Τα προγράμματα των συναυλιών, συχνά, πότε στην αρχή, πότε στο
τέλος, συμπληρώνονται από μια «εισαγωγή» από όπερες του Βέμπερ : πότε είναι η
εισαγωγή του «Όμπερον», πότε του «Φραισούτς», πότε της «Ευρυάνθης»…. Πέρα όμως
από αυτές τις εισαγωγές που και αυτές μένουν αρκετά ακατανόητες στον αμύητο
ακροατή, οι Έλληνες φιλόμουσοι δεν ξέρουν τίποτα για αυτόν το μεγάλο μουσικό,
τίποτα για τα έργα του – έχει τραγούδια, έργα για πιάνο, συνθέσεις για ορχήστρα
– τίποτα για τις όπερες του που δεν παίχθηκαν ποτέ στην Ελλάδα και ίσως ούτε
πρόκειται να παιχθούν ποτέ.
Και όμως ο Καρλ-Μαρία φον Βέμπερ είναι ο πρόδρομος του
Βάγκνερ, ο δημιουργός της μεγάλης ρομαντικής γερμανικής όπερας, ο πρώτος που
στράφηκε στο λαό, στις λαϊκές μελωδίες, στους θρύλους της χώρας του, ο πρώτος
που έστρεψε τα μάτια ολόγυρα του και είδε το γερμανικό τοπίο, τα σκοτεινά δάση
του και ζωγράφισε με τη μουσική του το μυστήριο και όλο το φανταστικό του
κόσμο….
Γεννήθηκε στις 18
Δεκεμβρίου 1786 στο Εουτίν, μια μικρή πόλη του Χολστάϊν (βόρειος
Γερμανία). Ήταν εξάδελφος της Κωνστάντσας Βέμπερ, της γυναίκας του Μότσαρτ.
Πολύ μικρός έχασε την μητέρα του που πέθανε φυματική και ανατράφηκε από τον
πατέρα του που ήταν διευθυντής θεατρικών θιάσων και έσερνε το μικρό Καρλ-Μαρία
μαζί του σε όλες του τις περιοδείες.
Έτσι, στα παρασκήνια των θεάτρων μεγάλωσε ο μικρός που ήταν
ένα παιδί ασθενικό – κούτσαινε μάλιστα – αλλά γεμάτο δίψα για μάθηση : Ο
πατέρας του φρόντιζε για τη μόρφωση του, σε κάθε πόλη που σταματούσαν, του
εύρισκε τους κατάλληλους δασκάλους και ξεχωριστά για τη μουσική, που ο μικρός
Καρλ-Μαρία έδειχνε ιδιαίτερη κλίση. Και είχε την τύχη να διδαχθεί από μεγάλους
μουσικούς στις διάφορες πόλεις που ταξίδευε με το θίασο του πατέρα του, έτσι
που, το έμφυτο ταλέντο του βρήκε γρήγορα την ολοκλήρωση του : Δέκα επτά χρονών διεύθυνε
κιόλας την ορχήστρα της Όπερας του Μπρεσλάου, στα είκοσι επτά του χρόνια είναι
διευθυντής της Όπερας της Πράγας όπου μάλιστα ανεβάζει το «Φιντέλιο» του
Μπετόβεν, για πρώτη φορά μετά την παράσταση της Βιέννης (1814). Γράφει στο
μεταξύ μερικές κωμικές όπερες, ακολουθώντας το ύφος του Μότσαρτ – μια από αυτές
μάλιστα, ο «Αμπού-Χάσσαν» σε ανατολικό-τούρκικο ύφος, όπως η «Απαγωγή από το
Σεράϊ» του Μότσαρτ, είναι πολύ χαριτωμένη και όλο εύθυμα ευρήματα – αλλά, ως τα
τριάντα του χρόνια δεν έχει γράψει κανένα από τα αριστουργήματα του.
Abu Hassan : Symphonies & Ouverture - 10 min.
Στο 1817, ο βασιλιάς της Σαξωνίας προσκαλεί το νεαρό
αρχιμουσικό να αναλάβει την οργάνωση και την διεύθυνση της Όπερας της
πρωτεύουσας του, της Δρέσδης, θέση που ο Βέμπερ κράτησε ως το θάνατο του.
Εκεί, στη Δρέσδη παντρεύτηκε με μια τραγουδίστρια της Όπερας,
την Καρολίνα Μπράντ, εκεί έγραψε το πρώτο του αριστούργημα, το «Φράϊσουτς» που
όμως πρωτοδόθηκε στο Βερολίνο το 1821 με τέτοια τεράστια επιτυχία, που την ίδια
χρονιά παίζονταν σε όλες τις γερμανικές σκηνές.
Der Freischutz : Ouverture - 10 min.
Der Freischutz : Huntsman's Ghorus - 3 min.
Το «Φράϊσουτς» ακολουθεί η «Ευρυάνθη», το 1825, που πρωτοπαίζεται στη Βιέννη.
Euryanthe : Overture - 9 min
Euryanthe : Duell scene with a snake - 10 min.
Αλλά ο Βέμπερ, πάντα φιλάσθενος, είναι τώρα πολύ άρρωστος. Όμως, όταν τον προσκαλούν στο Λονδίνο, παραγγέλλοντας του μια νέα όπερα, ο Βέμπερ δεν διστάζει. Γράφει το τελευταίο του αριστούργημα, το «Όμπερον» πάνω σε αγγλικό κείμενο και με όλη την άθλια κατάσταση της υγείας του, φεύγει για το Λονδίνο.
Oberon : Overture - 5 min.
Oberon : Trauere, meine Herz - 4 min.
«Ξέρω πως θα πεθάνω – λέει. Αλλά εξασφαλίζω έτσι τη ζωή των παιδιών μου και της γυναίκας μου…».
Στις 12 Απριλίου 1826, δίνεται στο Λονδίνο η πρώτη παράσταση του «Όμπερον». Και πάλι τεράστια επιτυχία. Οι παραστάσεις συνεχίζονται. Αλλά λίγες βδομάδες αργότερα, τη νύχτα της 4ης προς την 5η Ιουνίου, ο Βέμπερ πεθαίνει, εκεί στο Λονδίνο, μακριά από την πατρίδα του.
Der Freischutz : Huntsman's Ghorus - 3 min.
Το «Φράϊσουτς» ακολουθεί η «Ευρυάνθη», το 1825, που πρωτοπαίζεται στη Βιέννη.
Αλλά ο Βέμπερ, πάντα φιλάσθενος, είναι τώρα πολύ άρρωστος. Όμως, όταν τον προσκαλούν στο Λονδίνο, παραγγέλλοντας του μια νέα όπερα, ο Βέμπερ δεν διστάζει. Γράφει το τελευταίο του αριστούργημα, το «Όμπερον» πάνω σε αγγλικό κείμενο και με όλη την άθλια κατάσταση της υγείας του, φεύγει για το Λονδίνο.
«Ξέρω πως θα πεθάνω – λέει. Αλλά εξασφαλίζω έτσι τη ζωή των παιδιών μου και της γυναίκας μου…».
Στις 12 Απριλίου 1826, δίνεται στο Λονδίνο η πρώτη παράσταση του «Όμπερον». Και πάλι τεράστια επιτυχία. Οι παραστάσεις συνεχίζονται. Αλλά λίγες βδομάδες αργότερα, τη νύχτα της 4ης προς την 5η Ιουνίου, ο Βέμπερ πεθαίνει, εκεί στο Λονδίνο, μακριά από την πατρίδα του.
Σαν το Μότσαρτ, ο Βέμπερ ήταν ένας άνθρωπος εύθυμος,
χαρούμενος, αγαπούσε τα αστεία. Διηγούνται πως είχε ονομάσει το σκύλο του «Μαμζέλ»
( Δεσποινίδα) για νάχει την ευχαρίστηση να βλέπει όταν τον φώναζε, να γυρίζουν
όλες οι όμορφες δεσοινίδες της πόλης. Μια άλλη φορά, αγόρασε ένα πίθηκο και του
έδωσε το όνομα του μεγάλου του εχθρού, του Σποντίνι! Κι’ αυτήν την εύθυμη
πλευρά του χαρακτήρα του, την βρίσκουμε σε πολλά του έργα.
Ο Βέμπερ με όλο τούτο ήταν φοβερά ευαίσθητος. Η παραμικρή
κριτική τον πείραζε σε σημείο που να αρρωσταίνει. Κάποτε ο Γκαίτε, σε μια
συνάντηση τους, του φέρθηκε ψυχρά. Αυτό έφθασε για να ρίξει τον Βέμπερ,
άρρωστο, στο κρεβάτι !
Προικισμένος με μια ξεχωριστή εξυπνάδα, ενθουσιάζονταν εύκολα
για τις νέες και τολμηρές ιδέες. Παράλληλα με το μουσικό, είχε και αξιόλογο
λογοτεχνικό ταλέντο και, επί πλέον, ζωγράφιζε.
Αυτά τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του μας εξηγούν τις
ιδέες του για το μουσικό θέατρο, για τη ρομαντική αντίληψη μιας «ολοκληρωτικής
τέχνης»: Καθώς θα δούμε, ο Βάγκνερ ζήτησε και πέτυχε αυτή την «ολοκληρωτική
τέχνη», δηλαδή να ενώσει στα μουσικά του δράματα όλες τις τέχνες : λογοτεχνία,
ποίηση, ζωγραφική, χορό, μουσική. Λοιπόν, πριν από τον Βάγκνερ, τις ίδιες ιδέες
είχε εκφράσει ο Βέμπερ και είχε προσπαθήσει να εφαρμόσει στις μεγάλες του
όπερες.
Ο «Φράϊσουτς», η
«Ευρυάνθη», ο «Όμπερον»
«Φράϊσουτς» (Freischutz) θα αποδοθεί ελληνικά «Ελεύθερος
σκοπευτής».
Πρόκειται για ένα νέο του χωριού, τον Μαξ, αδέξιο σκοπευτή,
που πρέπει να πετύχει σε αγώνες σκοποβολής για να κερδίσει το χέρι της Αγάθας
που αγαπάει και που είναι κόρη του ηγεμόνα της περιοχής. Αλλά δεν πετυχαίνει
και είναι απελπισμένος. Οι χωρικοί τον περιγελούν. Μέσα στην απελπισία του, ο
Μαξ ακούει τις συμβουλές του Κασπάρ που
του φανερώνει ένα μυστικό : τα μεσάνυχτα, θα πάνε στην άγρια «χαράδρα των
λύκων» και εκεί θα φτιάξουν, με τη βοήθεια κάποιου «φίλου» σφαίρες μαγικές που
πετυχαίνουν μόνες τους το στόχο ξέρει, όπως δεν ξέρει πως ο Κασπάρ θέλει να τον
παραδώσει στο Σατανά για να γλυτώσει ο ίδιος, επειδή λήγει η προθεσμία που του
είχε δώσει το Κακό Πνεύμα για να πάρει την ψυχή του και θα γλυτώσει μόνο αν του
παραδώσει μιαν άλλη ψυχή. Ξέχωρα από αυτό, ο Κασπάρ ποθεί επίσης την Αγάθα….
Ακολουθούν σκηνές καταπληκτικές. Στο τέλος, όλα τελειώνουν καλά, ο Μαξ παντρεύεται
την Αγάθα και όλοι τους τραγουδάνε ύμνους ευχαριστιών!
Η όπερα «Όμπερον» αναφέρεται στην διαμάχη του Όμπερον με την
Τιτάνια που θα σταματήσει μέχρις ότου βρεθεί ένα ζευγάρι ερωτευμένων που θα
παραμείνει πιστό, παρ’ όλους τους πειρασμούς και τους κινδύνους όπου θα
συναντήσει. Μετά από περιπέτειες με ιππότες, χαλίφες, τον αυτοκράτορα
Καρλομάγνο, την Ελλάδα, τους πειρατές, η όπερα έχει αίσιον τέλος, ο Όμπερον και
η Τιτάνια συμφιλιώνονται, το ζευγάρι των ερωτευμένων σώζεται με το μαγικό κέρας
του Όμπερον και βρίσκεται ασφαλές στην αυλή του Καρλομάγνου.
Η Ευρυάνθη έχει αρραβωνιαστεί με τον κόμη Αντολάρ. Αυτός,
ευρισκόμενος στην αυλή του βασιλιά Λουδοβίκου, εκθειάζει την μνηστή του, ενώ ο
κόμης Λυζιάρτ αμφισβητεί την αφοσίωση της και δηλώνει πως θα προσπαθήσει να την
αμφισβητήσει.
Στο κάστρο της η Ευρυάνθη, δίνει καταφύγιο στην Εγκλαντίνη,
κόρη ενός στασιαστή. Αυτή αγαπά κρυφά τον Αντολάρ και προσπαθεί με δόλο να
παγιδέψει την Ευρυάνθη.
Ο Λυζιάρτ, ο οποίος αποτυγχάνει να κερδίσει την εμπιστοσύνη
της Ευρυάνθης, βοηθάει την Εγκλαντίνη. Σε ερώτηση της, η Ευρυάνθη εμπιστεύεται
ένα μυστικό που είπε ο Αντολάρ. Η αδελφή της Εγκλαντίνης, Έμμα αυτοκτόνησε με
το δηλητήριο ενός δακτυλιδιού, επειδή ο αρραβωνιαστικός της σκοτώθηκε στη μάχη.
Η ψυχή της δεν θα βρει ησυχία, μέχρις
ότου το δακτυλίδι μουσκέψει από τα δάκρυα μιας αγνής και αθώας κόρης. Η
Ευρυάνθη που κάθε μέρα προσεύχεται στο τάφο της, έχει υποσχεθεί στον Αντολάρ να
κρατήσει κρυφό το μυστικό, αλλά αφελώς το φανέρωσε στην Εγκλαντίνη. Η
Εγκλαντίνη σκέπτεται με ποιο τρόπο θα καταγγείλει την Ευρυάνθη στον Αντολάρ. Ο
Λυζιάρτ φθάνει με εντολή να πάει την Ευρυάνθη στο Παλάτι.
Με δόλο και πλεκτάνη ο Λυζιάρτ πείθει τον Αντολάρ ότι η
Ευρυάνθη τον πρόδωσε, φανερώνοντας το μυστικό του.
Ο Αντολάρ θέλει να σκοτώσει την Ευρυάνθη και μετά να
αυτοκτονήσει. Όμως, όταν κινδυνεύει από ένα φίδι και τον σώζει η Ευρυάνθη,
παραιτείται από την σκέψη αυτή και την αφήνει στην τύχη της.
Η Ευρυάνθη επιθυμεί το θάνατο, αλλά με την βοήθεια του
βασιλιά και της ακολουθίας του που έτυχε να την συναντήσουν αλλάζει γνώμη και
ελπίζει σε μια συμφιλίωση με τον Αντολάρ.
Στο μεταξύ, η Εγκλαντίνη αρραβωνιάζεται τον Λυζιάρτ και
πρόκειται να παντρευτούνε, αλλά την βασανίζουν οι τύψεις. Όταν εμφανίζεται ο
Αντολάρ, με στολή, με τον οποίο είναι ακόμη ερωτευμένη, νομίζει ότι είναι το
φάντασμα της Ευρυάνθης. Ο Αντολάρ καλεί τον Λυζιάρτ να μονομαχήσουν. Τότε,
εμφανίζεται ο βασιλιάς και για να τιμωρήσει τον Αντολάρ για την δυσπιστία του
προς την Ευρυάνθη του ανακοινώνει πως είναι νεκρή. Η Εγκλαντίνη θριαμβολογεί
φανερώνει τα σχέδια της και σφαγιάζεται από τον εκτός εαυτού Λυζιάρτ. Καθώς η
Εγκλαντίνη πεθαίνει, η Ευρυάνθη
εισέρχεται και τρέχει προς τον Αντολάρ. Ο Λυζιάρτ εξορίζεται και η ψυχή της
αδελφής του Αντολάρ ησυχάζει γιατί δάκρυα της
αθώας Ευρυάνθης μουσκεύουν το δαχτυλίδι της.
Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΟΠΕΡΑ
Ο Ριχάρδος Βάγκνερ
Συνθέτης, αρχιμουσικός,
ποιητής
Η μεγάλη μεταρρύθμιση
Μια πολυτάραχη ζωή
Ο Ριχάρδος Βάγκνερ θα δώσει στο μουσικό ρομαντισμό την πιο
τέλεια του έκφραση.
Ο Βάγκνερ γεννήθηκε στη Λειψία στις 22 Μάιου 1813. Δεν υπήρξε
καθόλου μια πρώιμη μεγαλοφυΐα σαν τον Μότσαρτ ή τον Σούμπερτ. Στη παιδική του
ηλικία, τίποτα δεν έδειχνε πως θα γίνονταν ένας τόσο μεγάλος μουσικός που το
όνομα του θα έμενε αθάνατο και που η προσωπικότητα του, οι ιδέες του, το έργο του,
θα επηρέαζαν εκατοντάδες μουσικούς, συγχρόνους του και μεταγενέστερους και
όχι βέβαια μονάχα Γερμανούς…..
Πραγματικά, λίγα πνεύματα στην ιστορία είναι τόσο παγκόσμια σαν το Βάγκνερ,
λίγοι άνθρωποι απασχόλησαν τόσο την παγκόσμια λογοτεχνία και κριτική, όσο ο
Βάγκνερ, που δεν υπήρξε μονάχα ένας μεγάλος μουσικός, αλλά και ποιητής και
φιλόλογος και συγγραφέας.
Η παιδική ηλικία
Γεννήθηκε σε μια απλή, αστική οικογένεια, όπου κανένας δεν
ήταν μουσικός. Κι’ ούτε στους προγόνους του υπάρχει κανένας που να ασχολήθηκε
σοβαρά με την μουσική. Ο πατέρας του ήταν ένας απλός γραμματέας στη διεύθυνση
της αστυνομίας στη Λειψία και η γέννηση του μικρού Ριχάρδου δεν θεωρήθηκε
καθόλου σαν «ευτυχές γεγονός», επειδή υπήρχαν ήδη οκτώ παιδιά στην οικογένεια
και η εποχή ήταν δύσκολη : εποχή πολεμική, ο Ναπολέων αναστάτωνε την Ευρώπη και
ήταν μέσα στους κρότους των κανονιών – Ο Ναπολέων έμπαινε στη Λειψία – που
γεννήθηκε αυτό το ένατο παιδί του Φρέντερικ και της Γιοχάννας Βάγκνερ. Η
γέννηση του δεν υπήρξε «γεγονός» παρά μόνο για την όμορφη μητέρα του που, παρά
τους τόσους τοκετούς της διατηρούσε τη δροσιά της και την κομψότητα της και,
ίσως, για ένα οικογενειακό φίλο, τον ηθοποιό Λούτβιχ Γκάϊερ….
Ο μικρός Ριχάρδος δεν γνώρισε τον πατέρα του, πέθανε έξι
μήνες μετά τη γέννηση του, από το τύφο που θέριζε τη πόλη. Ένα χρόνο μετά το
θάνατο του πατέρα του, τον Αύγουστο του 1814, η μητέρα του παντρεύονταν με τον
Λούντβιχ Γκάϊερ και, για κάμποσα χρόνια, ο μικρός Ριχάρδος, στο σχολείο και
παντού ονομάζονταν Ριχάρδος Γκάϊερ. Σε μια αυτοβιογραφία του μάλιστα που
κατέστρεψε αργότερα η γυναίκα του, λένε πως άρχιζε έτσι : « Ονομάζομαι Ρίχαρντ
Γκάϊερ….».
Ο πατέρας
Βάγκνερ ήταν ένας μορφωμένος άνθρωπος και αγαπούσε με πάθος το θέατρο. Ο
Λούτβιχ Γκάϊερ, που από οικογενειακός φίλος έγινε ο προστάτης της οικογένειας,
ήταν ένας ηθοποιός με ταλέντο, αλλά και ζωγράφος και τραγουδιστής με ωραία φωνή
τενόρου. Έτσι στο σπίτι των Βάγκνερ και όσο ζούσε ο πατέρας, και έπειτα, όταν
τον αντικατέστησε ο Γκάϊερ – που μάλιστα, η Γιοχάννα του χάρισε και ένα δέκατο
παιδί, ένα κοριτσάκι – οι βραδιές περνούσαν με φιλολογικές και καλλιτεχνικές
συζητήσεις, όταν δεν πήγαιναν όλοι στο θέατρο. Ένα πιάνο υπήρχε στο σαλόνι της
Γιοχάννας Βάγκνερ-Γκάϊερ, που όλοι έπαιζαν ερασιτεχνικά, όπως γίνεται σε όλα
σχεδόν τα γερμανικά σπίτια.
Σε ένα
τέτοιο περιβάλλον μεγάλωσε ο Ρίχαρντ. Συχνά, τον πέρνανε στο θέατρο και μάλιστα
δυο-τρεις φορές του αναθέσανε μικρά, παιδικά ρολάκια. Παιδί του θεάτρου. Δυο
αδελφές του έγιναν σπουδαίοι ηθοποιοί. Το ίδιο και ένας αδελφός του. Μια άλλη
αδελφή, τραγουδίστρια στην όπερα. Έτσι, ο πατριός του, ο Γκάϊερ, προόριζε και
τον Ρίχαρντ για το θέατρο.
Όταν
συμπλήρωσε τα επτά του χρόνια, τον βάζουν εσωτερικό στο οικοτροφείο ενός
πάστορα. Εκεί, ο μικρός Ρίχαρντ ακούει να του διαβάζουν διάφορα παραμύθια, αλλά
εκείνο που του προξενεί την πιο μεγάλη εντύπωση είναι όταν ακούει τον πάστορα
να διαβάζει στις εφημερίδες τις ειδήσεις για την επανάσταση της Ελλάδας ενάντια
στο Τούρκο κατακτητή, όταν ακούει τις συζητήσεις και τα σχόλια πάνω σε αυτόν
τον απελευθερωτικό πόλεμο. Από τη στιγμή εκείνη, η Ελλάδα και η μυθολογία
εισορμούν απότομα στο μυαλό του παιδιού όπου θα μείνουν καρφωμένες για πάντα.
Ακούει πως ένας Άγγλος, ο λόρδος Μπάϋρον, πήγε στο Μεσολόγγι και πέθανε για την
Ελλάδα. Και ο μικρός Ρίχαρντ Βάγκνερ αντλεί σε αυτά τα μαθήματα της δόξας, τους
πρώτους του ενθουσιασμούς.