Ο Μότσαρτ απέναντι στη ποίηση
Αν ο πρώτος
«κλασσικός» της όπερας είναι ο Μοντεβέρντι με τον «Ορφέα» του (1607), ο πρώτος
που βλέπει την όπερα σαν πραγματικό μουσικό είδος, η αληθινή μεγαλοφυΐα της
«μουσικής όπερας» είναι ο Μότσαρτ. Ο ισχυρισμός αυτός χρειάζεται μια εξήγηση : Ο
Μοντεβέρντι με τον «Ορφέα» του δίνοντας στην «υπόθεση» μια ιδιαίτερη σημασία
και στη ποίηση πλήρη δικαιώματα αντίκρυ στη μουσική , βρίσκεται μαζί με το
Γκλούκ και τον Βάγκνερ στην πλευρά του «μουσικού δράματος», ενώ ο Μότσαρτ
βλέπει την όπερα σαν καθαρά μουσικό είδος, όχι πως δεν τον ενδιαφέρει η
«υπόθεση», αλλά και αυτή ολόκληρη την παίρνει σαν μουσική και μόνο μουσική,
ζωγραφίζοντας, πλάθοντας «μουσικά», τον κάθε του ήρωα, την κάθε ψυχική
κατάσταση, το κάθε περιβάλλον- όλη την «υπόθεση» η μεγαλοφυΐα του Μότσαρτ την
συλλαμβάνει σαν ένα μουσικό σύνολο, κυρίαρχη πάνω από την ποίηση μένει η μουσική
και μόνο η μουσική. Είναι σαν έργα μουσικής δωματίου οι όπερες του Μότσαρτ όπου
ο κάθε τραγουδιστής είναι σαν ένας σολίστας που η παραμικρή του παράβαση μπορεί
να ταράξει και να σαλέψει όλο το έργο. Γι’ αυτό λέω πως ο Μότσαρτ είναι ο
δημιουργός της «μουσικής όπερας» - όσο και αυτό φαίνεται παράξενο μια και η
όπερα είναι ένα μουσικό είδος – και γι’ αυτό οι εκτελέσεις από όπερες του
Μότσαρτ απαιτούν μια εντελώς ιδιαίτερη μουσικότητα των τραγουδιστών και
μουσικών της ορχήστρας, μια βαθειά εξοικείωση με το ξεχωριστό του ύφος.
Μότσαρτ και Γκλούκ
Στην ιστορία της όπερας στέκονται δυο μεγάλες μορφές :
Ο Γκλούκ και ο Μότσαρτ.
Στο πεδίο της «σοβαρής όπερας», δεν ξεπέρασε το Γκλούκ, αλλά ούτε και είχε τη διάθεση κι’ ούτε καν τη πρόθεση να συνεχίσει το έργο του Γκλούκ. Ο Μότσαρτ ήταν πάρα πολύ μουσικός και πάρα πολύ αυθόρμητος ώστε να ακολουθήσει ένα «πρόγραμμα». Έτσι, αν στις δυο σοβαρές του όπερες, τον «Ιδομενέα» και το «Τίτο» βρίσκουμε κάτι από το ύφος του Γκλούκ – τα δραματικά κόρα και τα μπαλέτα – αυτό δεν δείχνει καθόλου πως ο Μότσαρτ αναγνώρισε ή θέλησε να συνεχίσει τη βασική μεταρρύθμιση του Γκλούκ . Τόσο στον Ιδομενέα, όσο και στον Τίτο λείπει η κλασσική απλότητα , η μεγάλη δραματική γραμμή του Γκλούκ. Αλλά τι σημαίνει αυτό, μπροστά στις ώριμες κωμικές όπερες του Μότσαρτ «Φίγκαρο», «Ντον Τζιοβάννι», «Έτσι κάνουν όλες» που μένουν αιώνια νέες, αιώνιες πηγές νεότητας, ξεχειλίζοντας από χαρά και ευθυμία!
Είναι καταπληκτική η μουσική που ενέπνευσε στο Μότσαρτ το λιμπρέτο του «Μαγεμένου αυλού», ένα λιμπρέτο ανόητο και παράλογο του Σικανέντερ ( ήταν ένας διευθυντής θεάτρου) , αντίθετα με τα χαριτωμένα και τόσο ισορροπημένα λιμπρέτα του Ντα Πόντε .
Εκείνο που τράβηξε και φτέρωσε την έμπνευση του Μότσαρτ εδώ είναι πολύ περισσότερο από τη «μαγική» ατμόσφαιρα, το μυστικό βάθος, η θρησκευτική ιδέα που παρασύρει τον Μότσαρτ σε μια θαυμαστή μουσική ιερατικής μεγαλοπρέπειας, σε ένα μουσικό συμβολισμό, σε ένα υψηλό ιδεαλισμό. Κι’ όπως όλα τα έργα του, είναι και εδώ η νίκη του Καλού ενάντια στο Κακό, είναι η νίκη του φωτός ενάντια στο σκοτάδι. «Οι αχτίδες του ήλιου εκμηδενίζουν τις δυνάμεις του Κακού» με αυτά τα λόγια τελειώνει το έργο.
Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΟΠΕΡΑ
Ο «Φιντέλιο» του Μπετόβεν
Οι όπερες του Βέμπερ
«Φράισουτς» - «Ευρυάνθη» - «Όμπερον»
Η ορχήστρα έχει πάρει πια στις όπερες του Μότσαρτ ένα σπουδαίο ρόλο, το συμφωνικό σύνολο συνδέεται με το τραγούδι χωρίς να το πνίγει, η μελωδία, μένει ελεύθερη, χωρίς ως τόσο να κυριαρχεί όπως στις ιταλικές όπερες, κι’ ούτε το συμφωνικό μέρος θυσιάζεται στη ποίηση – στην απαγγελία – όπως στις όπερες του Γκλούκ. Όλα τα δένει ο Μότσαρτ με ένα σοφό τρόπο, τα δένει χωρίς να θυσιάζει τίποτα. Και, πρώτος αυτός, εγκαταλείπει τα αρχαία θέματα και διαλέγει τέτοια από τη καθημερινή ζωή ή από τον κόσμο της φαντασίας, όπως στο «Μαγεμένο αυλό», την όπερα που αγαπούσε ιδιαίτερα ο Μπετόβεν θεωρώντας την σαν το αριστούργημα του Μότσαρτ, όχι για το θέμα του ίσως, αλλά για τη μουσική του, για την πληρότητα και την ολοκλήρωση της μουσικής του σκέψης. Και αυτή ακριβώς η προτίμηση του Μπετόβεν, μας δείχνει τις ιδέες του για την όπερα, όπως και δικαιώνει τη γνώμη πως ο Μότσαρτ άνοιξε το δρόμο της γερμανικής όπερας.
Πολλοί συνθέτες σύγχρονοι και μεταγενέστεροι του Μότσαρτ έγραψαν γερμανικές όπερες ακολουθώντας – ή προσπαθώντας να ακολουθήσουν – το ύφος του. Μερικά από αυτά, τα έργα είναι αξιόλογα, μερικά μπορεί να παίζονται ακόμα στη Γερμανία, ιδίως ορισμένες κωμικές όπερες, όμως, στη σειρά, μετά τον Μότσαρτ, τρία μεγάλα ονόματα λαμπρύνουν την ιστορία της γερμανικής όπερας, ξεπερνούν τα γερμανικά σύνορα και γίνονται παγκόσμια : Μπετόβεν, Βέμπερ, Βάγκνερ. Τον Βάγκνερ θα ακολουθήσει ο Ριχάρδος Στράους…
Μια και μόνη
όπερα έγραψε ο Μπετόβεν : Τον «Φιντέλιο», παίρνοντας ένα θέμα που τον ενδιέφερε
ξεχωριστά, που τον «πονούσε» : το θέμα της αγάπης, το θέμα της αφοσίωσης και
της πίστης. Αυτός που μάταια αναζήτησε την αγάπη, τον πιστό έρωτα μιας ιδανικής
γυναίκας, αυτός που διαψεύθηκε και απογοητεύτηκε κάθε φορά που νόμισε πως βρήκε
το αντικείμενο των ονείρων του, αλλά που συνάμα σε όλη του τη μουσική δεν
εμπνεύστηκε και δεν εξύμνησε παρά μονάχα ανώτερα και υψηλά αισθήματα, ήταν
φυσικό να ελκυσθεί από αυτό το παλιό γαλλικό δράμα που τίτλος του ήταν «Λεονώρα
ή ο Συζυγικός Έρωτας», γραμμένο από το Γάλλο δραματικό συγγραφέα Ιωάννη-Νικόλα
Μπουγύ – που βέβαια δεν θα τον θυμόμαστε καθόλου χωρίς τον Φιντέλιο ! Το όνομα
«Φιντέλιο» είναι δημιούργημα του Μπετόβεν, παρμένο από τη λέξη «Fedele” (Φεντέλε ιταλική : πιστός) και με
αυτό βαφτίζει την ηρωίδα του, τη Λεονώρα, που πιστή μέχρι αυτοθυσίας στο σύζυγο
της , ντύνεται ανδρικά και πηγαίνει και γίνεται υπηρέτης του δεσμοφύλακα της
φυλακής όπου ένας εχθρός έχει κλείσει τον αγαπημένο της Φλορεστάν, για να
προσπαθήσει να τον γλυτώσει, όπως και τον γλυτώνει από βέβαιο θάνατο – από το
μαχαίρι του Πιτσάρο – του εχθρού του που είναι ο διευθυντής της φυλακής.
Αυτό το τόσο απλό θέμα, έκανε τον Μπετόβεν να γράψει ένα αριστούργημα όπου έβαλε όλη του την μεγαλοφυΐα. Τόγραψε και το ξανάγραψε πολλές φορές , αρκεί να σκεφθούμε ότι για το «Φιντελιο», ο Μπετόβεν έγραψε τέσσαρες εισαγωγές – «Λεονώρα αριθ.1», αριθ,2 και αριθ. 3 που από αυτές, η μεν πρώτη δεν χρησιμοποιήθηκε μετά τον Μπετόβεν, η δε δεύτερη και Τρίτη ( η πιο ωραία) παίζονται μόνο στις συναυλίες, ενώ την όπερα προλογίζει μια τέταρτη εισαγωγή ! Συχνά όμως η εισαγωγή «Λεονώρα αριθ.3» παίζεται ανάμεσα στην πρώτη και δεύτερη πράξη του έργου.Αλλά ούτε και πέτυχε ο «Φιντελιο» όταν πρωτοδόθηκε στις 20 Νοεμβρίου του 1808, όχι μόνο εξαιτίας των μειονεκτημάτων του λιμπρέτου, αλλά και επειδή ο κόσμος ήταν αναστατωμένος από άλλα γεγονότα – μια εβδομάδα πριν από τη παράσταση είχε μπει ο Ναπολέων στη Βιέννη , μετά τη μάχη του Αούστερλιτς. Όπως και αν είναι, ο Μπετόβεν διόρθωσε πολλά και με την συνεργασία του Φρίντριχ Τράϊτσκε, που ήταν ο «επίσημος θεατρικός ποιητής» της Βιέννης, επέφερε πολλές αλλαγές στο πρωταρχικό λιμπρέτο, εντείνοντας την δραματική δράση και συμπτύσσοντας τις τρεις πράξεις σε δυο.
Και έτσι, η πραγματική πρεμιέρα δόθηκε μόλις το 1814, στις 23 Μαΐου. Από τότε ο «Φιντελιο» άρχισε να σημειώνει επιτυχία, πρώτα στην Αυστρία και στη Γερμανία και έπειτα, σιγά-σιγά, και στις άλλες χώρες. Πάντως η παγκόσμια επιτυχία άργησε να έρθει. Το συμφωνικό του ύφος, ο τόσο έντονος γερμανικός χαρακτήρας του, ήταν τα κυριότερα εμπόδια για την διάδοση και επιβολή του «Φιντέλιο» έξω από τα γερμανικά σύνορα.