll pardon to my muse a few short naps.