ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ ΜΠΑΧ
Το Α και το Ω της Μουσικής
Η ζωή και το έργο του.
Με τις δυο
αυτές τελευταίες παρουσιάσεις μας, κλείνει ο κύκλος της σειράς άρθρων με τίτλο
«Μουσικής Παιδεία». Και το κλείσιμο γίνεται συμβολικά με την αναφορά στην
πρωτοπόρα μουσική ιδιοφυία του Ιωάννη Σεβαστιανού Μπάχ.
Ο Μπάχ, μια
μεγάλη μορφή που μένει και θα μένει πάντα κυριαρχεί στην ιστορία της μουσικής.
Την εποχή που το νέο μουσικό «είδος» η όπερα κατακτούσε την Ιταλία και τη
Γαλλία, στην Γερμανία έπαιρνε μια μεγάλη ανάπτυξη η καθαρά ενόργανη μουσική
καθώς και, ιδιαίτερα, η θρησκευτική μουσική, που κυριότερος εκπρόσωπος της
είναι ο Μπάχ.
Την ίδια
χρονιά, το 1685, με ένα μήνα διαφορά, γεννήθηκαν στην Γερμανία δυο μεγαλοφυΐες :
Ο Μπάχ και ο Χαίντελ. Στις 21 Μαρτίου ο πρώτος, στις 23 Φεβρουαρίου ο δεύτερος,
στην Άϊζενάχ της Θουριγγίας ο Μπάχ, στη Χάλλη της Σαξωνίας ο Χαίντελ. Μπάχ και
Χαίντελ – τους αναφέρουν συνήθως μαζί, επειδή σημειώνουν μια μεγάλη εποχή στην
τέχνη της μουσικής, αλλά ωστόσο υπάρχει μια μεγάλη και βαθιά διαφορά στους
χαρακτήρες και το έργο που μας άφησαν αυτοί οι δυο Γερμανοί που συνέβαλαν τόσο
στην πρόοδο της σοβαρής μουσικής.
Η καταγωγή του Μπάχ
Ο Ιωάννης
Σεβαστιανός Μπάχ γεννήθηκε από μια οικογένεια που από δυο και περισσότερο
αιώνες, έδινε στη Γερμανία μουσικούς – για πολύ καιρό μάλιστα στη Θουριγγία με
τη λέξη Μπάχ εννοούσαν το μουσικό!
Καθώς
φαίνεται από ένα παλιό χειρόγραφο, ιδρυτής αυτής της «δυναστείας Μπάχ» υπήρξε
ένας Βίτους Μπάχ, μυλωνάς και ψωμάς το επάγγελμα που είχε εγκατασταθεί στη
Γκότα, της Θουριγγίας, κατά τον 16ο αιώνα, ένας μυλωνάς που αγαπούσε
την κιθάρα με τόσο πάθος ώστε την έπαιρνε μαζί του και στο μύλο του! Ήδη όμως ο
γιός αυτού του μυλωνά, ο Χανς Μπάχ είναι επαγγελματίας μουσικός, περιζήτητος σε
όλη την Θουριγγία και έπειτα από αυτόν ακολουθούν πέντε γενιές με περισσότερο
από πενήντα «Μπάχ» που όλοι τους είναι μουσικοί. Δεν είναι λοιπόν παράξενο πως
ήδη στην Τρίτη γενιά, η δημιουργική δύναμη αυτής της «ράτσας» κορυφώνεται και
βρίσκει την τέλεια εκδήλωση της στην προσωπικότητα του Ιωάννη Σεβαστιανού Μπάχ.
Από τον
πατέρα του, τον Ιωάννη Αμβρόσιο Μπάχ, πήρε τα πρώτα του μαθήματα βιολιού, αλλά
πολύ γρήγορα, στα δέκα του μόλις, μένει ορφανός και από πατέρα και μητέρα και
τότε την ανατροφή και την μόρφωση του αναλαμβάνουν ο θείος του και ο μεγαλύτερος
αδελφός του και οι δυο ονομάζονταν Ιωάννης Χριστόφορος και ήταν σπουδαίοι
οργανίστες.
Θα πρέπει να
σημειωθεί πως αν στην Ιταλία η μουσική ξεκινούσε από το τραγούδι και στη Γαλλία
από τα κλαβεσέν, στη Γερμανία βάση και ξεκίνημα για κάθε μουσική δημιουργία,
εκείνη την εποχή, ήταν το εκκλησιαστικό όργανο και στη μελέτη του οργάνου
δόθηκε με όλη του τη ψυχή ο μικρός Ιωάννης Σεβαστιανός Μπάχ αναπτύσσοντας μια
εκθαμβωτική δεξιοτεχνία.
Και το
εκκλησιαστικό όργανο αποτέλεσε τη βάση, τον «πυρήνα» για όλο του το έργο,
φωνητικό ή ενόργανο που θαυμάζουν όλοι μέχρι σήμερα.
Η ζωή του Μπάχ
Δεν υπάρχει
μουσικός που να έζησε μια ζωή τόσο απλή , τόσο περιορισμένη, τόσο στερημένη από
κάθε φιλοδοξία, όσο ο Ιωάννης Σεβαστιανός Μπάχ.
Δέκα οκτώ
χρόνων, πρέπει κιόλας να κερδίσει τη ζωή του με τη μουσική. Μελετάει μόνος του,
διαβάζει και αντιγράφει τα έργα των προγενέστερων, κάνει ταξίδια με τα πόδια
για να πάει στο Αμβούργο – χιλιόμετρα μακριά – για να ακούσει κάποιο μεγάλο
οργανίστα, ή σε άλλες πόλεις, για τον ίδιο λόγο, ενώ συνάμα, παίρνει διάφορες
«θέσεις» πότε σε πριγκηπικές αυλές, πότε σε εκκλησίες, πότε σαν βιολονίστας,
πότε σαν αρχιμουσικός και πότε σαν οργανίστας, αλλά πάντα και σαν συνθέτης και
εκτελεστής συνάμα.
Τέλος, το
1723 παίρνει μια οριστική θέση στη Λειψία, στην εκκλησία και τη σχολή του Αγίου
Θωμά ως «κάντορας» ( η λέξη προέρχεται από το «κάντο» = τραγούδι) διευθυντής
και δάσκαλος της χορωδίας. , Σε αυτή τη θέση μένει ως το θάνατο του, το 1750. Εκεί
έγραψε τα πιο ωραία και τα πιο μεγάλα του έργα. Εκεί ανάθρεψε τα είκοσι παιδιά
του. Παντρεύτηκε δυο φορές. Η πρώτη του γυναίκα, η Μαρία Βαρβάρα Μπάχ που ήταν
εξαδέλφη του, του έδωσε πέντε γιούς και πέντε κόρες. Η δεύτερη, η Άννα
Μαγδαληνή που παντρεύτηκε ένα χρόνο μετά τον θάνατο της πρώτης, το 1721, του
έδωσε έξη αγόρια και τέσσερα κορίτσια. Τρία από τα παιδιά του πέθαναν μικρά.
Τέσσερις από τους γιούς του είναι σπουδαίοι συνθέτες – Ο Βίλχελμ Φρίντμαν, ο
Καρλ Φίλιππος Εμμανουήλ, ο Ιωάννης Χριστόφορος Φρίντριχ και ο Ιωάννης
Χριστιανός. Ο Βίλχελμ Φρίντμαν που ήταν ο πρωτότοκος, είχε κληρονομήσει όλη την
μεγαλοφυΐα του πατέρα του, αλλά σαν άνθρωπος υπήρξε τόσο άσωτος που κατάντησε
να πεθάνει αλήτης στο Βερολίνο. Ο Ιωάννης Χριστιανός που επονομάζεται «Μπάχ του
Λονδίνου» γιατί στο Λονδίνο έζησε τα περισσότερα χρόνια του, αρχιμουσικός της βασίλισσας
και διευθυντής, μαζί με τον βιολονίστα Άμπελ των φημισμένων τότε «Συναυλιών
Συνδρομητών», έγραψε όπερες και συμφωνίες, καθώς και έργα για πιάνο που τότε
άρχιζε να τελειοποιείται. Αυτός, ο Ιωάννης Χριστιανός Μπάχ, ο μικρότερος γιός
του μεγάλου Μπάχ, γεννήθηκε στην Λειψία το 1735 και πέθανε στο Λονδίνο το 1782.
Για την
οικογενειακή ζωή του Μπάχ δεν ξέρουμε τίποτα άλλο, εκτός από ένα και μοναδικό
γράμμα που σώζεται και όπου γράφοντας με βαθειά τρυφερότητα για τα παιδιά και
τη γυναίκα του, λέει : «…..είναι όλοι γεννημένοι μουσικοί και σίγουρα θα μπορούσα
να δώσω με την οικογένεια μου μια συναυλία, φωνητική και ενόργανη, εφόσον
μάλιστα η τωρινή μου γυναίκα έχει μια ωραία φωνή σοπράνο και η μεγάλη μου κόρη
δεν τα καταφέρνει άσχημα……».
Ο έρωτας, το
πάθος, έτσι όπως τα γνώρισαν οι Ιταλοί και οι Γάλλοι καλλιτέχνες, έτσι όπως τον
ένοιωσε ο Μπετόβεν ή ο Βάγκνερ, δεν έπαιξαν κανένα ρόλο στη ζωή του Μπάχ.
Άλλωστε, ο Μπάχ, αντίθετα από τους μεταγενέστερους μεγάλους μουσικούς – τον
Μπετόβεν, τον Βάγκνερ, τον Μπερλιόζ – δεν σκέφθηκε ποτέ να εκφράσει στη μουσική
του τις λύπες ή τις χαρές της ιδιωτικής του ζωής, είναι μάλιστα πολύ πιθανόν
πως μια τέτοια αισθητική θα τον παραξένευε και θα τον σοκάριζε. Στα θρησκευτικά
του έργα θα του ήταν ακατανόητο να ανακατέψει προσωπικά αισθήματα με τα ιερά
κείμενα και στα έργα του της μουσικής δωματίου πάλι, δεν θα ανέχονταν ποτέ έναν
καλλιτέχνη που γίνονταν δεκτός σε ένα αριστοκρατικό σαλόνι ή σε μια βασιλική
αυλή, να μιλάει για τις ιδιωτικές υποθέσεις, να εκμυστηρεύεται τις χαρές του ή
τους πόνους του, την προσωπική του ζωή.
Τα κύρια χαρακτηριστικά του έργου του
Αυτή η
απόλυτη αντικειμενικότητα αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά του συνολικού
έργου του Μπάχ. Το άλλο, σπουδαίο χαρακτηριστικό είναι ότι το έργο του είναι
απόλυτα δικό του, απόλυτα γερμανικό, γιατί ο Ιωάννης Σεβαστιανός Μπάχ δεν
ταξίδεψε ποτέ έξω από την πατρίδα του, δεν αναζήτησε τις εμπνεύσεις του παρά
μέσα του, μέσα στη ψυχή του, μέσα στη σκέψη του, συγκεντρωμένος στη δουλειά του
που έβλεπε πάντα σαν ένα καθήκον προς την εκκλησία ή στον πρίγκιπα που
υπηρετούσε, χωρίς να φροντίζει ποτέ για την διάδοση της και μάλιστα, χωρίς
νάχει καν ιδέα για την υπέροχη αξία του έργου του.
Έγραφε τις
«καντάτες» του π.χ. για μια ορισμένη εκκλησιαστική γιορτή ή τις «σουίτες» ή ότι
άλλο, για μια ορισμένη περίσταση και έπειτα έβαζε τα χειρόγραφα του παράμερα,
χωρίς να σκεφθεί ποτέ να τα τυπώσει.
Οι σύγχρονοι
του δεν τον θαύμαζαν παρά σαν οργανίστα και κλαβεσινίστα, σαν βιρτουόζο. Ο
θάνατος του, πέρασε σχεδόν απαρατήρητος και, ίσως σήμερα δεν θα ξέραμε, τίποτα
από τα έργα του Μπάχ, αν πολλά χρόνια μετά το θάνατο του, ο Μέντελσον,
διορισμένος αρχιμουσικός στη Λειψία, δεν τα ανακάλυπτε : έμεινε έκθαμβος
μπροστά στο πλούτο αυτής της δημιουργίας και το 1829 έδωσε για πρώτη φορά στο
Βερολίνο τα «Πάθη κατά Ματθαίον».
Ο κόσμος
έμεινε κατάπληκτος μπρος στο μεγαλείο του έργου και αυτό έγινε αφορμή να
μελετηθούν τα έργα του Μπάχ, να τυπωθούν και να διαδοθούν. Στον Μέντελσον
ανήκει η τιμή αυτής της «Ανάστασης»του Μπάχ, της αναγνώρισης των σπουδαίων
έργων του.
Μια ματιά στα έργα του Μπάχ.
Είναι
τέτοιος ο πλούτος της δημιουργίας του αληθινά μεγάλου αυτού μουσικού, που είναι
αδύνατον να μιλήσει κανείς εμπεριστατωμένα μέσα στα όρια αυτής της παρουσίασης.
Με δυο λόγια : Η μουσική του Μπάχ κλείνει σε μια ύψιστη τελειοποίηση ότι είχε γραφτεί
ως την εποχή του, είναι η κατάληξη μιας παράδοσης χιλίων ετών, αλλά συνάμα και
η αρχή όλης της νεώτερης μουσικής μας. Το Α και το Ω. Έγραψε για ορχήστρα, για
βιολί, για εκκλησιαστικό όργανο, για κλαβεσέν, για χορωδία, για όλα τα όργανα,
με μια υπέροχη δημιουργική δύναμη, μια αστείρευτη γονιμότητα, μια καταπληκτική
τεχνική. Στα έργα του Μπάχ, δεν μπορείς να ξεχωρίσεις την τεχνική από την
έμπνευση, γιατί αυτή η τεχνική δεν είναι ποτέ ξερή, στεγνή, αλλά αποτελεί ένα
μεγάλο μέρος της έμπνευσης, δένεται άμεσα με αυτήν και είναι πάντα γεμάτη
φαντασία. Τι να πρωτοαναφέρει κανείς ? Από τις θρησκευτικές συνθέσεις του, που
παίρνουν και το μεγαλύτερο μέρος της όλης του δημιουργίας, ας αναφέρουμε πρώτα
τα «χορικά» και τις «καντάτες» του. Το χορικό είναι μικρό, σύντομο, τετράφωνο
θρησκευτικό τραγούδι της διαμαρτυρόμενης εκκλησίας. Σε αυτά τα μικρά τραγούδια
ως τόσο, θαυμάζουμε την τελειότητα της τεχνικής και το βάθος της έκφρασης.
Bach : Kantate Nr.170 "Vergungte Ruh, Beliebte seelenlust" - 7 min.
Η «καντάτα»
πήρε το όνομα της από το «κάντο» (τραγούδι), σε αντίθεση με τη «σονάτα» που
σημαίνει αυτό που «σονάρει» που παίζεται δηλαδή από τα όργανα. Η «Καντάτα» της
διαμαρτυρόμενης εκκλησίας αποτελεί μέρος της ιερής ακολουθίας και το κείμενο
της αναφέρεται σε κάθε μέρα που γιορτάζει η εκκλησία, σε κάθε Κυριακή και
γιορτή.
Είναι σαν
μια μικρή λυρική σκηνή που εξιστορεί το ανάλογο με την ημέρα συμβάν. Οι
καντάτες του Μπάχ περιλαμβάνουν σολίστες και χορωδία με συνοδεία εκκλησιαστικού
οργάνου, αλλά συχνά και ορχήστρας με συμφωνικά πρελούδια τα ιντερμέδια. Ο Μπάχ
έγραψε πάνω από πεντακόσιες τέτοιες καντάτες που όμως δεν σώθηκαν παρά
διακόσιες. Έργα αξιοθαύμαστα που αντιπροσωπεύουν ένα ολόκληρο κόσμο : Στην
σημερινή μουσική μας, δεν υπάρχει τίποτα που να μην βρίσκεται «εν σπέρματι»
στις καντάτες του Μπάχ. Παράλληλα με τις καντάτες, έχουμε τα «μοτέτα» που είναι
έργα φωνητικά, για μια φωνή ή περισσότερες, χωρίς ανεξάρτητη ενόργανη συνοδεία.
Τα κείμενα τους, για την καθολική εκκλησία είναι σε λατινική γλώσσα, για την διαμαρτυρόμενη
στη γλώσσα του λαού, αλλά πάντα σε θρησκευτικό ύφος.
Τα «μοτέτα»
του Μπάχ είναι σαν σύντομες καντάτες, αλλά πιο απλά, αλλά, ακριβώς με αυτή την
απλότητα τους γεμάτα επιβλητικό μεγαλείο. Κρύβουν μια μεγάλη δύναμη και
αποδεικνύουν την εξαιρετική τεχνική του Μπάχ ακόμη και στα πιο απλά έργα.
Bach : Motet "Komm Jesu Komm.." - 9 min.
Ξεχωριστή
θέση στην παγκόσμια θρησκευτική μουσική παίρνουν τα «Πάθη» του Μπάχ.
Έχουμε δει
πως στην Ιταλία, παράλληλα με την όπερα, είχε γεννηθεί και το ορατόριο που στη
πραγματικότητα είναι μια όπερα με θρησκευτικό περιεχόμενο που δεν παίζεται στο
θέατρο, αλλά εκτελείται στην εκκλησία, χωρίς σκηνικά δηλαδή και κουστούμια.
Ο πρώτος που
εισήγαγε το ορατόριο στη Γερμανία, ήταν ο Ερρίκος Σύτς ( Heinrich Schutz ) που γεννήθηκε το 1585 και πέθανε
το 1672. Ο Σύτς είχε σπουδάσει στην Ιταλία και ήταν ο πρώτος Γερμανός συνθέτης
που έγραψε ορατόρια και άλλα θρησκευτικά έργα μεγάλης αξίας, ανάμεσα τους και
τέσσερα «Πάθη».
Schutz : Matthaeus Passion -4 min.
Ο Μπάχ τελειοποιεί και εδώ τη μορφή και τις δίνει απόλυτα θρησκευτικό χαρακτήρα, αφήνοντας μας τρία αριστουργήματα : Τα «Πάθη κατά Ιωάννη», τα «Πάθη κατά Ματθαίο» και το «ορατόριο των Χριστουγέννων».
Ο Μπάχ τελειοποιεί και εδώ τη μορφή και τις δίνει απόλυτα θρησκευτικό χαρακτήρα, αφήνοντας μας τρία αριστουργήματα : Τα «Πάθη κατά Ιωάννη», τα «Πάθη κατά Ματθαίο» και το «ορατόριο των Χριστουγέννων».
Στα πάθη εξιστορείται
το μεγάλο δράμα του Γολγοθά ακολουθώντας τα κείμενα των Ευαγγελίων σε συνδυασμό
με στίχους ποιητή της εποχής, όπως του Χριστιανού Φρειδερίκου Πικάντερ στα «Πάθη
κατά Ματθαίον» που είναι ιδιαίτερα ένα μεγαλόπνοο έργο όπου ο Μπάχ συνδυάζει
την πιο μεγάλη και υψηλή τέχνη με την πιο συγκινητική απλότητα.
Κατά την
παράδοση, ο Μπάχ έγραψε εν όλο πέντε «Πάθη». Το πρώτο χάθηκε εντελώς. Από τα «Πάθη
κατά Μάρκον» έχουν διασωθεί μόνο μερικά αποσπάσματα και όσο για τα «Πάθη κατά
Λουκάν» που έχουν διασωθεί ολόκληρα, η νεώτερη έρευνα απόδειξε ότι δεν είναι
γνήσιο έργο του Μπάχ.
Bach : Markus Passion , Schlusschor - 5 min.
Bach : Lukas Passion BWV246 - 12 min.
Ίσως πρόκειται για ένα έργο του γιού του, του άσωτου εκείνου Φρίντμαν Μπάχ που στην ακαταστασία του οφείλεται και η απώλεια των δυο άλλων, γιατί σε αυτόν είχαν περιέλθει μετά το θάνατο του πατέρα του, μαζί ποιός ξέρει με πόσα άλλα έργα που χάθηκαν.
Ίσως πρόκειται για ένα έργο του γιού του, του άσωτου εκείνου Φρίντμαν Μπάχ που στην ακαταστασία του οφείλεται και η απώλεια των δυο άλλων, γιατί σε αυτόν είχαν περιέλθει μετά το θάνατο του πατέρα του, μαζί ποιός ξέρει με πόσα άλλα έργα που χάθηκαν.
Το «Ορατόριο
των Χριστουγέννων» είναι στην πραγματικότητα μια σειρά από έξη μεγάλες «Καντάτες»
που προορίζονται για τις εορτές από τα Χριστούγεννα ως τα Επιφάνεια. Υπάρχει όμως
μια ενότητα σε αυτές τις έξη καντάτες που τους δίνει τη μορφή του ορατορίου.
Δυστυχώς εξ αιτίας του μήκους του έργου, δεν εκτελούνται ποτέ όλες, αλλά μόνο ορισμένα
αποσπάσματα.
Όλα τα
θρησκευτικά έργα του Μπάχ είναι γραμμένα για την διαμαρτυρόμενη εκκλησία, με
μια εξαίρεση : Την υπέροχη λειτουργία του σε σι ελάσσονα που γράφτηκε για την
καθολική αυλή της Δρέσδης, όπου ο Μπάχ καθώς δεν δεσμεύεται από ορισμένους
τύπους της Διαμαρτυρόμενης εκκλησίας, αφήνει ελεύθερη την έμπνευση του και
δημιουργεί ένα από τα πιο υψηλά μνημεία της θρησκευτικής μουσικής τέχνης.
Η «Μουσική προσφορά» και η «Τέχνη της
Φούγκας»
Άπειρα είναι
τα έργα του Μπάχ για όλα τα είδη : Κοντσέρτα, σονάτες, σουίτες, κομμάτια για
εκκλησιαστικό όργανο, για κλαβεσέν ( που σήμερα αντικαθιστά το πιάνο), όπως το
μνημειώδες έργο του « Το συγκερασμένο κλειδοκύμβαλο» που ενώ είναι ένα μεγάλο «μάθημα»,
μια σπουδαία διδασκαλία για τον πιανίστα, είναι συνάμα και ένα αριστουργηματικό
έργο με τα 24 πρελούδια και τις φούγκες του…
Αλλά να, τα
τελευταία μεγάλα του έργα : Το 1747, ο Μπάχ κάνει ένα ταξίδι στο Βερολίνο όπου
ο γιός του Φίλιππος Εμμανουήλ έπαιζε στην ιδιωτική ορχήστρα του βασιλιά
Φρειδερίκου του Μεγάλου που, καθώς ξέρουμε
ήταν καλός μουσικός και έπαιζε φλάουτο. Μόλις ο Φρειδερίκος έμαθε πως ο
Μπάχ είχε φθάσει στο Βερολίνο τον κάλεσε αμέσως στο παλάτι και, αφού τον έβαλε
να παίξει θαυμάζοντας τον, έπαιξε και ο ίδιος ο Φρειδερίκος το φλάουτο του και
έδωσε στο Μπάχ ένα θέμα παρακαλώντας τον να φτιάξει από αυτό μια φούγκα. Πρόχειρα
ο Μπάχ αυτοσχεδίασε στο κλαβεσέν την φούγκα που του ζήτησε ο βασιλιάς, αλλά
έπειτα από δυο μήνες έστειλε στο Φρειδερίκο τη «Μουσική προσφορά» του : Πάνω
στο βασιλικό θέμα είχε συνθέσει ένα ολόκληρο έργο χρησιμοποιώντας αυτό το θέμα
κατά δεκατρείς διαφορετικούς τρόπους, ως φούγκα, κανόνα, τετραμερή σονάτα και
ως τρίο!
Καταπληκτικό
σαν τέχνη και φαντασία είναι το τελευταίο έργο του Μπάχ, η « Τέχνη της φούγκας».
Ένα και μόνο
θέμα ξετυλίγεται σε δέκα πέντε φούγκες και τέσσερεις κανόνες, χωρίς να υποσημειώνεται πια για ποιο όργανο
προορίζεται : είναι μια εντελώς άϋλη, εξαϋλωμένη μουσική που λύνει τα πιο βαθιά
μυστικά της αντιστικτικής τέχνης ανυψώνοντας την σε ένα υπεργήινο, πνευματικό
κόσμο. Εδώ, σε αυτό το έργο, μια χιλιόχρονη εξέλιξη της μουσικής τέχνης βρίσκει
την τέλεια, την ανυπέρβλητη πληρότητα της. Αλλά και εδώ επίσης, η ζωή του
μεγάλου δημιουργού σταματάει, αφού έδωσε ότι είχε να δώσει : Στο τελευταίο
μέρος της τετράφωνης φούγκας, το χέρι πέφτει άψυχο, ο Ιωάννης Σεβαστιανός Μπάχ,
αφήνει την ύστατη πνοή του.
Σημείωση : «Φούγκα»
( στα ελληνικά «φυγή») είναι μια σύνθεση όπου ένα θέμα, το ίδιο πάντα, που
απαγγέλεται διαδοχικά από τις διάφορες φωνές ή τα όργανα, υφίστανται διάφορες
μεταμορφώσεις και δίνει αφορμή σε πολυειδείς αναπτύξεις. Ο κανόνας είναι η «μίμηση»
μιας μελωδίας : Μια φωνή ή ένα όργανο αρχίζει μια μελωδία, έπειτα «μπαίνει» μια
δεύτερη φωνή που τραγουδάει ή παίζει ακριβώς την ίδια μελωδία. Μπορεί να μπει
και μια Τρίτη και μια τέταρτη φωνή – λέγοντας «φωνή» εννοείται τραγούδι ή
όργανο. Εξήγηση πάρα πολύ απλή και αφορά αυτούς που δεν ξέρουν μουσική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου