Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2015

" Ντον Ζουάν", περίληψη του ποιήματος του Lord Byron - Τρίτο μέρος ( 11-17 Ωδή ).

Η ενδεκάτη ωδή ( Canto XI )


Η ενδεκάτη ωδή αρχίζει στο πρωτότυπο ως ακολούθως

When Bishop Berkeley said 'there was no matter,'
       And proved it—'t was no matter what he said:
     They say his system 't is in vain to batter,
       Too subtle for the airiest human head;
     And yet who can believe it? I would shatter
       Gladly all matters down to stone or lead,
     Or adamant, to find the world a spirit,
     And wear my head, denying that I wear it.

Ο Ντον Ζουάν βγήκε από το αμάξι του και περπατάει πίσω του, ώστε να έχει μια γενική άποψη του Λονδίνου. Καθώς σκέφτεται τι είδους νομοταγή πόλη είναι το Λονδίνο, ένα στιλέτο αστράφτει στο λαιμό του και μια φωνή κραυγάζει " Τα λεφτά ή τη ζωή σου". Ενστικτωδώς, τράβηξε το πιστόλι του και τραυμάτισε θανάσιμα το κλέφτη. Αυτό ήταν το ξεκίνημα της ζωής του Ζουάν στο Λονδίνο.
Αφού τακτοποιήθηκε και επέδωσε τα διαπιστευτήριά του στα κατάλληλα μέρη, ο Ζουάν έγινε αποδεκτός από την τάξη της κοινωνίας στην οποία ανήκε από τότε που γεννήθηκε. Έγινε αντικείμενο ρομαντικού ενδιαφέροντος σε ανύπαντρες και παντρεμένες νεαρές κυρίες. Οι διανοούμενοι θέλουν να συζητούν λογοτεχνία με αυτόν. Σε μικρές και μεγάλες συναθροίσεις αυτός συναντούσε τους κορυφαίους Άγγλους συγγραφείς του καιρού του. Αφιέρωνε τα πρωϊνά του σε επαγγελματικές υποθέσεις, τα απογευματινά του σε επισκέψεις και γεύματα και τα βραδινά του να πηγαίνει σε δεξιώσεις. Σαν νέος, πλούσιος και ωραίος ευγενής, ο Ζουάν ήταν περιζήτητος.

 
Η ωδή τελειώνει στο πρωτότυπο με τις ακόλουθες 2 στροφές,

Whether he married with the third or fourth
       Offspring of some sage husband-hunting countess,
     Or whether with some virgin of more worth
       (I mean in Fortune's matrimonial bounties)
     He took to regularly peopling Earth,
       Of which your lawful awful wedlock fount is,—
     Or whether he was taken in for damages,
     For being too excursive in his homages,—

     Is yet within the unread events of time.
       Thus far, go forth, thou lay, which I will back
     Against the same given quantity of rhyme,
       For being as much the subject of attack
     As ever yet was any work sublime,
       By those who love to say that white is black.
     So much the better!—I may stand alone,
     But would not change my free thoughts for a throne.


Η δωδεκάτη ωδή ( Canto XII )


Η δωδεκάτη ωδή αρχίζει στο πρωτότυπο ως ακολούθως,

Of all the barbarous middle ages, that
       Which is most barbarous is the middle age
     Of man; it is—I really scarce know what;
       But when we hover between fool and sage,
     And don't know justly what we would be at—
       A period something like a printed page,
     Black letter upon foolscap, while our hair
     Grows grizzled, and we are not what we were;—

Η δωδεκάτη ωδή αρχίζει με 14 στροφές σε διαλογισμό για την δυστυχία της μέσης ηλικίας ( Ο Μπάϋρον είναι τώρα 35 ετών όπως λέει στην στροφή 2) και για την απόλαυση του χρήματος, της οποίας ο Μπάϋρον πλέκει ειρωνικά το εγκώμιο της. Το χρήμα κυβερνάει τον κόσμο, ακόμη και τον έρωτα. Η διαπίστωση αυτή ακολουθείται από ένα κομπασμό για την πρώϊμη επιτυχία του ως συγγραφέας και λογοτεχνικός λέων, από τον οποίο είχε πληρώσει πρόσφατα ποινή, ένα σχόλιο για την εφήμερη φύση της φήμης, και ένας λόγος αστείος για γονιμοποίηση στον οποίο ο Μαλθουσιασμός ( Τόμας Ρόμπερτ ή Μάλθους- 1766/1834 - Βρετανός οικονομολόγος ο οποίος έγραψε την διατριβή " An Essay on the Principle of Population" (1798) υποστηρίζοντας ότι ο πληθυσμός τείνει να αυξάνεται ταχύτερα από την παραγωγή τροφίμων με ένα αναπόφευκτο τραγικό αποτέλεσμα, εκτός εάν η αύξηση του πληθυσμού ελεγχθεί με ηθική αναστολή ή πολέμους, επιδημίες, ασθένειες ),   πάντοτε εναντιωνόντανε.
Στην στροφή 23, γυρνάει στον Ζουάν, τουλάχιστον ονομαστικά, γιατί ασχολείται κυρίως με την σύντροφο του Ζουάν, την Λεϊλά. Οι κληρονόμοι από την πλευρά του Ζουάν αποφάσισαν να φροντίσουν για την εκπαίδευση της μακριά από την επιρροή του Ζουάν και να την βάλουν σε δικιά τους επιλογή. Στο σημείο αυτό ο Μπάϋρον σταματάει και αφιερώνει μερικές διασκεδαστικές στροφές στην νεαρή "τύχη" η οποία μόλις έκανε την εμφάνιση της και το ανακάτωμα που έγινε για αυτή από άλλες θηλυκιές οι οποίες επιθυμούσαν να τακτοποιήσουν ένα ραντεβού για αυτή με ένα από τους συγγενείς τους. Αυτό ακολουθείται από την παραδοχή ότι η κυρία που τον κέρδισε (Μπάϋρον), δεν τα κατάφερε τόσο καλά. Τελικά η λαίδη Pinchbeck διαλέχτηκε από τον Ζουάν ως επιτηρήτρια για την Λεϊλά. Ο συγγραφέας συμφωνεί ότι αυτή είναι μια καλή επιλογή. Γνωρίζει τον κόσμο, είναι πνευματώδης και η υπόληψη της είναι τώρα ασφαλής.

Ηλικιωμένη ήταν - αλλά υπήρξε πολύ νέα
Αγνή ήταν - και υπήρξε, Πιστεύω. ( στίχος 43)

Πάλι ξανά ο Μπάϋρον γυρνάει στον Ζουάν και τότε τον αφήνει να αναπτύξει τους κινδύνους της υψηλής κοινωνίας για ένα ανύπαντρο νεαρό άντρα. Εάν μιλάει 6 φορές με την ίδια ανύπαντρη κυρία, ο αδελφός της θέλει να ξέρει τι προθέσεις έχει και γρήγορα παντρεύεται. Τότε υπάρχουν κίνδυνοι από την τσαχπίνα και από την σύζυγο η οποία απλώς θέλει να είναι φιλική. Αυτές οι φιλίες καταλήγουν σε δίκες στην Αγγλία, στο εξωτερικό οι συνέπειες είναι μικρότερες. Αλλά ο Ζουάν δεν είναι πρωτάρης και επιπλέον έχει κουρασθεί κάπως από τον έρωτα. Και αρχικά δεν εύρισκε τις Αγγλίδες γυναίκες κομψές. Εδώ ο Μπάϋρον σταματάει να αναλύει την Αγγλίδα γυναίκα. Είναι κάπως παγωμένη και αυτό κρύβει την μισή της θηλυκότητα. Γλιστράει στην καρδία και δεν ξεκολλάει εύκολα. Δεν έχει εξωτερική χάρη όπως οι περισσότερες ηπειρωτικές γυναίκες,  δεν είναι μόνο το αυθόρμητο χαμόγελο της, αλλά όταν καταληφθεί από ένα μεγάλο πάθος, είναι πράγματι ένα πολύ σοβαρό θέμα και αν υπάρξει καταστροφή, αποβάλλεται από την κοινωνία και δεν επιτρέπεται να ξαναγυρίσει.

Η ωδή τελειώνει στο πρωτότυπο με τις ακόλουθες 2 στροφές,

And if my thunderbolt not always rattles,
       Remember, reader! you have had before
     The worst of tempests and the best of battles
       That e'er were brew'd from elements or gore,
     Besides the most sublime of—Heaven knows what else:
       An usurer could scarce expect much more—
     But my best canto, save one on astronomy,
     Will turn upon 'political economy.'

     That is your present theme for popularity:
       Now that the public hedge hath scarce a stake,
     It grows an act of patriotic charity,
       To show the people the best way to break.
     My plan (but I, if but for singularity,
       Reserve it) will be very sure to take.
     Meantime, read all the national debt-sinkers,
     And tell me what you think of your great thinkers.


Η δεκάτη τρίτη ωδή ( Canto XIII )


Η δεκάτη τρίτη ωδή αρχίζει στο πρωτότυπο ως ακολούθως,

 I now mean to be serious;—it is time,
       Since laughter now-a-days is deem'd too serious.
     A jest at Vice by Virtue 's call'd a crime,
       And critically held as deleterious:
     Besides, the sad 's a source of the sublime,
       Although when long a little apt to weary us;
     And therefore shall my lay soar high and solemn,
     As an old temple dwindled to a column.

Η 13 ωδή, αν και στερείται της αφήγησης, είναι πλούσια σε καλούς χαρακτηρισμούς και για αυτόν μόνο το λόγο είναι μια από τις καλύτερες ωδές του Ντον Ζουάν.
Μεταξύ των φίλων που απόκτησε ο Ντον Ζουάν είναι ο Λόρδος Ένρυ Αμούντεβιλλ ( Henry Amundeville) και η σύζυγος του Λαίδη Αντελίνα ( Adeline). Η Λαίδη  Αντελίνα είναι αριστοκρατικής καταγωγής, πλούσια με προσωπική περιουσία, και όμορφη. Αυτή είναι

" Η πιο θανατηφόρα ξανθιά που ο Ζουάν γνώρισε ποτέ,
Αν και δεν ήταν άτυχη, ούτε σημαίνει δύσκολη?
Αλλά το Πεπρωμένο και το Πάθος άπλωσαν το δίχτυ
(Η Μοίρα είναι μια καλή δικαιολογία για τις δικές μας επιθυμίες),
και τους έπιασε.....(στίχος 12)"

Αν και ήταν ενάρετη, απολάμβανε μια καλή εκτίμηση και τα πήγαινε καλά με τον άντρα της. Ήταν ευγενική προς όλους, είχε ένα ήρεμο αριστοκρατικό τόνο στην συμπεριφορά της που προκαλούσε γρήγορα ενθουσιασμό. Αλλά δεν ήταν αδιάφορη, σαν ηφαίστειο, έκαιγε μέσα της.
Ο άντρας της, ο Λόρδος Χένρυ, είναι επιφυλακτικός, προσεκτικός,υπερήφανος και διορατικός όταν ήταν να αξιολογήσει ανθρώπους. Είναι ικανός αγορητής στη Βουλή των Λόρδων και πιστεύει για τον εαυτό του ότι είναι επαρκώς ενημερωμένος για την πολιτική. Είναι πατριώτης και συγχρόνως γνωρίζει πως να εξυπηρετήσει τον εαυτό του.
Όπως όλα τα μέλη της αριστοκρατίας, ο Αμουντεσβίλλ έχει ένα μέγαρο στη πόλη και ένα εξοχικό σπίτι. Στο τέλος του χειμώνα, εγκατέλειπε το Λονδίνο για το εξοχικό του οίκημα, το Νόρμαν Άμπεϊ, την "  Γοτθική Βαβυλωνία χιλιάδων χρόνων" (στίχος 50). Το Νόρμαν Άμπεϊ ήταν κάποτε μοναστήρι. Μόνο ένας τοίχος από το παλιό γοτθικό ναό παραμένει. Το Νόρμαν Άμπεϊ βρίσκεται σε μια πεδιάδα, πάνω από την οποία είναι δασωμένοι χαριτωμένοι λόφοι. Υπάρχει μια λίμνη μπροστά από το οίκημα. Στην αυλή υπάρχει ένα γοτθικό συντριβάνι. Εσωτερικά υπάρχουν, " Τεράστιες σάλες, επιμήκης γαλαρίες, ευρύχωρα δωμάτια " (στίχος 67), στα οποία κρέμονται πορταίτα των προγόνων Αμούντεσβιλλ όπως επίσης έργα των Τισιάνου, Ρέμπραντ, Καραβάτσιο και άλλων ονομαστών ζωγράφων.
 Όταν ο Σεπτέμβριος φθάνει ο Αμουντεσβίλλ προσκαλεί να επισκεφθούν το Νόρμαν Άμπεϊ  για την κυνηγητική περίοδο ένα πλήθος φίλων και γνωστών του, μεταξύ αυτών την Κόμισα Κράμπυ, την Λαίδη Σίλλυ, την κυρία Ο'Τάμπυ, το Δούκα του Νταςς, το στρατηγο Φάϊαρφεϊς, τον Σερ Χένρυ Σίλβερκαπ και τον Ντον Ζουάν.
Το γεγονός της ημέρας είναι το δείπνο. Μέχρι τότε οι καλεσμένοι αφήνονται να διώξουν την πλήξη τους με το καλύτερο τρόπο μόνοι τους. Οι νεαροί και μεσόκοποι άντρες ασχολούνται με το κυνήγι και την σκοποβολή και οι μεγαλύτεροι ξοδεύουν το χρόνο τους ξεφυλλίζοντας βιβλία στην βιβλιοθήκη, περπατώντας στους κήπους, διαβάζοντας τις εφημερίδες ή κάνοντας ιππασία. Οι γυναίκες περπατάνε, ιππεύουνε, διαβάζουν, γράφουν γράμματα, τραγουδούν ή δοκιμάζουν τους τελευταίους χορούς .

Η ωδή τελειώνει στο πρωτότυπο με τις ακόλουθες 2 στροφές,

But all was gentle and aristocratic
       In this our party; polish'd, smooth, and cold,
     As Phidian forms cut out of marble Attic.
       There now are no Squire Westerns as of old;
     And our Sophias are not so emphatic,
       But fair as then, or fairer to behold.
     We have no accomplish'd blackguards, like Tom Jones,
     But gentlemen in stays, as stiff as stones.

     They separated at an early hour;
       That is, ere midnight—which is London's noon:
     But in the country ladies seek their bower
       A little earlier than the waning moon.
     Peace to the slumbers of each folded flower—
       May the rose call back its true colour soon!
     Good hours of fair cheeks are the fairest tinters,
     And lower the price of rouge—at least some winters.


Η δεκάτη τετάρτη ωδή ( Canto XIV )


Η δεκάτη τετάρτη ωδή αρχίζει στο πρωτότυπο ως ακολούθως,

 If from great nature's or our own abyss
       Of thought we could but snatch a certainty,
     Perhaps mankind might find the path they miss—
       But then 't would spoil much good philosophy.
     One system eats another up, and this
       Much as old Saturn ate his progeny;
     For when his pious consort gave him stones
     In lieu of sons, of these he made no bones.

Η 14 ωδή αρχίζει με μερικά "εκδοτικά" από την πλευρά του Μπάϋρον. Ο άνθρωπος δεν έχει βεβαιότητες στη ζωή, ένα γεγονός που αποδεικνύεται από την γρήγορη εξάπλωση των φιλοσοφικών συστημάτων, τα οποία  αντικρούουν το ένα το άλλο. Αλλά τι είναι ο σκοπός αυτών των σκεπτικιστικών υποθέσεων, ακούει ο αναγνώστης, ρώτα τον. Η μόνη δικαιολογία του είναι, αυτός απαντάει, είναι ο δρόμος του. Γράφει ποίηση με την μορφή ενός θεατρικού έργου. Η αφήγηση αυτού του ποιήματος, λέει, είναι πράγματι σαν μια αρπακτική συσκευή. Ικανοποιείται όταν δημοσιεύεται κάτι για αυτόν, είναι ένα είδος  τζόγου. Υπάρχει ευχαρίστηση περιμένοντας να δει εάν το έργο πρόκειται να επιτύχει ή όχι. Επί πλέον, ο Μπάϋρον λέει, ότι δημοσιεύει είναι ωφέλεια στην κοινωνία, γιατί ασχολείται με γεγονότα, και όχι με φαντασία. Είναι ένα ξεδίπλωμα της υποκρισίας, πληκτικότητας, και ανίας της υψηλής κοινωνίας. Παρακολουθώντας αυτές τις στροφές είναι μια συλλογή γυναικών, από τις οποίες πολλές, στη καλύτερη περίπτωση, ο Μπάϋρον διαβεβαιώνει, είναι δυστυχισμένες.
Με την 31 στροφή ο Μπάϋρον προχωράει με την αφήγηση του. Ο Ζουάν στο νέο του περιβάλλον είναι ένας πολύ ευέλικτος νεαρός και τα πάει καλά με όλα τα είδη των ανθρώπων.

" Γεννημένος με αυτή την ευτυχισμένη ψυχή, η οποία σπάνια ξεθωριάζει
και ανακατεύεται σεμνά σε πλεκτάνες ή αθλήματα" (στίχος 31)

Στο κυνήγι της αλεπούς δείχνει μια φυσική εμπειρία και οδηγεί τον εαυτό του με τέτοιο τρόπο ώστε να κερδίσει το θαυμασμό όλων. Στην συζήτηση παραμένει σε ετοιμότητα, είναι ένας θαυμάσιος συζητητής και καλός ακροατής. Αποφεύγει επιχειρήματα και χιούμορ την συντροφιά της οποίας είναι μέλος :

" Πότε σοβαρός, πότε εύθυμος, αλλά ποτέ πληκτικός ή αυθάδης
και χαμογελάει στα κρυφά - πανούργος αχρείος. (στίχος 37)
Είναι ένας θαυμάσιος χορευτής, δεν υπάρχει φαινόμενο που γενικά αυτός το επιλέγει
Ένας ολοκληρωμένος Έρωτας, πάρα πολύ θαυμαζόμενος
λίγο κακομαθημένος, αλλά με κανένα τρόπο τόσο πολύ,
τουλάχιστον κρατάει την ματαιοδοξία του σε σύνταξη." (στίχος 41)

Οι γυναίκες στην συντροφιά δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για αυτόν. Μια από αυτές είναι η Δούκισσα  Φιτζ-Φούλκε, .....μια λεπτή και κάπως ολόξανθη.

" Επιθυμητή, ξεχωριστή, εορταστική
για αρκετούς χειμώνες στο επιβλητικό, grand Monde " (στίχος 42)

όπου είχε υπάρξει πρωταγωνίστρια αριθμού εκμεταλλεύσεων τις οποίες ο αφηγητής θα μπορούσε να σας πει, αλλά δεν θέλει. Προς το παρόν, έχει ένα θαυμαστή τον Λόρδο Ωγκούστους Φιτζ-Πλαντάγκενετ. Ο σύζυγός της δεν βρίσκεται στην συντροφιά, πράγματι, αυτή και ο δούκας συναναστρέφονται έξω από κάθε κανόνα.

"Αυτοί ήταν οι καλύτεροι της συντροφιάς, πέρα από κάθε αμφιβολία,
Τους οποίους ποτέ δεν συναντά, και ως εκ τούτου δεν μπορεί να πέσει έξω." (στίχος 45)

Ενοχλεί την καλή φίλη της Λαίδη Αντελίνα πάρα πολύ να βλέπει την Δούκισσα να δείχνει τόσο μεγάλο ενδιαφέρον για τον Ντον Ζουάν, ή ως ο Μπάϋρον το θέτει " Να δει της φίλης της την ευπάθεια ή ευπλαστότητα"  Ενοχλείται επίσης προς χάριν του Ζουάν, λέει ο Μπάϋρον ειρωνικά, η απειρία του την οδηγεί σε οίκτο    . Είναι αυτή 40 ημέρες μεγαλύτερη από αυτόν, και οι δυο είναι 21 ετών.
Η Λαίδη Αντελίνα ως εκ τούτου αποφασίζει να πάρει όσα μέτρα θεωρεί απαραίτητα. Δεν ενδιαφέρεται εάν προκαλέσει προβλήματα στον Δούκα, φοβάται ότι η Δούκισσα θα πετύχει και θα προκαλέσει καυγά με τον Λόρδο Φιτζ-Πλανταγκένετ, ο οποίος είναι ενήμερος για όσα συμβαίνουν. Έτσι η Λαίδη Αντελίνα συνεννοείται με τον άντρα της, αλλά οι συμβουλές του δεν είναι πολύ χρήσιμες. Ποτέ του δεν υπεισέρχεται στις υποθέσεις οποιαδήποτε, εκτός από τον βασιλιά, ποτέ δεν κρίνει από την εμφάνιση, ο Ζουάν δεν είναι ανόητος και σπάνια έρχεται καλό από καλές συμβουλές. 
Συμβουλεύει την γυναίκα του να αφήσει τις παρέες. Έχοντας πει αυτό, πάει στο γραφείο του - είναι μέλος του Privy Council - και καθώς φεύγει ήρεμα φιλάει την γυναίκα του " σαν μια νεαρή γυναίκα παρά σαν μια ηλικιωμένη αδελφή" (στίχος 69). Ο Λόρδος Χένρυ είναι " ένας ψυχρός, καλός, έντιμος άντρας" ο οποίος, ο Μπάϋρον λέει, στερείται ψυχής ή ένα απεριόριστο je ne sais quoi.
Όσο για την Αντελίνα, ανήκοντας στην υψηλή κοινωνία, δεν έχει πολλά να κάνει. " Η καρδιά της είναι άδεια, αν και είναι ένα θαυμάσιο ενδιαίτημα " ( στίχος 85). Αγαπάει τον Λόρδο Χένρυ φυσικά, αν και αυτή η αγάπη της κόστισε μια προσπάθεια, τουλάχιστον νομίζει ότι τον αγαπάει. Υπάρχει σημαντική διαφορά ταπεραμέντου μεταξύ τους. Η Αντελίνα δεν εντυπωσιάζεται εύκολα, αλλά εάν προσκολληθεί σε κάποιο αντικείμενο, θα το πάρει μαζί της . 
Ο Μπάυρον υποδεικνύει ότι το αντικείμενο μπορεί να είναι ο Ντον Ζουάν. " Δεν γνωρίζει ούτε την δικιά της καρδιά" (στίχος 91) και ποτέ δεν σκέφτηκε ότι μπορεί να είναι ερωτευμένη. Αλλά ο Μπάϋρον δεν θέλει ο αναγνώστης να κάνει βιαστικές εκτιμήσεις και τον προειδοποιεί να μη το πάρει ως δεδομένο ότι θα υπάρξει μια σχέση μεταξύ του Ζουάν και της Αντελίνα. Είναι αμφίβολο εάν ο Μπάϋρον σχεδίαζε πολύ προσεκτικά την υπόθεση σχεδιάζοντας τον Ντον Ζουάν, φαίνεται ότι μάλλον βασίσθηκε στην έμπνευση της στιγμής.
Στην 13 ωδή, στη 12 στροφή, υπόσχεται στον αναγνώστη ότι θα υπάρξει μια σχέση μεταξύ του Ζουάν και της Αντελίνας. Αργότερα, φαίνεται ότι άλλαξε γνώμη, και στην14 ωδή, στροφή 99, προειδοποιεί τον αναγνώστη να μην θεωρήσει ότι θα υπάρξει σχέση μεταξύ των δυο.

Πάνω από όλα, καλώ όλους τους άντρες να υπομείνουν
προσδοκώντας κάτι για την υπόθεση,
θα κάνουν όμως μόνο λάθη για το σωστό
και ο Ζουάν, επίσης, ιδιαίτερα στο τελευταίο.
Και θα αποκτήσω μια ποιο μεγάλη υπεροχή
που είχα μέχρι τώρα, σε αυτή την επική σάτιρα
Δεν είναι καθαρό πώς η Αντελίνα και ο Ζουάν
θα ερωτευθούν, αλλά αν το κάνουν, θα είναι η καταστροφή τους.

 Η ωδή τελειώνει στο πρωτότυπο με τις ακόλουθες 2 στροφές,

'T is strange,—but true; for truth is always strange;
       Stranger than fiction; if it could be told,
     How much would novels gain by the exchange!
       How differently the world would men behold!
     How oft would vice and virtue places change!
       The new world would be nothing to the old,
     If some Columbus of the moral seas
     Would show mankind their souls' antipodes.

     What 'antres vast and deserts idle' then
       Would be discover'd in the human soul!
     What icebergs in the hearts of mighty men,
       With self-love in the centre as their pole!
     What Anthropophagi are nine of ten
       Of those who hold the kingdoms in control
     Were things but only call'd by their right name,
     Caesar himself would be ashamed of fame.



Η δεκάτη πέμπτη ωδή ( Canto XV )


Η δεκάτη πέμπτη ωδή αρχίζει στο πρωτότυπο ως ακολούθως,

Ah!—What should follow slips from my reflection;
       Whatever follows ne'ertheless may be
     As à propos of hope or retrospection,
       As though the lurking thought had follow'd free.
     All present life is but an interjection,
       An 'Oh!' or 'Ah!' of joy or misery,
     Or a 'Ha! ha!' or 'Bah!'—a yawn, or 'Pooh!'
     Of which perhaps the latter is most true.

Μετά από πέντε στροφές με την κακή γνώμη του συγγραφέα για την ζωή, ο Μπάϋρον παρέχει μερικά ακόμη χαρακτηριστικά του Ντον Ζουάν, ή τουλάχιστον ενδυναμώνει ότι μέχρι τώρα είχε παράσχει. Ο τρόπος του Ζουάν είναι φυσιολογικός, δεν επιχειρεί να εντυπωσιάσει. Δεν υπάρχει τίποτα προμελετημένο ή προσποιητό στη στάση του. Είναι χωρίς προσποίηση και η συμπεριφορά του είναι ειλικρινής. Υπάρχει ευγένεια σε αυτόν που προσελκύει και αυτό διώχνει την υποψία.
Υπάρχει ακόμη μια ψυχρότητα σε αυτόν. Είναι ήρεμος, επιτυχημένος, ευχάριστος, ήσυχος, παρατηρητικός και εμπιστευτικός. Αυτή είναι η προσωπικότητα και ο χαρακτήρας του Ντον Ζουάν στην ηλικία των 21 έτων. Είναι προφανής ένας κίνδυνος στην συνετή Λαίδη Αντελίνα, η οποία δεν μπορεί να σπαταλήσει μια ματιά για ένα γλυκοκοιταγμένο ωραίο δανδή ή εξεζητημένο αποπλανητή. Η παρουσία της αρετής στον Ντον Ζουάν είναι ο κύριος εχθρός της, αυτή είναι " όχι αυστηρός κριτής του χαρακτήρα", και είναι επιρρεπής να μεταφέρει ότι είναι καλό στο δικό της χαρακτήρα σε ένα πρόσωπο που την ελκύει.

" Αυτό είναι έτσι που το Καλό φιλικά θα πλανηθεί
Και βολεύω την Σοφία καθώς συχνά φαίνεται."

Μετά τον χαρακτηρισμό του Ντον Ζουάν, ο Μπάϋρον σταματάει να απολογείται για το τι κάνει. Εξομολογείται ότι δεν έχει υψηλή επιδίωξη ή τέχνη.

"Και ποτέ δεν καταπονούμε να στιχουργώ, ταρακουνώ ακριβώς όπως μιλάω
με τον καθένα είτε στην ιππασία είτε περπατώντας" (στίχος 19)

Ισχυρίζεται τουλάχιστον...........μια ευκολία στην συνομιλία,

η οποία μπορεί να ολοκληρώσει σε μια ώρα ένα χρόνο (στίχος 20).

Αλλά όμως έχει την υπερηφάνεια και την ανεξαρτησία του, δεν φλερτάρει με τις κριτικές και έτσι γράφει όπως θέλει. Εάν ήθελε να τους ευχαριστήσει, θα έπρεπε να είναι περισσότερο αστείος. Αλλά γεννήθηκε για αντιθέσεις, δεν μπορεί να πάει προς το μέρος του ηττημένου και δεν θα μπορούσε να είχε γράψει ποίηση καθόλου εάν κάποιος (Ο Henry Brougham σε κριτική του, συνιστά να σταματήσει να ασχολείται με την ποίηση) δεν του έλεγε να μην γράφει στίχους. Έχει επίσης ένα δύσκολο έργο, δηλαδή, να προσδώσει μια φυσική εικόνα στους τρόπους που είναι προσποιητοί.
Έχοντας εξηγήσει τον ποιητικό του τρόπο και το έργο, ο Μπάϋρον επιστρέφει στην Αντελίνα, αλλά γρήγορα καταλαβαίνει ότι θα πρέπει να γενικεύσει επάνω στις λεπτομέρειες, η Αντελίνα αποφάσισε ότι, εάν η ψυχή του  Ζουάν πρόκειται να σωθεί, θα πρέπει να παντρευτεί. Η αφορμή αυτή έδωσε αρκετά ειρωνικά σχόλια πάνω στο προξενιό και ειρωνείες για τους παντρεμένους. Η Αντελίνα υποδεικνύει αρκετά καλά προξενιά, μεταξύ των οποίων και της δεσποινίδας Μίλλποντ ( Millpond), " ήρεμη σαν καλοκαιρινή θάλασσα", μια προφανής σαρκαστική αναφορά στην δεσποινίδα Μιλμπάνκε ( Milbanke) η οποία έγινε Λαίδη Μπάϋρον.
Μια καλή προοπτική που η Αντελίνα δεν αναφέρει, ένα γεγονός που είναι γρίφος για  τον Ντον Ζουάν, είναι η δεκαεξάχρονη Ορόρα Ράμπυ ( Aurora Raby). Είναι καθολική, ορφανή, πλούσια, ευγενής, ευλαβής και ενάρετος. Ο Μπάϋρον την αντιπαραθέτει με την Χάϋντυ (Haidee), αντικείμενο της φύσης μάλλον παρά της κοινωνίας.

...........η διαφορά με αυτούς
ήταν τέτοια όπως είναι μεταξύ ενός λουλουδιού και ενός κοσμήματος.( στίχος 58)

Αυτή είναι ένα τέλειο δημιούργημα σε μια γενικά διεφθαρμένη κοινωνία. Έγινε ότι είναι παρά την ύπαρξη αυτής της κοινωνίας.
Τα παντρολογήματα μεταξύ της Αντελίνα και του Ζουάν ασαφώς τερματίστηκαν, ήρθαν στο τέλος με το άκουσμα του κουδουνιού για τον δείπνο. Το μενού του δείπνου περιγράφεται με αρκετές λεπτομέρειες.
Ο Ζουάν κάθεται "από μια παράξενη σύμπτωση" μεταξύ της Ορόρα και της Λαίδη Αντελίνα, για κάποιο λόγο που ο Μπάϋρον προσποιείται ότι δεν ξέρει, δίνει μικρή προσοχή στην εύθυμη συζήτηση του Ζουάν. Η ψυχρότητα της αναγκάζει τον Ζουάν να βάλει τα δυνατά του, και τελικά να πετύχει να προκαλέσει το ενδιαφέρον της. Ο Ζουάν " έχει την ικανότητα να διώχνει ανθρώπους" (στίχος 82) και " τότε αισθάνεται καλά" (στίχος 84).
Η ωδή τελειώνει με την υπόσχεση του συγγραφέα ότι ένα φάντασμα θα εμφανισθεί στην επόμενη ωδή.

Η ωδή τελειώνει στο πρωτότυπο με τις ακόλουθες 2 στροφές,

The night (I sing by night—sometimes an owl,
       And now and then a nightingale) is dim,
     And the loud shriek of sage Minerva's fowl
       Rattles around me her discordant hymn:
     Old portraits from old walls upon me scowl—
       I wish to heaven they would not look so grim;
     The dying embers dwindle in the grate—
     I think too that I have sate up too late:

     And therefore, though 't is by no means my way
       To rhyme at noon—when I have other things
     To think of, if I ever think—I say
       I feel some chilly midnight shudderings,
     And prudently postpone, until mid-day,
       Treating a topic which, alas! but brings
     Shadows;—but you must be in my condition
     Before you learn to call this superstition.


Η δεκάτη έκτη ωδή ( Canto XVI )


Η δεκάτη έκτη ωδή αρχίζει στο πρωτότυπο ως ακολούθως,

The antique Persians taught three useful things,
       To draw the bow, to ride, and speak the truth.
     This was the mode of Cyrus, best of kings—
       A mode adopted since by modern youth.
     Bows have they, generally with two strings;
       Horses they ride without remorse or ruth;
     At speaking truth perhaps they are less clever,
     But draw the long bow better now than ever.

Η δεκάτη έκτη ωδή διαιρείται σε 4 μέρη. Το πρώτο μέρος είναι ένα επεισόδιο με φαντάσματα. Την νύχτα του μεγάλου δείπνου, ο Ζουάν, αφού πήγε στο κρεβάτι του, αισθάνθηκε " ανήσυχος και μπερδεμένος και συμβιβασμένος ". Το μυαλό του γέμισε με σκέψεις για την δεκαεξάχρονη Ορόρα και την ψυχρή της αφέλεια. Επί πλέον το φεγγάρι είναι γεμάτο. Περιδιαβαίνει σε μια πινακοθήκη γεμάτη πίνακες. Οι πίνακες προδιαθέτουν την στοχαστική του διάθεση.

"Αλλά με τα αμυδρά φώτα οι πίνακες των πεθαμένων
έχουν κάτι αποκρουστικό, περίλυπο και τρομακτικό" (στίχος 17).

Μεταξύ αυτών είναι και πορτραίτα κάποτε αγαπημένων γυναικών:

" Και το ωχρό χαμόγελο των ωραίων στο μνήμα,
η γοητεία άλλων ημερών, στην αστροφεγγιά λάμπει,
θαμποφέγγει ψηλά, τα σώματα τους ακινητοποιημένα ακόμη κινούνται
κατά μήκος του πίνακα, τα μάτια τους κυττάζουν σαν όνειρα
δικά μας, ή φιλονικούν μέσα σε κάποια σκοτεινή σπηλιά,
Αλλά ο Θάνατος φαντάζεται στις σκοτεινές αχτίνες τους.
Ένας πίνακας είναι το παρελθόν, ακόμη πριν η κορνίζα του
γίνει επιχρυσωμένη, όποιος χορτασμένος έπαυσε να είναι ίδιος" (στ.19).

Η κατάσταση της σκέψης του Ζουάν, επηρεασμένη από τον στοχασμό πάνω στο πάθος του θανάτου της ομορφιάς, τον κάνει  να ενδίδει στον υπερβολικό φόβο όταν " ένας μοναχός, τακτοποιημένος / σε κουκούλα και χάντρα, και σκουρόχρωμη αμφίεση"(στ. 21), περπατάει σιωπηλός κοντά του 3 φορές.
Το πρωί έχει ακόμη τα σημάδια του φόβου που είχε. Είναι στοχαστικός, ταραγμένος και ωχρός. Και οι δυο τους, η Ορόρα και η Αντελίνα παρατήρησαν την αλλαγή αυτή. Ο Λόρδος Χένρυ σημειώνει ότι μοιάζει σαν να είχε δει το φάντασμα του μαύρου καλόγερου. Η Αντελίνα τότε πήρε την άρπα της και τραγούδησε μια μπαλάντα δικιά της έμπνευσης με θέμα τον μαύρο καλόγερο ( Οι μαύροι καλόγεροι είναι οι δομινικανοί, ένα τάγμα που ιδρύθηκε από τον Άγιο Δομίνικο, Ιταλό του 13ου αιώνα) ο οποίος στοίχειωσε το σπίτι στο Αμουντεβίλλ ( Amundevilles). Γιατί έκανε αυτό, ο Μπάϋρον προσποιείται ότι δεν γνωρίζει.

"Ίσως είχε μόνο το  απλό σχέδιο
να τον χαροποιήσει για την υποτιθέμενη απογοήτευση του
Ίσως θα έπρεπε να ευχηθεί να τον επαληθεύσει για αυτό
Αν και γιατί δεν μπορεί να πει - τουλάχιστον αυτή την στιγμή. (στ. 51)

Το αποτέλεσμα του τραγουδιού είναι να φέρει ξανά τον Ζουάν στην προηγούμενη του κατάσταση.
Στην 55 στροφή η διήγηση φεύγει μακριά από το φάντασμα του μαύρου καλόγερου στις υποθέσεις μιας τυπικής ημέρας του Λόρδου Χένρυ, η οποία σχηματίζει το δεύτερο μέρος της ωδής. Υπάρχει ένας αγώνας μεταξύ δύο διαφορετικών ειδών αλόγων για να παρακολουθήσουν οι επισκέπτες. Ένας εκτιμητής πινάκων πλησίασε τον Λόρδο Χένρυ για να ζητήσει την γνώμη του για ένα Τισιάνο, γιατί ο Λόρδος Χένρυ ήταν ειδήμων και φίλος των καλλιτεχνών και όχι των τεχνών. Ένας αρχιτέκτονας έρχεται με τα σχέδια για την αναπαλαίωση του Νόρμαν Άμπεϊ (Norman Abbey), δυο δικηγόροι έρχονται για υποθέσεις του Λόρδου Χένρυ,  δυο λαθροκυνηγοί έπιασαν σε μια παγίδα και έπρεπε να το φροντίσουν, και μια νεαρή έγκυος ανύπαντρη χωρική θα έπρεπε να εξετασθεί, γιατί ο Λόρδος Χένρυ είναι ένας δίκαιος, και δικαιοσύνες της ειρήνης, λέει ο Μπάϋρον, πρέπει

......να κρατούν το παιχνίδι
και ηθικές της χώρας με ιδιοτροπίες
από εκείνους που δεν έχουν μια άδεια για αυτό.(στ. 63)

Το τρίτο μέρος της ωδής περιγράφει μια δημόσια ημέρα του Λόρδου Χένρυ, την οποία έχει, είτε μια φορά την εβδομάδα, είτε δυο φορές το μήνα, ώστε να επιδιορθώνει το πολιτικό του στίγμα. Η δημόσια ημέρα είναι ένα ανοικτό σπίτι για τους τοπικούς προύχοντες οι οποίοι μπορεί να παρευρεθούν χωρίς επίσημη πρόσκληση.  Υπάρχει για αυτούς ένα μεγάλο συμπόσιο στου Λόρδου Χένρυ. Υπάρχει

Μεγάλη αφθονία, πολύ τυπικότητα, ολίγη ευθυμία
και ο καθένας βρίσκεται έξω από τα νερά του. (στ. 78)

Στο συμπόσιο πάλι ο Ζουάν μπερδεύεται και αφαιρείται και οι γκάφες του " στοιχίζει στον οικοδεσπότη του 3 ψήφους". Επιπλέον παρατηρεί ότι η Ορόρα τον κοιτάζει :

και κάτι σαν χαμόγελο στα μαγουλά της
δείχνει κάποια έκπληξη και στενοχώρια. (στ. 92-93)

Στο μεταξύ, η Αντελίνα είναι απασχολημένη "παίζοντας τον μεγάλο της ρόλο" και ο Ζουάν

.........αρχίζει να αισθάνεται
κάποια αμφιβολία κατά πόσο η Αντελίνα ήταν πραγματική.....
αφού τόσο καλά παίζει με όλους και καθένα
με την σειρά του......(στ. 96-97)

Αφού έφυγαν και οι τελευταίοι ντόπιοι επισκέπτες, η Λαίδη Αντελίνα και οι φίλοι της διασκέδαζαν σχολιάζοντας αυτούς που έφυγαν. Η Ορόρα και ο Ζουάν δεν πήραν μέρος στο παιχνίδι αυτό, επειδή ο Ζουάν είναι ακόμη σε κατάσταση ονειροπόλησης. Η σιωπή του μεταφράζεται από την Ορόρα ότι ενεργοποιείται από την φιλανθρωπία και τον ανεβάζει στην υπόληψη της.
Η Ορόρα έχει, πράγματι, ανανεώσει

σε αυτόν κάποια αισθήματα που είχε τελευταία χάσει,
ή είχαν σκληρύνει.....

Ο έρωτας των ανώτερων όντων και καλύτερων ημερών
η χωρίς σύνορα ελπίδα, και ουράνια άγνοια
όποιου καλείται Κόσμος και δρόμοι του Κόσμου. (στ. 107-108)

Αυτά τα συναισθήματα φαίνεται να είναι κυρίως συνδεμένα με τον νεανικό έρωτα αμόλυντο από τον Κόσμο.

Το τελευταίο μέρος της ωδής είναι μια ανάλυση του επεισοδίου με τα φαντάσματα. Τα συναισθήματα που δημιουργήθηκαν στον Ζουάν από την Ορόρα και οι σκέψεις που συνδέονται με αυτά, κρατάνε ξάγρυπνο τον Ζουάν αυτή την νύχτα και αγχωμένο από τους επισκέπτες φαντάσματα. Καθώς κάθεται στο κρεβάτι του, ανοίγει η πόρτα, και το φάντασμα του μαύρου καλόγερου μπαίνει στο δωμάτιο. Το πρώτο αίσθημα είναι φόβος, το οποίο γρήγορα ακολουθείται από θυμό. Προχωράει προς το φάντασμα, απλώνει το χέρι, και αισθάνεται ζεστή σάρκα. Το φάντασμα βγάζει την κουκούλα του και αποκαλύπτει το πρόσωπο της Δούκισσας Φιτσ-Φούλκε ( Fitz-Fulke).

Η ωδή τελειώνει στο πρωτότυπο με τις ακόλουθες 2 στροφές,

And Juan, puzzled but still curious, thrust
       His other arm forth. Wonder upon wonder!
     It pressed upon a hard but glowing bust,
      Which beat as if there was a warm heart under.
     He found, as people on most trials must,
       That he had made at first a silly blunder
     And that in his confusion he had caught
     Only the wall, instead of what he sought

     The ghost, if ghost it were, seemed a sweet soul
       As ever lurked beneath a holy hood.
     A dimpled chin, a neck of ivory stole
       Forth into something much like flesh and blood.
     Back fell the sable frock and dreary cowl
       And they revealed, alas, that ere they should,
     In full, voluptuous, but not o'ergrown bulk,
     The phantom of her frolic Grace—Fitz-Fulke! 



Η δεκάτη εβδόμη ωδή ( Canto XVII ) - ημιτελής.


Η δεκάτη εβδόμη ωδή αρχίζει στο πρωτότυπο ως ακολούθως,

The world is full of orphans: firstly, those
        Who are so in the strict sense of the phrase
     (But many a lonely tree the loftier grows
        Than others crowded in the forest's maze);
     The next are such as are not doomed to lose
        Their tender parents in their budding days,
     But merely their parental tenderness,
     Which leaves them orphans of the heart no less.

Υπάρχουν 3 είδη ορφανών : (1) τα παιδιά που έχουν χάσει τους γονείς τους (2) τα παιδιά που δεν εισπράττουν αγάπη από τους γονείς τους και (3) τα παιδιά που δεν έχουν αδελφή ή αδελφό. Από τα 3 τα πιο άτυχα είναι εκείνα που έχουν χάσει τους γονείς του και είναι πλούσια.
Ο κόσμος θα πρέπει να δείχνει ανοχή στην ελεύθερη συζήτηση όλων των πραγμάτων, και ο συγγραφέας , θα είναι μεταξύ αυτών.
Εάν ο Ζουάν ενέδωσε στην Δούκισσα Φιτσ-Φούλκε την προηγούμενη νύχτα, ή αντιστάθηκε στην γοητεία της, ο συγγραφέας αρνείται να μιλήσει. Όταν ο Ζουάν ήλθε στο πρωϊνό φαινόνταν αδύναμος και εξαντλημένος. Η Δούκισσα έδειχνε σαν να μην είχε κοιμηθεί.

Η ωδή τελειώνει στο πρωτότυπο με τις ακόλουθες 2 στροφές,

 I leave the thing a problem, like all things.
       The morning came, and breakfast, tea and toast,
     Of which most men partake, but no one sings.
       The company, whose birth, wealth, worth have cost
     My trembling lyre already several strings,
       Assembled with our hostess and mine host.
      The guests dropped in, the last but one, Her Grace,
     The latest, Juan with his virgin face.

     Which best is to encounter, ghost or none,
       'Twere difficult to say, but Juan looked
     As if he had combated with more than one,
       Being wan and worn, with eyes that hardly brooked
     The light that through the Gothic windows shone.
       Her Grace too had a sort of air rebuked,
     Seemed pale and shivered, as if she had kept
     A vigil or dreamt rather more than slept.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου