Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015

Το προσκύνημα του Τσάϊλντ Χάρολντ - Μέρος 3ο

CHILDE HAROLD'S PILGRIMAGE


By Lord Byron


Ολόκληρο το ποίημα στην αγγλική αναγράφεται στην ιστοσελίδα :
http://www.gutenberg.org/files/5131/5131-h/5131-h.htm

Περιλαμβάνει 4 ωδές , κάθε ωδή περιέχει στροφές από 9 στίχους η κάθε μία.
Η 1η ωδή περιέχει 93 στροφές, η δεύτερη 98 , η τρίτη  118 ,και η τέταρτη 186.
 Η ομοιοκαταληξία στις στροφές ακολουθεί το σχήμα : ABABBCBCC.

Λόγω του μεγάλου μεγέθους του ποιήματος, θα περιορισθούμε στη
παρουσίαση των 25 πρώτων στροφών από την 1η Ωδή, σε μερικές
 στροφές από την 2η Ωδή η οποία αναφέρεται στο προσκύνημα
 του Τσάϊλντ Χάρολντ στην Ελλάδα του 1810 και στις 5 τελευταίες
στροφές από την τελευταία 4η Ωδή.

Ολόκληρο το ποίημα μπορεί να αναγνωσθεί σε μετάφραση
του Γ. Πολίτη σε έκδοση του 1867 σε πεζό κείμενο και καθομιλουμένη
γλώσσα της εποχής της έκδοσης.
Το κείμενο είναι στην ιστοσελίδα :
http://www.24grammata.com/wp-content/uploads/2011/09/L.-Byron-Poiimata-Tomos-1.pdf
Προσπάθεια απόδοσης στην καθομιλουμένη από τον Γ. Κατσούρα


CANTO THE FIRST.
I.
   Oh, thou, in Hellas deemed of heavenly birth,
   Muse, formed or fabled at the minstrel's will!
   Since shamed full oft by later lyres on earth,
   Mine dares not call thee from thy sacred hill:
   Yet there I've wandered by thy vaunted rill;
   Yes! sighed o'er Delphi's long-deserted shrine
   Where, save that feeble fountain, all is still;
   Nor mote my shell awake the weary Nine
To grace so plain a tale—this lowly lay of mine.
     

ΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟ


1. Ω! Εσύ που η Ελλάδα σου έδωσε ουράνια καταγωγή!
Μούσα! που γεννήθηκες ή μυθοποιήθηκες, κατά την θέληση του τραγουδοποιού!
Αφού πολλές φορές ατιμάσθηκες από νεότερες λύρες στο κόσμο
η δικιά μου δεν τολμά να σε προσκαλέσει από τον ιερό σου λόφο
και όμως περιπλανήθηκα γύρω από τη περίφημη πηγή σου
ναι! στέναξα πάνω στον ερειπωμένο εδώ και καιρό βωμό των Δελφών
όπου ,εκτός από το απαλό κελάρυσμα της πηγής, δεν ακούγεται τίποτα άλλο,
αλλά ούτε θα πρέπει η λύρα μου να ξυπνήσει τις κοιμισμένες εννέα μούσες
για να ομορφύνουν το τόσο ταπεινό άσμα που είναι δικό μου.

II.
   Whilome in Albion's isle there dwelt a youth,
   Who ne in virtue's ways did take delight;
   But spent his days in riot most uncouth,
   And vexed with mirth the drowsy ear of Night.
   Ah, me! in sooth he was a shameless wight,
   Sore given to revel and ungodly glee;
   Few earthly things found favour in his sight
   Save concubines and carnal companie,
And flaunting wassailers of high and low degree.

2. Στη νήσο της Αλβιόνος κατοικούσε κάποτε κάποιος νεαρός
ο οποίος δεν μπορούσε να περπατάει στους δρόμους της αρετής
αλλά περνούσε το καιρό του στις πιο χειρότερες ασωτίες
και ενοχλούσε με τις θορυβώδεις διασκεδάσεις του αυτούς
που ήθελαν να κοιμηθούν
Αλίμονο! Ήταν ένα αναίσχυντο κάθαρμα παραδομένο
 σε ασεβείς επιθυμίες λίγων επιγείων πραγμάτων η όψη τον ευχαριστούσε,
 εκτός από τις πόρνες, τις σαρκικές σχέσεις και τους εξαθλιωμένους
 μπεκρήδες μεγαλύτερου ή μικρότερου βαθμού.

III.
   Childe Harold was he hight:—but whence his name
   And lineage long, it suits me not to say;
   Suffice it, that perchance they were of fame,
   And had been glorious in another day:
   But one sad losel soils a name for aye,
   However mighty in the olden time;
   Nor all that heralds rake from coffined clay,
   Nor florid prose, nor honeyed lines of rhyme,
Can blazon evil deeds, or consecrate a crime.

3. Ονομάζεται Τσάϊλντ Χάρολντ, αλλά από πού πήρε το όνομα
 αυτό, προτιμώ να το αποσιωπήσω. Αρκεί να πω ότι το όνομα και
το γένος του ήταν άλλοτε ονομαστά και ένδοξα
αλλά αρκεί μόνο ένας φαύλος απόγονος για να αμαυρώσει
 για πάντα το όνομα μιας οικογένειας, όσο ονομαστό και ένδοξο
ήταν τα παλιά τα χρόνια. Ούτε όλα εκείνα που προοιωνίζει ένα γλεντζέ
από βρωμερή λάσπη, ούτε ο ανθηρός πεζός λόγος,
ούτε τα μελιστάλακτα ψεύδη της ποίησης, μπορούν να εγκωμιάσουν
 τις κακές πράξεις ή να επιβάλουν ένα έγκλημα.


IV.
   Childe Harold basked him in the noontide sun,
   Disporting there like any other fly,
   Nor deemed before his little day was done
   One blast might chill him into misery.
   But long ere scarce a third of his passed by,
   Worse than adversity the Childe befell;
   He felt the fulness of satiety:
   Then loathed he in his native land to dwell,
Which seemed to him more lone than eremite's sad cell.

4. Ο Τσάϊλντ Χάρολντ λιάζεται στο μεσημεριάτικο ήλιο
και διασκεδάζει όπως οι μύγες στις αχτίνες του
ούτε σκέπτονταν μήπως καμμιά επερχόμενη καταιγίδα
παγώσει την θερμότητα της ευτυχίας του και τον ρίξει σε δυστυχία.
Αλλά πολύ προτού περάσει το τρίτο μέρος της ηλικίας του
του έτυχε ένα χειρότερο από την απλή δυστυχία κακό.
αισθάνθηκε την από το κόρο αηδία της ζωής! Από τότε
μίσησε την πατρίδα του, δεν ήθελε να μείνει σε αυτή,
διότι του φαινόντανε πιο έρημη και από το μελαγχολικό κελί του ερημίτη.



V.
   For he through Sin's long labyrinth had run,
   Nor made atonement when he did amiss,
   Had sighed to many, though he loved but one,
   And that loved one, alas, could ne'er be his.
   Ah, happy she! to 'scape from him whose kiss
   Had been pollution unto aught so chaste;
   Who soon had left her charms for vulgar bliss,
   And spoiled her goodly lands to gild his waste,
Nor calm domestic peace had ever deigned to taste.


5. Διότι είχε διατρέξει τον μακρύ λαβύρινθο της αμαρτίας
χωρίς ποτέ να διορθώσει τα σφάλματα του. Στέναζε για πολλές
 γυναίκες, δεν αγαπούσε όμως παρά μια μόνη, αλλά αυτή,
αλίμονο! ήταν αδύνατο να γίνει δική του. Α! ευτυχισμένη ήταν
που απόφυγε αυτόν που το φίλημα του ήθελε μολύνει την αγνότητα της.
 Εκείνος όμως δεν θα αργούσε να αφήσει τα θέλγητρα της και να προτιμήσει
 βάναυσες ηδονές και ο οποίος αφού σπαταλούσε τα πλούτη και τα κτήματά της,
 ήθελε με υπερβολικά έξοδα εξακολουθήσει τις ασωτίες του,
 χωρίς ποτέ να αξιωθεί να γευτεί την οικογενειακή γαλήνη.


VI.
   And now Childe Harold was sore sick at heart,
   And from his fellow bacchanals would flee;
   'Tis said, at times the sullen tear would start,
   But pride congealed the drop within his e'e:
   Apart he stalked in joyless reverie,
   And from his native land resolved to go,
   And visit scorching climes beyond the sea;
   With pleasure drugged, he almost longed for woe,
And e'en for change of scene would seek the shades below.

6. Αλλά ήδη η καρδία του Τσάϊλντ πονούσε πάρα πολύ
 και από τους φίλους του απομακρύνονταν. Έλεγαν ότι μερικές
 φορές ήταν έτοιμος να δακρύσει αλλά ο εγωϊσμός
πάγωνε το δάκρυ στα μάτια του. Περπατούσε μόνος
στην θλιβερή του ονειροπόληση και αποφάσισε
 να αναχωρήσει από την πατρίδα του και να επισκεφθεί
θερμά κλίματα πέρα από τη θάλασσα, επειδή αφού χόρτασε
 τις ηδονές επιθυμούσε τώρα να γευτεί τις δυστυχίες και για να αλλάξει
 την σκηνή της ζωής του, ήθελε κατοικήσει ευχαρίστως στο αιώνιο σκότος.

VII.
   The Childe departed from his father's hall;
   It was a vast and venerable pile;
   So old, it seemed only not to fall,
   Yet strength was pillared in each massy aisle.
   Monastic dome! condemned to uses vile!
   Where superstition once had made her den,
   Now Paphian girls were known to sing and smile;
   And monks might deem their time was come agen,
If ancient tales say true, nor wrong these holy men.

7. Ο Τσάϊλντ Χάρολντ έφυγε από το πατρικό του σπίτι το οποίο
 ήταν μέγα και θαυμαστό οικοδόμημα, αλλά τόσο παλαιό που φαίνονταν
 έτοιμο να καταρρεύσει, όμως στηριζόντανε από ισχυρές κολώνες
 που βαστούσανε τις μεγάλες πτέρυγες του. Κάποτε ήταν μοναστήρι,
 τώρα καταδικάστηκε να γίνει θέατρο βέβηλων πράξεων!
εκεί που κάποτε η δεισιδαιμονία είχε φωλιάσει, τώρα οι μπρούτζινες κόρες
 ακούγονται να ψάλουν και να γελούν. Οι μοναχοί μπορούσαν
 να πιστεύουν ότι οι παλιοί καιροί ξαναήλθαν, εάν η αρχαία
 ιστορία αληθεύει και εάν δεν συκοφαντεί τους αγίους αυτούς ανθρώπους.

VIII.
   Yet ofttimes in his maddest mirthful mood,
   Strange pangs would flash along Childe Harold's brow,
   As if the memory of some deadly feud
   Or disappointed passion lurked below:
   But this none knew, nor haply cared to know;
   For his was not that open, artless soul
   That feels relief by bidding sorrow flow;
   Nor sought he friend to counsel or condole,
Whate'er this grief mote be, which he could not control.

8. Εν τούτοις πολλές φορές ανάμεσα στις πιο τρελές και εύθυμες
καταστάσεις του, παράξενες αγωνίες αποτυπώνονται στο πρόσωπο
του Τσάϊλντ Χάρολντ, ως εάν η ανάμνηση κάποιας θανάσιμου φιλονικίας
ή αποτυχημένου πάθους κρυβόντανε στην καρδιά του
αλλά αυτό κανένας δεν γνώριζε, ούτε ίσως προσπαθούσε να μάθει
γιατί αυτός δεν είχε καρδιά ανοικτή και αφελή η οποία αισθάνονταν
ανακούφιση όταν εκμυστηρευόντανε τις λύπες της, ούτε ζητούσε
συμβουλή ή παρηγοριά από κανένα φίλο, όποια και αν ήταν η λύπη του
την οποία δεν μπορούσε πλέον να ελέγξει.

IX.
   And none did love him:  though to hall and bower
   He gathered revellers from far and near,
   He knew them flatterers of the festal hour;
   The heartless parasites of present cheer.
   Yea, none did love him—not his lemans dear—
   But pomp and power alone are woman's care,
   And where these are light Eros finds a feere;
   Maidens, like moths, are ever caught by glare,
And Mammon wins his way where seraphs might despair.

9. Και κανένας δεν τον αγαπούσε ειλικρινά, γιατί αν και μάζευε
γύρω του πλήθος γλεντζέδων γνωστών και αγνώστων, γνώριζε
ότι αυτοί ήταν πρόσκαιρα κόλακες στα συμπόσια του
και άκαρδα παράσιτα στην τωρινή του ευεξία. Ναι, κανένας δεν τον αγαπούσε
ούτε οι αγαπημένες του φιλενάδες, γιατί οι γυναίκες φροντίζουν
μόνο για μεγαλοπρέπεια και δύναμη. Όπου δε αυτά υπάρχουν,
εκεί ο ασταθής έρωτας βρίσκει σύντροφο. Τα κορίτσια όπως οι χρυσαλίδες
προσελκύονται από την λάμψη, ο δε Μάμμωνας βγαίνει
νικητής εκεί όπου τα Σεραφείμ πιθανόν απελπιστούν.


X.
   Childe Harold had a mother—not forgot,
   Though parting from that mother he did shun;
   A sister whom he loved, but saw her not
   Before his weary pilgrimage begun:
   If friends he had, he bade adieu to none.
   Yet deem not thence his breast a breast of steel;
   Ye, who have known what 'tis to dote upon
   A few dear objects, will in sadness feel
Such partings break the heart they fondly hope to heal.

10. Ο Τσάϊλντ Χάρολντ είχε μια μητέρα την οποία μολονότι
δεν λησμόνησε, απόφυγε να την αποχαιρετίσει όταν έφυγε.
είχε και μια αδελφή την οποία αγαπούσε, αν και δεν την είδε
όταν έμελλε να ξεκινήσει το επίπονο προσκύνημα του.
Αν και είχε κάποιους φίλους κανένα δεν αποχαιρέτησε.
Μη νομίζετε όμως από αυτά, ότι η καρδιά του ήταν σιδερένια.
Σεις που γνωρίζετε τι είναι να αγαπάς μέχρι παραφροσύνης
μερικά αγαπητά αντικείμενα, θέλετε με λύπη να αισθανθείτε ότι τέτοιοι
 αποχαιρετισμοί συντρίβουν την καρδιά που ελπίζουν να γιατρέψουν.



XI.
   His house, his home, his heritage, his lands,
   The laughing dames in whom he did delight,
   Whose large blue eyes, fair locks, and snowy hands,
   Might shake the saintship of an anchorite,
   And long had fed his youthful appetite;
   His goblets brimmed with every costly wine,
   And all that mote to luxury invite,
   Without a sigh he left to cross the brine,
And traverse Paynim shores, and pass earth's central line.

11. Είχε εγκαταλείψει την πατρική του εστία, την κληρονομιά του
τα κτήματα του, τις χαμογελαστές κυρίες  τις οποίες γυρόφερνε
και των οποίων τα μεγάλα γαλανά μάτια, τα ωραία μαλλιά
και τα κατάλευκα χέρια μπορούσαν να κλονίσουν την αγιότητα
 ενός αναχωρητή και για πολύ χρόνο χορτάσουν τις νεανικές του ορέξεις.
Είχε αφήσει τα κύπελα του τα οποία γέμιζαν με τα πλέον εκλεκτά κρασιά
και κάθε πολυτελές πράγμα που μπορούσε να συγκινήσει την καρδιά του,
όλα αυτά τα άφησε χωρίς αναστεναγμό για να αναχωρήσει για τις
μωαμεθανικές ακτές και περάσει τον ισημερινό της γης.



XII.
   The sails were filled, and fair the light winds blew
   As glad to waft him from his native home;
   And fast the white rocks faded from his view,
   And soon were lost in circumambient foam;
   And then, it may be, of his wish to roam
   Repented he, but in his bosom slept
   The silent thought, nor from his lips did come
   One word of wail, whilst others sate and wept,
And to the reckless gales unmanly moaning kept.

12. Τα πανιά άνοιξαν, ο ελαφρύς άνεμος φυσά ούριος
ως να χαίρονταν που απομάκρυνε αυτόν από την πατρίδα του
και τάχιστα οι λευκοί βράχοι έσβησαν από τα μάτια του
και γρήγορα χάθηκαν μέσα σε  στροβιλιζόμενους αφρούς .
τότε ίσως μετάνοιωσε για την προς τα ταξίδια επιθυμία του
αλλά έκρυβε την μεταμέλεια του μέσα στα στήθια του
γιατί δεν βγήκε από τα χείλη του καμμιά λέξη παραπόνου
ενώ άλλοι καθόντουσαν και βρεχόντουσαν
και στις αστόχαστες ανεμοθύελλες διατηρούσαν ένα γυναικείο βογγητό.

XIII.
   But when the sun was sinking in the sea,
   He seized his harp, which he at times could string,
   And strike, albeit with untaught melody,
   When deemed he no strange ear was listening:
   And now his fingers o'er it he did fling,
   And tuned his farewell in the dim twilight,
   While flew the vessel on her snowy wing,
   And fleeting shores receded from his sight,
Thus to the elements he poured his last 'Good Night.'
 
13. Αλλά όταν ο ήλιος έδυσε στην θάλασσα
έπαιρνε την κιθάρα του την οποία μερικές φορές κούρντιζε
και έπαιζε ( αν και με σκοπό που κανένας δεν τον είχε διδάξει)
όταν νόμιζε ότι δεν τον άκουγαν ξένα αυτιά. Έβαλε λοιπόν
τα δάχτυλα του πάνω στις χορδές της και έπαιζε το τραγούδι
του αποχαιρετισμού του στο ολοσκότεινο χάραμα,
ενώ το πλοίο έφευγε πάνω στα χιονόλευκα του πτερύγια
και οι αφρισμένες ακτές απομακρύνονταν από τα μάτια του.
Ιδού πως αποχαιρέτησε τα στοιχεία για τελευταία φορά.

α. Adieu, adieu! my native shore
   Fades o'er the waters blue;
The night-winds sigh, the breakers roar,
   And shrieks the wild sea-mew.
Yon sun that sets upon the sea
   We follow in his flight;
Farewell awhile to him and thee,
   My Native Land—Good Night!

α. Αντίο, αντίο! η ακτή της πατρίδας μου
χάνεται πάνω στα γαλανά κύματα
οι νυχτερινοί άνεμοι σφυρίζουν, τα κύματα
βουίζουν, οι γλάροι θρηνούν.
Ακολουθούμε τον ήλιο που δύει στην θάλασσα.
Χαίρετε αυτός και σύ, Ω ! πατρίδα μου. Καληνύχτα.

A few short hours, and he will rise
   To give the morrow birth;
And I shall hail the main and skies,
   But not my mother earth.
Deserted is my own good hall,
   Its hearth is desolate;
Wild weeds are gathering on the wall,
My dog howls at the gate.

β. Μετά μερικές ώρες αυτός μεν θέλει ανατείλει
για να δώσει γέννηση στο αύριο,
εγώ δε θέλω χαιρετίσει τον ωκεανό και το στερέωμα
αλλά όχι και την μητρική μου γη.
Το καλό μου μέγαρο είναι εγκαταλειμμένο,
η δε εστία μου έρημη, άγρια φύλλα
φυτρώνουν στους τοίχους του
και στην πύλη του ουρλιάζει το σκυλί μου.

'Come hither, hither, my little page:
   Why dost thou weep and wail?
Or dost thou dread the billow's rage,
   Or tremble at the gale?
But dash the tear-drop from thine eye,
   Our ship is swift and strong;
Our fleetest falcon scarce can fly
   More merrily along.'

γ. Έλα εδώ, εδώ, μικρέ μου ακόλουθε
γιατί κλαίς και θρηνείς? μη φοβάσε την λύσσα
των κυμάτων ή τρέμεις τον άνεμο?
διώξε τα δάκρυα από τα μάτια σου.
το πλοίο μας είναι γρήγορο και δυνατό
ούτε το ταχύτερο γεράκι δεν μπορεί να
πετάξει με τέτοια ταχύτητα και χάρη.

'Let winds be shrill, let waves roll high,
   I fear not wave nor wind;
Yet marvel not, Sir Childe, that I
   Am sorrowful in mind;
For I have from my father gone,
   A mother whom I love,
And have no friend, save these alone,
   But thee—and One above.

δ. Ας σφυρίζουν οι άνεμοι, ας υψώνονται τα κύματα
εγώ δεν φοβάμε ούτε τα κύματα, ούτε τους ανέμους.
Μην θαυμάζεις όμως, κύριε Χάρολντ, γιατί η ψυχή μου
λυπάται, αιτία τούτου είναι ότι απομακρύνθηκα
από τον πατέρα και την προσφιλή μου μητέρα
και δεν έχω κανένα φίλο εκτός από αυτούς μόνο,
αλλά εσένα και τον Πλάστη μου.

'My father blessed me fervently,
   Yet did not much complain;
But sorely will my mother sigh
   Till I come back again.'—
'Enough, enough, my little lad!
   Such tears become thine eye;
If I thy guileless bosom had,
   Mine own would not be dry.

ε. Ο πατέρας μου ευχήθηκε με θερμές ευλογίες
αλλά δεν έδειξε πολλά σημεία λύπης
αλλά η μητέρα μου θα στενοχωρηθεί πολύ
μέχρι να ξαναγυρίσω στην αγκαλιά της
"Αρκεί, αρκεί, μικρό μου αγόρι!
τέτοια δάκρια κάνουν τα δικά σου μάτια
αν εγώ είχα την αθώα καρδιά σου
τα δικά μου δεν θα μπορούσαν να στεγνώσουν.



'Come hither, hither, my staunch yeoman,
   Why dost thou look so pale?
Or dost thou dread a French foeman,
   Or shiver at the gale?'—
'Deem'st thou I tremble for my life?
   Sir Childe, I'm not so weak;
But thinking on an absent wife
   Will blanch a faithful cheek.

στ. " Έλα εδώ, εδώ, γενναίε μου κτηματία,
γιατί είσαι τόσο χλωμός ?
ή μήπως φοβάσε τους Γάλλους εχθρούς μας
ή σε τρομάζει η ανεμοθύελλα?"
"Νομίζεις πως φοβάμαι για την ζωή μου,
κύριε Τσάϊλντ ? δεν είμαι τόσο δειλός.
Αλλά η απουσία της γυναίκας μου
θα χλωμιάσει ένα αφοσιωμένο μάγουλο.

'My spouse and boys dwell near thy hall,
   Along the bordering lake;
And when they on their father call,
   What answer shall she make?'—
'Enough, enough, my yeoman good,
   Thy grief let none gainsay;
But I, who am of lighter mood,
   Will laugh to flee away.'


ζ. Η γυναίκα μου και τα παιδιά μου κατοικούν
κοντά στο μέγαρο σου και στην κοντινή σε αυτό λίμνη
όταν λοιπόν αυτά καλέσουν το πατέρα τους
ποια απάντηση θα τους δώσει η μητέρα τους?
"Αρκετά, αρκετά, αγαθέ μου κτηματία,
κανένας ας μη κατηγορήσει την λύπη σου
εγώ δε, που είμαι πιο άστατος από σένα
καθώς απέρχομαι γελώ".

For who would trust the seeming sighs
   Of wife or paramour?
Fresh feeres will dry the bright blue eyes
   We late saw streaming o'er.
For pleasures past I do not grieve,
   Nor perils gathering near;
My greatest grief is that I leave
   No thing that claims a tear.

η. Διότι ποιος πιστεύει τους ψεύτικους στεναγμούς
συζύγου ή ερωμένης?
Νέοι εραστές θέλουν σκουπίσει τα ωραία γαλανά μάτια
που τελευταία τα είδαμε να κλαίνε.
δεν λυπάμε γιατί άφησα ηδονές που γεύτηκα, ούτε γιατί
βρίσκομαι ανάμεσα σε κίνδυνο,
η μόνη δε λύπη μου είναι ότι δεν έχω
κάτι για το οποίο να κλάψω.

And now I'm in the world alone,
   Upon the wide, wide sea;
But why should I for others groan,
   When none will sigh for me?
Perchance my dog will whine in vain
   Till fed by stranger hands;
But long ere I come back again
   He'd tear me where he stands.

θ. Και τώρα είμαι μόνος στο κόσμο
πάνω στην απέραντη, απέραντη θάλασσα
και γιατί να στενάζω για άλλους
όταν κανείς δεν στενάζει για μένα
ο σκύλος μου ίσως ήθελε άδικα κλάψει,
μέχρις ότου ένα ξένο χέρι τον ταΐσει,
αλλά μετ' ολίγο χρόνο αφού ξανά επιστρέψω
με έχει ξεσκίσει εκεί όπου στέκεται.



With thee, my bark, I'll swiftly go
   Athwart the foaming brine;
Nor care what land thou bear'st me to,
   So not again to mine.
Welcome, welcome, ye dark blue waves!
   And when you fail my sight,
Welcome, ye deserts, and ye caves!
   My Native Land—Good Night!

ι. Με σε, πλεούμενο μου, θέλω περάσει
την αφρισμένη θάλασσα.
Εκλογή τόπου δεν έχω να κάμω, μόνο όμως στην πατρίδα μου
 μην με φέρεις ξανά πίσω
Χαιρετώ, χαιρετώ,  ω σκουρογάλανα κύματα
και όταν εσύ φύγεις από την ματιά μου
θα χαιρετήσω τα σπήλαια και τις ερήμους
Καληνύχτα, ω πατρική μου γη!

XIV.
   On, on the vessel flies, the land is gone,
   And winds are rude in Biscay's sleepless bay.
   Four days are sped, but with the fifth, anon,
   New shores descried make every bosom gay;
   And Cintra's mountain greets them on their way,
   And Tagus dashing onward to the deep,
   His fabled golden tribute bent to pay;
   And soon on board the Lusian pilots leap,
And steer 'twixt fertile shores where yet few rustics reap.

14. Η ξηρά χάθηκε, το πλοίο ανεμίζει
και αντίθετοι άνεμοι το δυσκολεύουν στον τρικυμιώδη βισκαϊκό* κόλπο.
Πέρασαν ήδη τέσσερεις ημέρες, αλλά την πέμπτη
η όψη νέας ακτής μάγεψε όλων τις καρδιές
το όρος Cintra τους χαιρετά στο δρόμο τους
και αναγνωρίζουν τον τάγον **που φέρνει στην θάλασσα
τον όγκο των χρυσών νερών του
και γρήγορα στη γέφυρα ο λουζιτανός καπετάνιος
οδηγεί το σκάφος κοντά σε εύφορες ακτές
όπου κάποιοι γεωργοί θερίζουν.


* βόρια της Πορτογαλίας
** ποταμός της ιβηρικής χερσονήσου
XV.
   Oh, Christ! it is a goodly sight to see
   What Heaven hath done for this delicious land!
   What fruits of fragrance blush on every tree!
   What goodly prospects o'er the hills expand!
   But man would mar them with an impious hand:
   And when the Almighty lifts his fiercest scourge
   'Gainst those who most transgress his high command,
   With treble vengeance will his hot shafts urge
Gaul's locust host, and earth from fellest foemen purge.


15. Ω Χριστέ! είναι θείο θέαμα το να βλέπει κανείς
όλα όσα έκανε ο ουρανός για την υπέροχη αυτή χώρα!
Πόσοι ζουμεροί καρποί κοκκινίζουν πάνω στα δέντρα, πόσο καλή σοδειά
φαίνεται να υπάρχει πάνω στους λόφους,αλλά ο άνθρωπος θέλει
να τους καταστρέψει με τα ασεβή χέρια του Ω! όταν ο Ύψιστος σηκώσει
 το τρομερό του μέτωπο εναντίων αυτών που αψηφούνε τους υπέρτατους νόμους,
οι φλογεροί κεραυνοί του θέλουν τιμωρήσει με τριπλή εκδίκηση
τους πολυάριθμους Γαλάτες πολεμιστές
 και καθαρίσει τη γη από τους σκληρούς εχθρούς της.

XVI.
   What beauties doth Lisboa first unfold!
   Her image floating on that noble tide,
   Which poets vainly pave with sands of gold,
   But now whereon a thousand keels did ride
   Of mighty strength, since Albion was allied,
   And to the Lusians did her aid afford
   A nation swoll'n with ignorance and pride,
   Who lick, yet loathe, the hand that waves the sword.
To save them from the wrath of Gaul's unsparing lord.

16. Κατά αρχήν πόσες ομορφιές μας ξεδιπλώνει η Λισαβώνα!
το είδωλό της κατοπτρίζεται σε εκείνο τον ωραίο ποταμό
που οι ποιητές δεν χρειάζεται να φανταστούν χρυσόψαμμο κοίτη.
Τα νερά σου αυλακώνονται από αναρίθμητα πλοία ισχυρής ισχύος
αφ' ότου η Αλβιών  έγινε σύμμαχος της Λυσιτανίας, ένα έθνος
γεμάτο με αμάθεια και υπερηφάνεια που έγλυψε, αν και μισούσε την χείρα
που κρατούσε το αιωρούμενο σπαθί. Για να τους ελευθερώσει
από τη λύσσα του αδυσώπητου αρχηγού των Γαλατών.

XVII.
   But whoso entereth within this town,
   That, sheening far, celestial seems to be,
   Disconsolate will wander up and down,
   Mid many things unsightly to strange e'e;
   For hut and palace show like filthily;
   The dingy denizens are reared in dirt;
   No personage of high or mean degree
   Doth care for cleanness of surtout or shirt,
Though shent with Egypt's plague, unkempt, unwashed, unhurt.


17. Αλλά μπαίνοντας στη πόλη αυτή,
η οποία λάμπει από μακριά ως ουράνια πόλη,
ο ξένος αισθάνεται θλίψη βλέποντας κάθε τι
που μπορεί να λυπήσει το βλέμμα του. Οι καλύβες
 και τα ανάκτορα έχουν εξ 'ίσου όψη δυσάρεστη,
 οι βρωμεροί κάτοικοι ζούνε μέσα στο βούρκο.
 Οποιαδήποτε και να είναι η τάξη και κατάσταση τους
λίγο φροντίζουν την καθαριότητα των ρούχων τους,
αν και πολλές φορές μαστίζονται από την αιγυπτιακή πανώλη .

XVIII.
   Poor, paltry slaves! yet born midst noblest scenes—
   Why, Nature, waste thy wonders on such men?
   Lo! Cintra's glorious Eden intervenes
   In variegated maze of mount and glen.
   Ah me! what hand can pencil guide, or pen,
   To follow half on which the eye dilates
   Through views more dazzling unto mortal ken
   Than those whereof such things the bard relates,
Who to the awe-struck world unlocked Elysium's gates?


18. Άθλιε και δουλικέ λαέ, γεννημένε σε τόσο ωραίο κλίμα
Ω φύση, γιατί πλουσιοπάροχα έδωσες τα δώρα σου σε τέτοιους
ανθρώπους ? Η ποικιλία των κοιλάδων και των λόφων
 της Cintra μας παρουσιάζεται σαν νέα Εδέμ!
Α! ποιο χέρι μπορεί να περιγράψει ή να ζωγραφίσει
εκείνους τους εκτυφλωτικούς τόπους που είναι ελκυστικότεροι
 των θαυμάτων που περιέγραψε ο ποιητής
 ο οποίος τόλμησε να ανοίξει στον εκπλαγέντα
κόσμο τις θύρες των Ηλυσίων.

XIX.
   The horrid crags, by toppling convent crowned,
   The cork-trees hoar that clothe the shaggy steep,
   The mountain moss by scorching skies imbrowned,
   The sunken glen, whose sunless shrubs must weep,
   The tender azure of the unruffled deep,
   The orange tints that gild the greenest bough,
   The torrents that from cliff to valley leap,
   The vine on high, the willow branch below,
Mixed in one mighty scene, with varied beauty glow.


19. Οι απότομοι βράχοι στεφανωμένοι με μοναστήρι στις απότομες
κορυφές  τους, οι βελανιδιές με τα φύλλα τους σκιάζουν το κρήμνο
κατάφυτο με θάμνους, η μορφή των βουνών να αχνοσβύνει
 από τον καυστικό ουρανό, το βαθύ σκοτάδι όπου τα δέντρα  κλαίουν
την απουσία του ήλιου, το στιλπνό γαλάζιο χρώμα του ειρηνικού ωκεανού
οι χρυσόκαρποι που κρέμονται στα πράσινα φύλλα της πορτοκαλιάς
οι χείμαροι που αναπηδούν από το ύψος των βράχων, τα αμπέλια
που καλύπτουν τους λόφους, η ιτιά που φύεται και στις δύο όχθες του ποταμού
τα πάντα συμβάλουν στον εξωραϊσμό και ποικιλία του θελκτικού αυτού τόπου.


XX.
   Then slowly climb the many-winding way,
   And frequent turn to linger as you go,
   From loftier rocks new loveliness survey,
   And rest ye at 'Our Lady's House of Woe;'
   Where frugal monks their little relics show,
   And sundry legends to the stranger tell:
   Here impious men have punished been; and lo,
   Deep in yon cave Honorius long did dwell,
In hope to merit Heaven by making earth a Hell.


20. Έπειτα αναρριχώμενος ανέβαινε  αργά το ελικοειδές μονοπάτι
και από το ύψος κάθε βραχώδους κορυφής έστρεφε το κεφάλι
για να δει την νέα άποψη πλουσιωτέρας της πρώτης. Στην εκκλησία
της Παναγίας των πόνων αναπαύονται ασκητικοί μοναχοί που δείχνουν
τα μικρά τους  Άγια λείψανα και διηγούνται τους μύθους τους
στους ξένους. Εδώ ασεβείς τιμωρήθηκαν. Και εκεί στο σκοτεινό άντρο
όπου έζησε ο πολύχρονος Ονώριος υπομένων βάσανα της κόλασης
πάνω στη γη για να απολαύσει τον παράδεισο στον ουρανό.

XXI.
   And here and there, as up the crags you spring,
   Mark many rude-carved crosses near the path;
   Yet deem not these devotion's offering—
   These are memorials frail of murderous wrath;
   For wheresoe'er the shrieking victim hath
   Poured forth his blood beneath the assassin's knife,
   Some hand erects a cross of mouldering lath;
   And grove and glen with thousand such are rife
Throughout this purple land, where law secures not life!


21. Παρατήρησα καθώς σκαρφάλωνα στις κορυφές των βράχων
πλήθος σταυρών χαραγμένων με κακό τρόπο.
μην θεωρήσεις αυτούς αποδείξεις ευσέβειας, είναι εύθραστα
 μνημεία λυσσαλέας δολοφονίας. Πανταχού όπου το μαχαίρι
στυγερού δολοφόνου έχυσε το αίμα θύματος
ύψωσέ σταυρό φτιαγμένο από δυο σαπισμένες βέργες. οι κοιλάδες
και τα δάση είναι γεμάτα από τέτοιες θλιβερές αναμνήσεις
σε αυτήν την αιμοχαρή χώρα όπου οι νόμοι
 δεν προστατεύουν την ανθρώπινη ζωή.

XXII.
   On sloping mounds, or in the vale beneath,
   Are domes where whilom kings did make repair;
   But now the wild flowers round them only breathe:
   Yet ruined splendour still is lingering there.
   And yonder towers the prince's palace fair:
   There thou, too, Vathek! England's wealthiest son,
   Once formed thy Paradise, as not aware
   When wanton Wealth her mightiest deeds hath done,
Meek Peace voluptuous lures was ever wont to shun.


22. Στις πλαγιές των λόφων ή στο μέσον των κοιλάδων
παρατηρούνται επαύλεις οι οποίες άλλοτε ήσαν κατοικίες
βασιλέων. Αλλά τώρα άγρια φυτά μόνο φύονται τριγύρω,
παρ' όλα αυτά λείψανο λαμπρότητας ενυπάρχει στα ερείπια
αυτά. Εκεί εγείρεται το ωραίον ανάκτορο του ηγεμόνα, και
συ Ω! Βαθέκ, βαθύπλουτο τέκνο της Αλβιόνος, έπλασες
 τον παράδεισο σου εκεί, ξεχνώντας ότι, αφού ο άπληστος
 ηδονών πλούτος προσφέρει πλουσιοπάροχα τους θησαυρούς του,
η γλυκιά ειρήνη αποφεύγει πάντοτε το δόλωμα της ηδονής.


XXIII.
   Here didst thou dwell, here schemes of pleasure plan.
   Beneath yon mountain's ever beauteous brow;
   But now, as if a thing unblest by man,
   Thy fairy dwelling is as lone as thou!
   Here giant weeds a passage scarce allow
   To halls deserted, portals gaping wide;
   Fresh lessons to the thinking bosom, how
   Vain are the pleasaunces on earth supplied;
Swept into wrecks anon by Time's ungentle tide.


23. Υπό την θελκτική σκέπη αυτού του βουνού εξέλεξες
την κατοικία σου προσκαλώντας εκεί όλες τις τέρψεις.
Αλλά σήμερα, ως ένα πράγμα τρομακτικό για τον άνθρωπο,
το γοητευτικό σου ανάκτορο έμεινε έρημο σαν και σένα.
Πελώριοι θάμνοι μόλις και επιτρέπουν στο περιηγητή
να φθάσει στα έρημα σου δωμάτια και στις μεγάλες ανοικτές
στοές σου. Νέο μάθημα για την καρδιά εκείνου
ο οποίος σκέπτεται το πόσο είναι μάταια τα επίγεια ανάκτορα
όταν ο πανδαμάτωρας χρόνος τα μεταβάλει σε ερείπια.


XXIV.
   Behold the hall where chiefs were late convened!
   Oh! dome displeasing unto British eye!
   With diadem hight foolscap, lo! a fiend,
   A little fiend that scoffs incessantly,
   There sits in parchment robe arrayed, and by
   His side is hung a seal and sable scroll,
   Where blazoned glare names known to chivalry,
   And sundry signatures adorn the roll,
Whereat the urchin points, and laughs with all his soul.


24. Ιδού, το ανάκτορο όπου αρχηγοί συναθροίστηκαν τελευταία!
ανάκτορο απεχθές σε κάθε αγγλική καρδιά!
Ιδέτε  εκείνον το δαίμονα, εκείνο το νάνο με το χλευαστικό γέλιο
ο οποίος φέρει ως στόλισμα το σκούφο της μωρίας
Ιδέτε αυτόν να κάθεται και να φοράει πέτσινο μανδύα .
στα πλάγια του υπάρχει σφραγίδα και μαύρος φάκελος
όπου λάμπουν ονόματα γνωστά στη ιπποσύνη
και πολλές υπογραφές στις οποίες ο νάνος
κακόβουλα δείχνει  και γελάει με όλη του την καρδιά.


XXV.
   Convention is the dwarfish demon styled
   That foiled the knights in Marialva's dome:
   Of brains (if brains they had) he them beguiled,
   And turned a nation's shallow joy to gloom.
   Here Folly dashed to earth the victor's plume,
   And Policy regained what Arms had lost:
   For chiefs like ours in vain may laurels bloom!
   Woe to the conquering, not the conquered host,
Since baffled Triumph droops on Lusitania's coast.


25. Σύμβαση είναι το όνομα του δαίμονα που χλευάζει τους ιππότες
 τους συναθροισθέντες στο ανάκτορο Μαριάλβα.
 Κατόρθωσε να τους στερήσει το μυαλό τους ( εάν ποτέ είχαν) και να στρέψει
σε πένθος την μάταιη χαρά ενός έθνους. Η μωρία καταπάτησε το λόφο
 του νικητή και η πολιτική ανέκτησε ότι είχαν χάσει
 τα όπλα. Πως οι δάφνες ακμάζουν μάταια για αρχηγούς,
 οι οποίοι είναι δικοί μας!  Αλίμονο στους νικητές μάλλον
 παρά στους νικημένους, αφού ο ματαιωθείς θρίαμβος
βρίσκεται μαραμένος στις ακτές της Λουζιτανίας.


 Η τελευταία στροφή με αριθμό 93 του πρώτου άσματος λέει :


XCIII.
   Here is one fytte of Harold's pilgrimage.
   Ye who of him may further seek to know,
   Shall find some tidings in a future page,
   If he that rhymeth now may scribble moe.
   Is this too much?  Stern critic, say not so:
   Patience! and ye shall hear what he beheld
   In other lands, where he was doomed to go:
   Lands that contain the monuments of eld,
Ere Greece and Grecian arts by barbarous hands were quelled.


93. Ιδού το πρώτο άσμα του προσκυνήματος του Χάρολντ.
Εκείνος που θέλει να μάθει περισσότερα για αυτόν θα εύρει την συνέχεια
 στο προσεχές άσμα το οποίο ο ποιητής θέλει προσπαθήσει να γράψει.
Είθε όμως οι αυστηροί κριτικοί να μην μου πουν βαριεστημένοι
ότι ήδη τα γραφόμενα είναι πάρα πολλά! Εάν ο αναγνώστης
έχει υπομονή, θέλω να του πω όσα ο προσκυνητής μας
ήθελε δει στα μέρη τα οποία θα περιηγηθεί και τα οποία
περιέχουν τα μνημεία των αρχαίων εκείνων χρόνων
ότε η Ελλάς και οι Έλληνες δεν καταπιέζονταν από βάρβαρους λαούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου