ΟΙ ΙΤΑΛΟΙ ΣΥΝΘΕΤΕΣ
Ο Τζιακκίνο Ροσσίνι
Μπελλίνι και Ντονιτσέττι
Γκιουζέππε Βέρντι : Ο μουσικός και ο
άνθρωπος.
Με τον
Βάγκνερ δεν εξαντλείται, βέβαια, το θέμα της γερμανικής όπερας, γιατί μετά τον
Βάγκνερ, ακολουθεί ένας πολύ μεγάλος δημιουργός, ο Ρίχαρντ Στράους και άλλοι
σημαντικοί συνθέτες που θα μας απασχολήσουν αργότερα, όταν μιλήσουμε για την
σύγχρονη μουσική δημιουργία.
Καιρός είναι
τώρα να ξαναγυρίσουμε στη χώρα οπού γεννήθηκε η όπερα, στην Ιταλία και να δούμε
ποια εξέλιξη πήρε αυτό το μουσικό είδος στη γενέτειρα του.
Στα τέλη του
18ου αιώνα, η ιταλική όπερα βρίσκεται σε κατάπτωση, η προσοχή του
κόσμου στρέφεται στη Γαλλία, στην Γερμανία, στην Αυστρία όπου κυριαρχούν οι
μεγάλες μορφές του Γκλούκ, του Μότσαρτ, του Βέμπερ. Αλλά, ωστόσο σαν την σπίθα
που σκεπασμένη με στάχτη, δίνει καινούργια φωτιά, έτσι μέσα από την ιταλική
κατάπτωση στο πεδίο της όπερας, ξεπετιέται μια καινούργια ζωή, στις αρχές του
19ου αιώνα, μια καινούργια λάμψη που απλώνεται σε όλο τον κόσμο. Μια
λαμπρή πλειάδα από νέους συνθέτες δημιουργούν έργα που μένουν αθάνατα.
Ο Τζιακκίνο Ροσσίνι
Είναι κυρίως
στον Ροσσίνι και στον Βέρντι που οφείλεται αυτή η ανανέωση και η επικράτηση της
ιταλικής όπερας.
Ποίος δεν
ξέρει την περίφημη όπερα του Ροσσίνι, τον «Κουρέας της Σεβίλλης» ? Γραμμένη το 1815-16 μένει ένα αριστούργημα
γεμάτο νιάτα, κέφι, δροσιά, μια μουσική που σπινθηροβολεί από την αρχή μέχρι το
τέλος και μένει ως σήμερα στο ρεπερτόριο όλων των μουσικών θεάτρων του κόσμου.
Όμως, πιο πέρα από τον «Κουρέα», λίγοι είναι εκείνοι που ξέρουν κάτι από τα
άλλα έργα καθώς και από την προσωπικότητα του Τζιακκίνο Ροσσίνι. Γεννήθηκε στις
29 Φεβρουαρίου του 1792 στο Πεζάρο – μικρή πόλη στην Αδριατική – από ένα πατέρα
που ήταν «επιθεωρητής των κρεοπωλείων» και έπαιζε τρομπέτα στη δημοτική μπάντα.
Μικρά τα οικονομικά μέσα της οικογένειας και ο μικρός Τζιακκίνο κάτι έπρεπε να
μάθει για να κερδίζει την ζωή του. Τον βάλανε μαθητευόμενο σε ένα αλλαντοποιό,
έπειτα σε ένα σιδηρουργό ! Αλλά το πάθος και η κλίση του μικρού για τη μουσική
ήταν τόσο έκδηλά, που αποφασίσανε να τον αφήσουν να σπουδάσει στο μουσικό
Λύκειο της Μπολόνιας, όπου μπήκε σε ηλικία δέκα πέντε ετών, ενώ ήδη στα δέκα
τέσσερα του είχε γράψει μια όπερα! Δέκα εννέα χρονών τελειώνει τις σπουδές του
και κερδίζει κιόλας μια πρώτη νίκη με μια όπερα, «Το πετυχημένο τέχνασμα»,
ξεχασμένη πια σήμερα. Έπειτα από δυο χρόνια, δίνει τον «Τανκρέντο» και την
«Ιταλίδα στο Αλγέρι» που επιβάλουν την φήμη του σε όλη την Ιταλία.
Λίγοι
μουσικοί είχαν την ευκολία, τον αυθορμητισμό της έμπνευσης του Ροσσίνι. Και
καταχράστηκε αυτή την ευκολία – έγραψε την μια όπερα πάνω στην άλλη, σύγχρονα
με τον «Κουρέα» π.χ. που πρωτοδόθηκε στη Ρώμη, δίνει και την «Ελισάβετ,
βασίλισσα της Αγγλίας» στην όπερα της Νεάπολης και την ίδια χρονιά του 1816,
επίσης στην Νάπολη, τον «Οθέλλο» του – που έμελλε να τον επισκιάσει ο «Οθέλλος»
του Βέρντι – σημειώνοντας παντού θριαμβευτική επιτυχία.
Ο Ροσσίνι
δεν σκοτίζονταν για φιλοσοφίες και κοσμοθεωρίες – άλλωστε η γενική του μόρφωση
ήταν περιορισμένη – έγραφε «όπως του έρχονταν», οι μελωδίες του ξεπηδούσαν από
την αστείρευτη πηγή της έμπνευσης του, από την άλλη μεριά του άρεσε η καλοζωία,
η ησυχία, το χρήμα, γι’ αυτό και παντρεύτηκε με μια τραγουδίστρια οκτώ χρόνια
μεγαλύτερη του, που όμως είχε ένα εισόδημα 20000 λιρών και μια βίλλα στην Σικελία.
Αργότερα, την χώρισε γιατί δεν είχε πια ανάγκη από το εισόδημα της ! Οι
περιοδείες του στην Γαλλία, στην Αγγλία, στην Βιέννη, στην Ιταλία του αποφέρανε
τεράστια ποσά – μόνο από την Αγγλία γύρισε με 10 000 λίρες! Θρυλική ήταν η
τεμπελιά του και η εξυπνάδα του. Ο Μέντελσον έλεγε πως δεν γνώρισε ποτέ άνθρωπο
με τέτοιο σπινθηροβόλο πνεύμα σαν του Ροσσίνι.
Rossini : Elisabetta, aria - 8 min.
Rossini : Il barbiere di Seviglia, Largo al factorum - 5 min.
Rossini : La Cenerentola, aria - 5 min.
Rossini : La cenerentola, Queste e un nodo avviluppato - 5 min.
Rossini : La gazza ladra, introducione - 10 min.
Rossini : Guillaume Tell, overture - 6 min.
Στις όπερες
του συχνά «έκλεβε» τον εαυτό του, παίρνοντας δηλαδή άριες από παλιά έργα ή
παρουσίαζε σαν καινούργιες όπερες, παλιές, προσθέτοντας κάτι, διασκευάζοντας
τις και αλλάζοντας το τίτλο. Έτσι π.χ. την όπερα του «Μωχάμεντ ο 2ος»
παρουσίασε στο Παρίσι ως «Πολιορκία της Κορίνθου» και τον «Μωυσή στην Αίγυπτο»
με μια εντελώς καινούργια διασκευή, όπου όμως βρίσκουμε ολόκληρα κομμάτια από
παλιές του όπερες. Και πόσες δεν έγραψε! Την «Σεμίραμις», την «Κλέφτρα Κίσσα»,
την «Τσελμίρα», την «Σταχτομπούτα» και άλλες κι’ άλλες. Τέλος εγκαταστάθηκε στο
Παρίσι – το όνειρο όλων των μουσικών, τότε – όπου έδωσε την «Σεμίραμι»,
πρωτοπαιγμένη στην Βενετία το 1823, την «Πολιορκία της Κορίνθου» και τέλος τον
«Γουλιέλμο Τέλλο» που καθιέρωσε πια την φήμη του σε όλη την Γαλλία.
Και εδώ
συμβαίνει κάτι το ανεξήγητο : Μετά τον «Γουλιέλμο Τέλλο» (1829), σε ηλικία
μόλις 37 ετών, ο Ροσσίνι παρατάει την σύνθεση! Δεν γράφει πια τίποτα μέσα στα
σαράντα χρόνια, που έζησε ακόμα, παρά το «Στάμπατ Μάτερ» του ( θρησκευτικό έργο
που περιγράφει το πόνο της Παναγίας : «Στάμπατ Μάτερ», λατινικά, σημαίνει «Η
Μητέρα στέκονταν») και τίποτα άλλο.
Κάνει ένα
ταξίδι στην Ιταλία, ξαναγυρίζει οριστικά στο Παρίσι, όπου ζει πια σαν πλούσιος
αστός και οι μόνες του συνθέσεις είναι αποκλειστικά …..γαστρονομικές! Έχει δικό
του χοιροστάσιο, μαγειρεύει ο ίδιος, επινοώντας διάφορα φαγητά του γούστου του.
Ξαναπαντρεύτηκε με μια γαλλίδα, επειδή, καθώς έλεγε στους φίλους του «στο σπίτι
χρειάζεται μια γυναίκα». Πέθανε το 1868 δοξασμένος και πλούσιος. Ένας μεγάλος
Γερμανός μουσικολόγος, ο Όσκαρ Μπι, γράφει τα εξής για τον Ροσσίνι : «Πάρτε την
μεγαλοφυΐα σαν κάτι το αυτονόητο, το κέρδος σαν σκοπό της ζωής, τον χιούμορ σαν
μοναδική φιλοσοφία, το καλό φαί σαν αδιαμφισβήτητη αλήθεια και την τέχνη σαν
ερωμένη και να, έχετε τον Ροσσίνι ! » .
Μπελλίνι και Ντονιτσέττι
Δίπλα στον
Ροσσίνι, ακόμα δυο συνθέτες που συνέβαλαν στην αναγέννηση της ιταλικής όπερας :
Ο Βιντσέντσο Μπελλίνι και ο Γκαετάνο Ντονιτσέττι. Και οι δυο τους σύγχρονοι του
Ροσσίνι.
Στην σύντομη
ζωή του ο Μπελλίνι που γεννήθηκε στην Κατάνια και πέθανε, μόλις 34 ετών, στο
Πυτώ, κοντά στο Παρίσι (1801-1835) έγραψε πολλές όπερες που παίχθηκαν τόσο στην
Ιταλία, όσο και στο Παρίσι και που απ’ όλες τους ξεχωρίζει η «Νόρμα» με τις
υπέροχες μελωδίες και τα σύνολα της, με την αθάνατη εκείνη άρια της «Κάστα
Ντίβα» που πολύ λίγες φωνές στο κόσμο μπορούν να τραγουδήσουν στην αληθινή
κλασσική της γραμμή.
Bellini : Norma, Casta Diva - 7 min.
Bellini : I Puritani, Elvira' s mad scene - 7 min.
Άλλες όπερες του Μπελλίνι είναι η «Νυχτοβάτιδα», οι
«Πουριτανοί», η «Πειρατής», η «Ξένη»(Στρανιέρα), το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα».
Σήμερα μέσα
στο σάλο της «μοντέρνας» μουσικής όταν βρίσκονται άξιες τραγουδίστριες και
τραγουδιστές, υπάρχουν ακόμη θέατρα, που ανεβάζουν την «Νόρμα» ή τους
«Πουριτανούς». Γιατί είναι το τραγούδι που προβάλλεται κυρίως στις όπερες του
Μπελλίνι, απαιτώντας μεγάλη δεξιοτεχνία. Ως τόσο, αυτή η προβολή του τραγουδιού
είναι σε βάρος της σκηνικής δράσης και γενικά του μουσικού συνόλου.
Στον
Ντονιτσέττι βρίσκουμε κιόλας πιο συγκροτημένα τα λιμπρέτα, περισσότερη σημασία
στην ορχήστρα και αν οι μελωδίες του δεν έχουν την αφελή εκείνη χάρη και τη
γοητεία, που έχουν οι άριες του Μπελλίνι, ως τόσο η «Λουτσία» του, ζει ακόμα
σήμερα, όπως ζουν και οι κωμικές του όπερες «Ντον Πασκουάλε» και «Ελιξήριο του
έρωτα».
Ο
Ντονιτσέττι είχε μια αρκετά πολυτάραχη ζωή. Γεννήθηκε στο Πέργκαμο το 1797 όπου
και πέθανε στις 8 Απριλίου 1848, αφού, ίσως από υπερκόπωση, λίγα χρόνια πριν
είχε χάσει το λογικό του.
Πολιτικοί
λόγοι τον έκαναν να φύγει από την Νάπολι, όπου είχε δώσει πολλές όπερες, για το
Παρίσι, όπου έγραψε την «Φαβορίτα», τον «Ντον Πασκουάλε» και την «Κόρη του
Συντάγματος», μια όπερα εντελώς στο γαλλικό γούστο, έπειτα για την Βιέννη όπου
έγραψε την «Λίντα ντι Σαμονί». Άλλη
όπερα του Ντονιτσέττι είναι η «Άννα Μπολένα» που το ίδιο θέμα είχε
χρησιμοποιήσει και ο Μπελλίνι, γιατί αυτοί οι δυο τους, Μπελλίνι και
Ντονιτσέττι υπήρξαν μεγάλοι αντίπαλοι και ανταγωνιστές, όπου ο Μπελλίνι πέθανε,
αφήνοντας ελεύθερο πια το πεδίο στον αντίπαλο του. Και πέθανε ακριβώς τη χρονιά
που ο Ντονιτσέττι θριάμβευε με τη «Λουτσία» του.
Ο Γκιουζέππε Βέρντι
Θα μπορούσαν
να αναφερθούν πολλά ονόματα από συνθέτες συγχρόνους και μεταγενέστερους των
Μπελλίνι και Ντονιτσέττι που έγραψαν όπερες, προσπαθώντας να εξυψώσουν το
είδος, αλλά προς τι, αφού όλοι τους σβήνουν μπροστά στ μεγάλη μορφή του
Γκιουζέππε Βέρντι που γεννημένος σε ένα χωριουδάκι της Β. Ιταλίας, φτωχόπαιδο,
ήταν γραφτό να δοξάσει την πατρίδα του, να δοξασθεί ο ίδιος όσο λίγοι μουσικοί
σε όλο τον κόσμο.
Ένας μεγάλος
καλλιτέχνης και μεγάλος «άνθρωπός», μια κοσμαγάπητη μορφή όχι μόνο στη χώρα
του, αλλά παντού, αφού ακόμα και στη Γερμανία, οι στατιστικές δείχνουν πως τα
έργα του παίζονται περισσότερο από εκείνα του Βάγκνερ! Πραγματικά, ο Βέρντι
υπήρξε και έμεινε ο μοναδικός αντίπαλος του μεγάλου Γερμανού.
Παιδί ενός φτωχού
ταβερνιάρη-μικρομπακάλη του Ρονκόλε – το όνομα του χωριού του – γεννήθηκε στις 7
Οκτωβρίου του 1813, την ίδια χρονιά που γεννήθηκε ο Βάγκνερ, πέντε μήνες
αργότερα από εκείνον. Χάρι σε ένα πλούσιο έμπορο, προμηθευτή και φίλο του
πατέρα του – Μπαρέτσι το όνομα του – που στάθηκε προστάτης του, μπόρεσε να
σπουδάσει ο μικρός Γκιουζέππε, με ιδιωτικό όμως δάσκαλο, επειδή το Ωδείο του
Μιλάνου….τον απέρριψε!
Δώδεκα
χρονών κιόλας, κρατούσε το όργανο στην εκκλησία του χωριού του και στα 26 του
δοκίμαζε την πρώτη του επιτυχία στη «Σκάλα» με την όπερα «Ομπέρτο».
Ο Μπαρέτσι
όχι μόνο τον είχε βοηθήσει, αλλά του είχε δώσει λίγα χρόνια πριν και την κόρη
του Μαργαρίτα για σύζυγο. Όλα γελούσαν στο νεαρό συνθέτη, οι παραγγελίες μετά
την επιτυχία του «Ομπέρτο» (1839) του’ έρχονταν άφθονες, όταν ένα χρόνο
αργότερα, το 1840, δοκιμάζει ένα φοβερό κτύπημα: Μέσα σε λίγες μέρες χάνει και
την γυναίκα του και τα δυο παιδιά του. Και, ακριβώς τότε, πάνω σε αυτή την
οικογενειακή τραγωδία, ο Βέρντι έγραψε, κατά παραγγελία της «Σκάλας», την
κωμική όπερα «Un Giorno di Regno”(«Μια μέρα βασιλείας»). Την έγραψε
άσχημα, όπως ήταν επόμενο. Και απέτυχε. Επί δυο χρόνια μένει βουβός, τυλιγμένος
στο πένθος και τον πόνο. Και ξαφνικά, η μεγαλοφυΐα του ξαναξυπνάει : Γράφει το «Ναμπούκο»
του που σημειώνει μια τεράστια επιτυχία και συνάμα του χαρίζει μια νέα σύντροφο
: Την τραγουδίστρια Γκιουζεππίνα Στρεππόνι που γίνεται γυναίκα του και που στο
πλευρό της ζει πια μια ανέφελη, ευτυχισμένη ζωή, χωρίς καμιά έννοια, καμιά
φροντίδα, παρά μονάχα την τέχνη του.
Στην αρχή, ο
Βέρντι ακολουθεί τα υποδείγματα των Μπελλίνι και Ντονιτσέττι, αλλά εκείνο που
χαρακτηρίζει αμέσως, τις πρώτες του δημιουργίες, είναι η δύναμη και η
ειλικρίνεια. Μια δύναμη που φθάνει ως την βιαιότητα και δεν ξέρει κανένα μέτρο.
Οι πρώτες του όπερες είναι άνισες, χωρίς ορισμένο ύφος, χωρίς τάξη ακόμα, αλλά
ως τόσο και μέσα από αυτές αναπηδούν ξαφνικά υπέροχες ομορφιές. Ποτέ το πάθος
δεν βρήκε πιο εύγλωττη, πιο συναρπαστική έκφραση.
Ο Βέρντι
τραβάει ίσα τον δρόμο του, δεν ξέρει περιστροφές, γλυκασμούς, μυστήρια. Κι’ ως
τόσο, συχνά, και ανάμεσα σε αυτό το πάθος, σε αυτή τη φλογερή ορμητικότητα, η
καρδιά του μουσικού ξέρει να τραγουδάει απαλά, με μια ουράνια γλυκύτητα. Σε
ηλικία εβδομήντα τεσσάρων και ογδόντα ετών, γράφει τα δυο του αριστουργήματα,
τον «Οθέλλο» και τον «Φάλσταφ», απαντώντας έτσι στον Βαγκνερισμό που θάμπωνε
τον κόσμο, με μια τεράστια προσπάθεια για να αποσπάσει και να αναδείξει όλα όσα
μπορούσε να περιέχει σε δραματική δύναμη και σε μουσικό πλούτο η ιταλική τέχνη.
Πόση ψυχική δύναμη προϋποθέτει μια άνοδος σε τέτοιες κορυφές, σε μια τέτοια
ηλικία!.....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου