Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

Το προσκύνημα του Τσάϊλντ Χάρολντ - Μέρος 5ο

CHILDE HAROLD'S PILGRIMAGE

By Lord Byron




CANTO THE SECOND.

    ΑΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ


Από την στροφή 38 του ποιήματος ο ήρωας φθάνει στον βαλκανικό χώρο της Ελλάδας, οπότε και αρχίζει η απόδοση του ποιήματος στα ελληνικά.






XXXVIII.   
   Land of Albania! where Iskander rose;
   Theme of the young, and beacon of the wise,
   And he his namesake, whose oft-baffled foes,
   Shrunk from his deeds of chivalrous emprise:
   Land of Albania! let me bend mine eyes
   On thee, thou rugged nurse of savage men!
   The cross descends, thy minarets arise,
   And the pale crescent sparkles in the glen,
Through many a cypress grove within each city's ken.

XXXVIII.(38)
Ω γη της Αλβανίας, όπου γεννήθηκε ο Σκερδέρβεης του οποίου
η ιστορία είναι αντικείμενο θαυμασμού .για τους νέους και φάρος
διδασκαλίας για τους σοφούς. Εσύ υπήρξες πατρίδα του άλλου
συνονόματου ήρωα (1), ο οποίος πολλές φορές νίκησε τους
εχθρούς του με τα ιπποτικά του ανδραγαθήματα . Αλβανία,
επίτρεψε μου να γνωρίσω τους τραχείς βράχους σου και τα άγρια
τέκνα σου ! Ο σταυρός δεν φαίνεται, αντί αυτού  λάμπουν
οι μιναρέδες σου και η ωχρά ημισέληνος στην  κοιλάδα ανάμεσα
 σε δάση κυπαρισσιών που σκιάζουν τα περίχωρα καθεμίας πόλης.

(1) Ισκενδέρ, είναι τουρκικά το όνομα του Αλεξάνδρου. Δεν ξέρω αν ορθά ονόμασα
τον περίφημο Σκερδέρβεη συμπατριώτη του Μεγάλου Αλεξάνδρου που
γεννήθηκε στην Πέλλα της Μακεδονίας, αλλά ακολούθησα την Γίββωνα
ο οποίος έδωκε το αυτό όνομα στον Πύρρον, ομιλών για τα κατορθώματά του.


XXXIX.
   Childe Harold sailed, and passed the barren spot
   Where sad Penelope o'erlooked the wave;
   And onward viewed the mount, not yet forgot,
   The lover's refuge, and the Lesbian's grave.
   Dark Sappho! could not verse immortal save
   That breast imbued with such immortal fire?
   Could she not live who life eternal gave?
   If life eternal may await the lyre,
That only Heaven to which Earth's children may aspire.

XXXIX. (39)
Ο Τσάϊλντ Χάρολντ είδε κατά τον πλούν του την άγονο νήσο
όπου η Πηνελόπη έβλεπε λυπημένη την θάλασσα (2). Παρακάτω
παρατήρησε το μέχρι σήμερα περίφημο βράχο ο οποίος υπήρξε
το καταφύγιο των απελπισμένων εραστών και ο τάφος της Λεσβίας
μούσας (3). Δυστυχισμένη Σαπφώ ! Δεν μπόρεσε λοιπόν να σώσει
ο θεός της ποίησης την γεμάτη με τέτοια φλόγα καρδιά σου ! Πως άφησε
να χαθεί η ευκαιρία της αθανασίας, εάν αληθεύει ότι την ποιητική
λύρα στέφει αιώνια δόξα η οποία είναι ο μόνος παράδεισος
στον οποίον τα τέκνα της γης μπορούν να ελπίζουν ?

(2) Εννοεί την Ιθάκη, πατρίδα του Οδυσσέα, όπου η Πηνελόπη περίμενε
μετά παραδειγματικής πίστης, τον για 20 χρόνια απουσιάζοντα σύζυγο της.
(3) Η Σαπφώ που ονομάστηκε δέκατη μούσα, λόγω της έξοχου ποίησης της.


XL.
   'Twas on a Grecian autumn's gentle eve,
   Childe Harold hailed Leucadia's cape afar;
   A spot he longed to see, nor cared to leave:
   Oft did he mark the scenes of vanished war,
   Actium, Lepanto, fatal Trafalgar:
   Mark them unmoved, for he would not delight
   (Born beneath some remote inglorious star)
   In themes of bloody fray, or gallant fight,
But loathed the bravo's trade, and laughed at martial wight.

XL. (40)
Ήταν ένα Ελληνικό ήρεμο  φθινοπωρινό δειλινό, όπου ο Τσάϊλντ
Χάρολντ χαιρέτησε από μακριά το ακρωτήρι της Λευκάδας (4),
το οποίο επιθυμούσε να δει και εγκαταλείπει τώρα λυπημένος.
Πολλές φορές είδε τα μέρη όπου έλαβαν χώρα ονομαστές
ναυμαχίες, ήτοι το Άκτιον, την Ναύπακτον και το Τραφαλγάρ (5),
αλλά τα παρατηρούσε αυτά με απάθεια,γιατί γεννήθηκε φαίνεται
 σε αφιλόδοξο αστέρα και δεν αγαπάει τις διηγήσεις των αιματηρών
 μαχών ή των πολεμικών ανδραγαθημάτων και αποστρέφεται το στρατιωτικό
 επάγγελμα το οποίο έβλεπε μετά περιφρονητικού μειδιάματος.

(4) Το ακρωτήριο τούτο ονομάζεται το άλμα του έρωτα, γιατί από εκεί η Σαπφώ έπεσε στην θάλασσα.
(5) Η ναυμαχία της Ναυπάκτου δεν υπήρξε τόσο αιματηρά και με σοβαρές συνέπειες,
όσο η του Άκτιου και η του Τραφάλγαρ. Η ναυμαχία της Ναυπάκτου έγινε στον κορινθιακό
 κόλπο ή και κόλπο των Πατρών καλούμενο. Εδώ έχασε το αριστερό του χέρι ο συγγραφέας
του " Δον Κιχώτη" Θερβάντες.


XLI.
   But when he saw the evening star above
   Leucadia's far-projecting rock of woe,
   And hailed the last resort of fruitless love,
   He felt, or deemed he felt, no common glow:
   And as the stately vessel glided slow
   Beneath the shadow of that ancient mount,
   He watched the billows' melancholy flow,
   And, sunk albeit in thought as he was wont,
More placid seemed his eye, and smooth his pallid front.

XLI. (41)
Αλλά όταν είδε το νυχτερινό αστέρι που έλαμπε πάνω
 από το θλιβερό ακρωτήρι της Λευκάδας, καθώς χαιρέτησε
το τελευταίο αυτό καταφύγιο του δυστυχισμένου έρωτα,
αισθάνθηκε ή νόμισε ότι ένοιωσε ασυνήθιστη συγκίνηση,
και ενώ το πλοίο έπλεε μεγαλόπρεπα στην σκιά που ρίχνει
ο αρχαίος αυτός βράχος αρκετά μέσα στην θάλασσα, τα μάτια
του πρόσεχαν το μελαγχολικό κυματισμό του νερού,
αν και βυθισμένος στις συνηθισμένες του σκέψεις,
φαίνονταν ήρεμος και το μέτωπο του ήταν γαληνεμένο.


XLII.
   Morn dawns; and with it stern Albania's hills,
   Dark Suli's rocks, and Pindus' inland peak,
   Robed half in mist, bedewed with snowy rills,
   Arrayed in many a dun and purple streak,
   Arise; and, as the clouds along them break,
   Disclose the dwelling of the mountaineer;
   Here roams the wolf, the eagle whets his beak,
   Birds, beasts of prey, and wilder men appear,
And gathering storms around convulse the closing year.

XLII. (42)
Η αυγή ξημερώνει, και με αυτή φαίνονται οι άγριοι λόφοι της Αλβανίας,
οι φοβεροί βράχοι του Σουλίου, η ψηλότερη κορυφή της Πίνδου στέφεται
 με νέφη και χιόνια, στην οποία οι πρώτες αχτίνες του ήλιου δίνουν
 ένα ωραίο κοκκινωπό χρώμα. Η πρωϊνή ομίχλη διαλύεται και επιτρέπει
 ελεύθερη την θέα των ορεινών κατοικιών κοντά στους οποίους φωνάζουν
 άγρια οι λύκοι και ο αετός ακονίζει το ράμφος του, τα σαρκοβόρα
 πουλιά, τα άγρια θηρία και από αυτά αγριώτερος ο άνθρωπος βρίσκουν
καταφύγιο στα μέρη αυτά, όπου επίσης συγκεντρώνονται εκείνες
οι τρομερές καταιγίδες οι οποίες εκδηλώνονται τις τελευταίες ώρες του έτους.

XLIII.
   Now Harold felt himself at length alone,
   And bade to Christian tongues a long adieu:
   Now he adventured on a shore unknown,
   Which all admire, but many dread to view:
   His breast was armed 'gainst fate, his wants were few:
   Peril he sought not, but ne'er shrank to meet:
   The scene was savage, but the scene was new;
   This made the ceaseless toil of travel sweet,
Beat back keen winter's blast; and welcomed summer's heat.

XLIII. (43)
Τώρα ο Χάρολντ που έφθασε στους τόπους αυτούς, αισθάνθηκε τον εαυτό
 του πραγματικά μόνο και αποχαιρέτησε για πολύ χρόνο τα χριστιανικά έθνη.
 Ήλθε τώρα ριψοκίνδυνα σε μια άγνωστη χώρα την οποία όλοι οι περιηγητές
 την θαυμάζουν, οι περισσότεροι φοβούνται να επισκεφθούν. Η καρδιά του
 είχε εξοπλισθεί κατά του πεπρωμένου, ουδέποτε αναζητούσε τον κίνδυνο,
αλλά και ουδέποτε οπισθοχωρούσε όταν τον πλησίαζε. Οι τόποι αυτοί
εμφανίζονται αγριωποί, αλλά προσφέρουν νέες παραστάσεις. Η ιδέα
αυτή του μετρίασε την αίσθηση του καλοκαιρινού καύσωνα,
το ψύχος του χειμώνα  και τους συνεχείς κόπους της περιήγησης.

XLIV.
   Here the red cross, for still the cross is here,
   Though sadly scoffed at by the circumcised,
   Forgets that pride to pampered priesthood dear;
   Churchman and votary alike despised.
   Foul Superstition! howsoe'er disguised,
   Idol, saint, virgin, prophet, crescent, cross,
   For whatsoever symbol thou art prized,
   Thou sacerdotal gain, but general loss!
Who from true worship's gold can separate thy dross.

XLIV. (44)
Εδώ ο σταυρός του Χριστού, γιατί ο σταυρός είναι ακόμη εδώ,
αν και δυστυχώς χλευάζεται από την περιτομή, ξεχνάει εκείνη
 την υπερηφάνεια , την τόσο αγαπητή στους φιλόδοξους λειτουργούς της,
γιατί οι κληρικοί και το πλήρωμα τους εξ' ίσου περιφρονούνται.
Μιαρά δεισιδαιμονία! όπως και να μεταμορφωθείς, είτε ως είδωλο,
είτε ως προφήτης, είτε ως ημισέληνος, είτε ως σταυρός, οιανδήποτε
και αν είναι το σύμβολο που προσφέρεις για λατρεία στο κόσμο,
είσαι μόνο μέσο θησαυρισμού για τον ιερέα και ολέθρου για την λοιπή
ανθρωπότητα. Ποιος μπορεί να χωρίσει το κίβδηλο μέταλλο σου
από τον χρυσό της αληθινής λατρείας?


XLV.
   Ambracia's gulf behold, where once was lost
   A world for woman, lovely, harmless thing!
   In yonder rippling bay, their naval host
   Did many a Roman chief and Asian king
   To doubtful conflict, certain slaughter, bring
   Look where the second Caesar's trophies rose,
   Now, like the hands that reared them, withering;
   Imperial anarchs, doubling human woes!
God! was thy globe ordained for such to win and lose?

XLV. (45)
Ιδού φαίνεται ο Αμβρακικός κόλπος όπου κάποτε χάθηκε ένας κόσμος
για μια αξιέραστο και αβλαβή γυναίκα !  Μέσα στον κόλπο αυτό
 που τα νερά πάλλονται ελαφρά από την αύρα, οι Ρωμαίοι στρατηγοί
 και οι βασιλείς της Ασίας(6) πολέμησαν με τις ναυτικές δυνάμεις τους
τις οποίες έφεραν σε μια αμφίβολη νίκη και σε σίγουρη σφαγή. Ιδού το μέρος
 όπου υψώθηκαν τα τρόπαια του δευτέρου Καίσαρα (7) τα οποία σήμερα
βρίσκονται σε συντρίμμια καθώς και τα χέρια που τα ύψωσαν. Ω εστεμμένοι στασιαστές,
 σεις πολλαπλασιάζεται τα δεινά των ανθρώπων ! Μεγάλε Θεέ ! Αυτός ο κόσμος, έργο
 των χεριών σου, προορίζεται λοιπόν να κερδίζεται και να χάνεται από τέτοιους τυράννους?

(6) Λέγεται ότι την προηγούμενη μέρα από την ναυμαχία του Άκτιου που έλαβε χώρα
την 2α Σεπτεμβρίου του έτους 31 π.χ., ο Αντώνιος είχε μαζί του δεκατρείς βασιλείς.
(7) Η Νικόπολη της οποίας τα ερείπια καταλαμβάνουν μεγάλη έκταση, βρίσκεται πολύ κοντά στο Άκτιο, όπου φαίνονται ακόμη μερικά υπολείμματα του τείχους του ιπποδρόμου.


XLVI.
   From the dark barriers of that rugged clime,
   E'en to the centre of Illyria's vales,
   Childe Harold passed o'er many a mount sublime,
   Through lands scarce noticed in historic tales:
   Yet in famed Attica such lovely dales
   Are rarely seen; nor can fair Tempe boast
   A charm they know not; loved Parnassus fails,
   Though classic ground, and consecrated most,
To match some spots that lurk within this lowering coast.


XLVI. (46)
Από τα σκοτεινά εμπόδια σε αυτό το σκληρό κλίμα
μέχρι το κέντρο των Ιλλυρικών κοιλάδων, ο Τσάϊλντ Χάρολντ
 διέτρεξε αρκετά βουνά σε σημεία που δεν αναφέρονται πουθενά
 στην ιστορία. Ακόμη και αυτή η τόσο φημισμένη Αττική σπάνια 
επιδεικνύει τόσο ευχάριστες κοιλάδες, όπως αυτές  ,όπου
 ο περιηγητής βρίσκει όλες τις καλλονές για τις οποίες τα Τέμπη
  καυχώνται. Ακόμη και αυτός ο τόσο ιερός και προσφιλής στους ποιητές
 Παρνασσός μπορεί να εξισωθεί με κάποιες τοποθεσίες
 που κρύβονται πίσω από αυτές τις βραχώδεις ακτές.

XLVII.
   He passed bleak Pindus, Acherusia's lake,
   And left the primal city of the land,
   And onwards did his further journey take
   To greet Albania's chief, whose dread command
   Is lawless law; for with a bloody hand
   He sways a nation, turbulent and bold:
   Yet here and there some daring mountain-band
   Disdain his power, and from their rocky hold
Hurl their defiance far, nor yield, unless to gold.

XLVII. (47)
Πέρασε την χιονοστεφή Πίνδο, διάβηκε την Αχερουσία λίμνη(8)
και λοξοδρομώντας από την πρωτεύουσα της χώρας, εξακολούθησε
το οδοιπορικό του για να χαιρετήσει τον ηγεμόνα της Αλβανίας (9)
του οποίου οι διαταγές είναι σεβαστότερες των νόμων, γιατί
με αιματηρό χέρι διοικεί φιλοτάραχο και τολμηρό έθνος.
Βρίσκονται όμως ακόμη σε μερικά μέρη κάποιες ορεινές
 φυλές οι οποίες περιφρονούν την δύναμη του και από τα βραχώδη
φρούρια τους προκαλούν σε μάχη το στρατό του
 και δεν υπακούν παρά μόνο στον χρυσό (10).

(8) Κατά τον Πουκεβίλλ η λίμνη αυτή είναι σήμερα η λίμνη των Ιωαννίνων,
αλλά ο Πουκεβίλλ δεν είναι πάντοτε ακριβής.
(9) Τον περίφημο Αλή Πασσά των Ιωαννίνων.
(10) 5000 Σουλιώτες, κατέχοντες το φρούριο του Σουλίου και τους παρακείμενους βραχώδεις λόφους, άντεξαν για 18 χρόνια τους 30000 Αλβανούς. Το φρούριο έπεσε με προδοσία.
Κατά την διάρκεια του 18ετους πολέμου οι Σουλιώτες διέπραξαν ανδραγαθήματα
αντάξια των ενδοξοτέρων ημερών της Ελλάδας.

XLVIII.
   Monastic Zitza! from thy shady brow,
   Thou small, but favoured spot of holy ground!
   Where'er we gaze, around, above, below,
   What rainbow tints, what magic charms are found!
   Rock, river, forest, mountain all abound,
   And bluest skies that harmonise the whole:
   Beneath, the distant torrent's rushing sound
   Tells where the volumed cataract doth roll
Between those hanging rocks, that shock yet please the soul.

XLVIII. (48)
Μοναστική Ζίτσα ! (10) Ευτυχισμένο και ιερό άσυλο,
όπου φθάνοντας στην ψηλή και καταχνιασμένη κορυφή σου,
ρίξαμε τα βλέμματα μας πάνω, κάτω, γύρω μας, οποίες χρυσές
 ανταύγειες της ίριδας, οποίες μαγευτικές ομορφιές
εμφανίζονται στα μάτια μας ! Βράχοι, ποτάμια, δάση όλα αφθονούν
 και ο καταγάλανος ουρανός που αρμονικά τα δένει . Κάτω μας,
 ο θορυβώδης ήχος του μακρινού χειμάρρου, μας δείχνει πως τα ορμητικά
νερά του καταρράκτη θα κυλούν ανάμεσα στους απότομους εκείνους
 βράχους που σοκάρουν, αλλά επίσης ευχαριστούν την ψυχή.

(10) Η Μονή και το χωριό της Ζίτσας είναι ένα τέταρτο της ώρας μακριά
από τα Ιωάννινα. Το Μαυροπόταμο ή Καλαμάς (Αχέρωντας) κυλάει στην κοιλάδα.
Λίγο μακρύτερα από την Ζίτσα σχηματίζει ένα ωραίο καταρράκτη. Η τοποθεσία
 της είναι μια από της ωραιότερες της Ελλάδας, αν και τα περίχωρα του Δελβενακίου
και ένα μέρος της Ακαρνανίας μπορούν να της πάρουν τα πρωτεία. Ούτε οι Δελφοί,
ούτε ο Παρνασσός, ούτε το Σούνιο μπορούν να εξισωθούν κατά την ωραιότητα.
Η Ιωνία και η Τρωάς δεν παρουσιάζουν τίποτα το εφάμιλλον. Θα μπορούσαμε
να πούμε το ίδιο και για την Κωνσταντινούπολη, εάν η περίοπτος θέση της δεν  μας έδινε
τόσο διαφορετική άποψη, ώστε θα ήταν αρκετά δύσκολο να την συγκρίνουμε.

XLIX.
   Amidst the grove that crowns yon tufted hill,
   Which, were it not for many a mountain nigh
   Rising in lofty ranks, and loftier still,
   Might well itself be deemed of dignity,
   The convent's white walls glisten fair on high;
   Here dwells the caloyer, nor rude is he,
   Nor niggard of his cheer:  the passer-by
   Is welcome still; nor heedless will he flee
From hence, if he delight kind Nature's sheen to see.

XLIX. (49)
Στο μέσον του άλσους που στεφανώνει τον λόφο
ο οποίος δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένα ψηλό βουνό,
υψώνονται σε ανώτερες βαθμίδες και  στη μεγίστη γαλήνη,
θα μπορούσε από μόνο του να φαίνεται μεγαλοπρεπές, οι άσπροι τοίχοι
 της Μονής που λαμποκοπούν αχνά στα ψηλά.
Εδώ κατοικεί ο γλυκομίλητος και φιλόξενος καλόγερος.
 Εδώ ο διαβάτης είναι πάντα καλοδεχούμενος και αναχωρώντας
 από εκεί δεν μπορεί να μην συγκινηθεί, εάν του αρέσει
να θαυμάζει τις ομορφιές της φύσης.


L.
   Here in the sultriest season let him rest,
   Fresh is the green beneath those aged trees;
   Here winds of gentlest wing will fan his breast,
   From heaven itself he may inhale the breeze:
   The plain is far beneath—oh! let him seize
   Pure pleasure while he can; the scorching ray
   Here pierceth not, impregnate with disease:
   Then let his length the loitering pilgrim lay,
And gaze, untired, the morn, the noon, the eve away.

L. (50)
Εδώ, στην πιο αποπνικτική εποχή ας αναπαυθεί
ξεδιάντροπα στη χλόη κάτω από τα αιωνόβια δέντρα,
ευχάριστες αύρες με ελαφριές φτερούγες θα δροσίζουν το στήθος του
εδώ θα αναπνέει τον καθαρό αέρα του ουρανού,
η πεδιάδα είναι πολύ χαμηλότερα  του - Ω ! Ας τον αφήσουμε
να ρουφήξει όσες μπορεί αγνές ηδονές, οι καυτερές
και αρρωστημένες αχτίνες εδώ δεν μπορεί να τον φθάσουν,
ας έλθει, λοιπόν ο αργοκίνητος προσκυνητής μας και ας
τεντώσει τα κουρασμένα του μέλη θαυμάζοντας με την άνεση του
χαλαρά, να φεύγει το πρωϊνό, το μεσημέρι και το βράδυ.



LI.
   Dusky and huge, enlarging on the sight,
   Nature's volcanic amphitheatre,
   Chimera's alps extend from left to right:
   Beneath, a living valley seems to stir;
   Flocks play, trees wave, streams flow, the mountain fir
   Nodding above; behold black Acheron!
   Once consecrated to the sepulchre.
   Pluto! if this be hell I look upon,
Close shamed Elysium's gates, my shade shall seek for none.

LI. (51)
Σκιερές και πελώριες, αυξανόμενες βλέποντας τες,
οι Άλπεις της Χιμάρας (11) ένα αμφιθεατρικό ηφαίστειο
της φύσης (12), εκτεινόμενο από αριστερά προς τα δεξιά,
ενώ στους πρόποδες φαίνεται να υπάρχει μια κοιλάδα
γεμάτη ζωή, εκεί βλέπει κάποιος κοπάδια να χαλαρώνουν,
δέντρα να κινούνται, ρυάκια να κυλούν και το ορεινό
έλατο να κινεί τα μαύρα κλαδιά του, παρά κάτω ο μαύρος
Αχέροντας ! Ο οποίος κάποτε ήταν αφιερωμένος στον Άδη.
Ω Πλούτωνα, βασιλιά των ζοφερών ακτών του Αχέροντα !
Εάν ο ποταμός το οποίο τώρα βλέπω είναι ο Άδης, κλείσε
τις πύλες των Ηλυσίων σου, η σκιά μου ποτέ δεν θα ζητούσε να τις γνωρίσει.

(11). Δηλαδή τα βουνά της Χιμάρας
(12). Τα βουνά της Χιμάρας φαίνεται ότι ανήκουν σε σύστημα ηφαιστείων.

LII.
   No city's towers pollute the lovely view;
   Unseen is Yanina, though not remote,
   Veiled by the screen of hills:  here men are few,
   Scanty the hamlet, rare the lonely cot;
   But, peering down each precipice, the goat
   Browseth:  and, pensive o'er his scattered flock,
   The little shepherd in his white capote
   Doth lean his boyish form along the rock,
Or in his cave awaits the tempest's short-lived shock.

LIII. (52)
Οι πύργοι καμιάς πόλης δεν μολύνουν αυτή την αγαπητή θέα,
Δεν φαίνονται τα Γιάννενα, παρ' όλο που δεν βρίσκονται μακριά,
αλλά καλύπτονται από πράσινους λόφους. Εδώ σπάνια συναντάμε
 ανθρώπινα ίχνη, επειδή υπάρχουν λίγα μόνο χωριά και μερικές
μοναχικές καλύβες που κρέμονται στο χείλος του κρημνού,
η κατσίκα εκμεταλλεύεται ήσυχα τους απαλούς θάμνους,
ο δε μικρός βοσκός καλυμμένος με την λευκή καπότα του
και ξαπλωμένος στη πλαγιά ενός βράχου, παρατηρεί με σκεπτικό
βλέμμα το περιφερόμενο κοπάδι του, εάν δε ξεσπάσει καταιγίδα
ξεφεύγει την παροδική ορμή της, στεγαζόμενος σε κοντινή σπηλιά.

LIII.
   Oh! where, Dodona, is thine aged grove,
   Prophetic fount, and oracle divine?
   What valley echoed the response of Jove?
   What trace remaineth of the Thunderer's shrine?
   All, all forgotten—and shall man repine
   That his frail bonds to fleeting life are broke?
   Cease, fool! the fate of gods may well be thine:
   Wouldst thou survive the marble or the oak,
When nations, tongues, and worlds must sink beneath the stroke?

LIII. (53)
Ωχ! Δωδώνη, που είναι το ιερό άλσος σου, η προφητική πηγή σου
 και το θείο μαντείο σου? Σε ποια κοιλάδα αντηχούν οι χρησμοί του Δία?
Ποια ίχνη παραμένουν από την λάρνακα του Βροντοποιού? Τα πάντα αλίμονο
λησμονήθηκαν και ο άνθρωπος τολμάει να παραπονεθεί όταν σπάσουν
 οι ασθενικοί δεσμοί που το συνδέουν με την ζωή ! Παύσε ανόητο
πλάσμα, παύσε τις ανώφελες γκρίνιες σου ! Δεν μπορεί η τύχη των θεών
να γίνει και δική σου, ή θέλεις να επιζήσεις του μαρμάρου
και της βελανιδιάς? Δεν γνωρίζεις ότι  Έθνη,  Γλώσσες
και  Κόσμοι υπόκεινται στο δρέπανο του πανδαμάτορα χρόνου?


LIV.
   Epirus' bounds recede, and mountains fail;
   Tired of up-gazing still, the wearied eye
   Reposes gladly on as smooth a vale
   As ever Spring yclad in grassy dye:
   E'en on a plain no humble beauties lie,
   Where some bold river breaks the long expanse,
   And woods along the banks are waving high,
   Whose shadows in the glassy waters dance,
Or with the moonbeam sleep in Midnight's solemn trance.

LIV. (54)
Ήδη αφήνει πίσω του την Ήπειρο και τα βουνά πλέον
δεν φαίνονται. Κουρασμένος όμως να βλέπει προς τα πάνω,
αναπαύει τώρα τα μάτια του στις χαριτωμένες κοιλάδες
στολισμένες με την φρέσκια χλόη και με όλη την ομορφιά
της Άνοιξης. Η ωραιότητα των πεδιάδων έχει και αυτή το
μεγαλείο της, καθώς μεγαλοπρεπής ποταμός ελίσσεται
με τα καθαρά νερά του, τα δε κλαδιά των δέντρων κρέμονται
πάνω από τις όχθες σε θόλους με φύλλα, καθρεπτίζονται
 στο κρυστάλλινο νερό ή φωτίζονται τα μεσάνυχτα από τις αχτίνες της σελήνης.

LV.
   The sun had sunk behind vast Tomerit,
   The Laos wide and fierce came roaring by;
   The shades of wonted night were gathering yet,
   When, down the steep banks winding wearily
   Childe Harold saw, like meteors in the sky,
   The glittering minarets of Tepalen,
   Whose walls o'erlook the stream; and drawing nigh,
   He heard the busy hum of warrior-men
Swelling the breeze that sighed along the lengthening glen.

LV. (55)
Ο ήλιος έδυσε πίσω από τον απέραντο Τόμαρο (13)
η βοή των τρεχούμενων νερών του Αωού (14) ακούγονταν,
το σκοτεινό πέπλο της νύχτας σιγά-σιγά ξαπλώνονταν
στην γη, ο Τσάϊλντ Χάρολντ παρατήρησε, ενώ κατέβαινε
βαριεστημένα και φιδωτά τις απότομες όχθες του ποταμού,
σαν μετέωρα στον ουρανό, τους γυαλιστερούς μιναρέδες στο Τεπελένι
του οποίου τα τείχη αιωρούνται στο ρεύμα και πλησιάζοντας
άκουσε το αδιάκριτο βουητό των πολεμιστών το οποίο
διόγκωνε την αύρα που έρχονταν από την επιμήκη στενή κοιλάδα.

(13). Ο Τόμαρος είναι βουνό της Θεσπρωτίας στην Ήπειρο οπού απαντούσαν και λιοντάρια.
Σ' αυτό βρίσκεται η Δωδώνη και το περίφημο μαντείο της.
(14). Ο ποταμός Αωός ήταν πλημμυρισμένος όταν ο ποιητής τον διέσχιζε. Αμέσως
δε πάνω από το Τεπελένι φαινόνταν τόσο πλατύς, όσο ο Τάμεσης στο Ουεστμίνστερν.
Το καλοκαίρι όμως γίνεται πολύ στενώτερος. Αναμφίβολα είναι ο ωραιότερος ποταμός της Ανατολής και δεν τον φθάνουν σε ωραιότητα ούτε ο Αλφειός, ο Αχέροντας, ο Σκάμανδρος (ο ποταμός λέγεται και Μπιθσιάκουλι βρίσκεται στην Βοιωτία και εκβάλλει στον Ασωπό),
ή ο Καϋστρος (είναι ποταμός της Τουρκίας στην περιοχή της Ιωνίας).

Οι στροφές 56 έως 72 αναφέρονται στην περιήγηση του Τσάϊλντ Χάρολντ
στην περιοχή του Αλή Πασσά και στην υποδοχή του από αυτόν.


LVI.   
   He passed the sacred harem's silent tower,
   And underneath the wide o'erarching gate
   Surveyed the dwelling of this chief of power
   Where all around proclaimed his high estate.
   Amidst no common pomp the despot sate,
   While busy preparation shook the court;
   Slaves, eunuchs, soldiers, guests, and santons wait;
   Within, a palace, and without a fort,
Here men of every clime appear to make resort.

LVI. (56)
Πέρασε κοντά από το σιωπηλό και ιερό πύργο του χαρεμιού
και μπαίνοντας από την πλατιά τοξωτή πύλη, παρατήρησε
το κατάλυμα αυτού του πρώτου στην τάξη, του οποίου
την ισχύ φανερώνουν όλα τα γύρω αντικείμενα.
Μέσα σε εξαιρετική λαμπρότητα ο Δεσπότης χορταίνει,
ενώ εξοντωτικές προετοιμασίες αναστατώνουν την αυλή,
δούλοι, ευνούχοι, στρατιώτες, επισκέπτες και καλόγεροι μωαμεθανοί
περιμένουν, μέσα είναι ένα παλάτι και έξω ένα φρούριο,
εδώ παρουσιάζονται κάθε είδους άνθρωποι για να βρουν λύση.


LVII.
   Richly caparisoned, a ready row
   Of armed horse, and many a warlike store,
   Circled the wide-extending court below;
   Above, strange groups adorned the corridor;
   And ofttimes through the area's echoing door,
   Some high-capped Tartar spurred his steed away;
   The Turk, the Greek, the Albanian, and the Moor,
   Here mingled in their many-hued array,
While the deep war-drum's sound announced the close of day.

LVII. (57)
Πλήθος πολεμιστές πάνω σε άλογα με πλουμιστά επιστρώματα
σχημάτιζαν ίλη ιππικού έτοιμη για πόλεμο.
Στρατιώτες με διαφορετικές στολές φύλαγαν τους διαδρόμους.
Μερικές φορές οι θόλοι αντηχούν από τον πομπώδη καλπασμό
του σιδερόφρακτου Τατάρου που οδηγεί το άλογο τους έξω.
Οι Τούρκοι, οι Έλληνες, οι Αλβανοί και οι Μαύροι
ανακατώνονται σε πολύχρωμες σειρές,
ενώ ο πολεμικός ήχος του τυμπάνου αναγγέλλει το τελείωμα της μέρας.

LVIII.
   The wild Albanian kirtled to his knee,
   With shawl-girt head and ornamented gun,
   And gold-embroidered garments, fair to see:
   The crimson-scarfed men of Macedon;
   The Delhi with his cap of terror on,
   And crooked glaive; the lively, supple Greek;
   And swarthy Nubia's mutilated son;
   The bearded Turk, that rarely deigns to speak,
Master of all around, too potent to be meek,

LVIII. (58)
Ο αγριωπός Αλβανός με την κοντή περισκελίδα του,
το σαρίκι στη κεφαλή του και το διακοσμημένο τουφέκι του,
την χρυσοκεντημένη φορεσιά του μπορείς να τον δεις,
Ο Μακεδόνας από τις κόκκινες επωμίδες του,
Ο Δελής από το τρομερό καπέλο του και το κυρτό του
σπαθί, ο Έλληνας ξεχωρίζει από την ζωηρότητα και την ευκινησία του
ο ευνουχισμένος γιός της Νουβίας διακρίνεται από το μαύρο του χρώμα
και ο μακρυγένης Τούρκος από την υπεροψία του που δείχνει
προς τις άλλες φυλές στις οποίες σπάνια μιλάει και φέρεται
με σκληρότητα συναισθανόμενος την υπεροχή και δύναμη του.


LIX.    
   Are mixed conspicuous:  some recline in groups,
   Scanning the motley scene that varies round;
   There some grave Moslem to devotion stoops,
   And some that smoke, and some that play are found;
   Here the Albanian proudly treads the ground;
   Half-whispering there the Greek is heard to prate;
   Hark! from the mosque the nightly solemn sound,
   The muezzin's call doth shake the minaret,
'There is no god but God!—to prayer—lo! God is great!'

LIX. (59)
Άλλοι είναι ξαπλωμένοι κοντά στα όπλα τους και διασκεδάζουν
βλέποντας όσα συμβαίνουν γύρω τους, άλλοι παίζουν ή καπνίζουν.
Ένας σεβάσμιος Μωαμεθανός πηγαίνει να προσευχηθεί στο τέμενος,
εκεί ένας Αλβανός περπατάει αγέρωχα, ενώ ένας Έλληνας
 σιγοψιθυρίζει ένα τραγούδι. Αλλά άκουσε από το τέμενος, 
μέσα στην ησυχία της νύχτας, το κάλεσμα του μουεζίνη
που δονεί τον μιναρέ " Ένας είναι ο Θεός ! Είναι ώρα προσευχής !
Ο Θεός είναι μεγάλος!"


LX.
   Just at this season Ramazani's fast
   Through the long day its penance did maintain.
   But when the lingering twilight hour was past,
   Revel and feast assumed the rule again:
   Now all was bustle, and the menial train
   Prepared and spread the plenteous board within;
   The vacant gallery now seemed made in vain,
   But from the chambers came the mingling din,
As page and slave anon were passing out and in.

LX. (60)
Ήταν η εποχή της νηστείας του Ραμαζανιού
στη διάρκεια του οποίου η ημέρα αφιερώνεται
στην νηστεία και προσευχή, αλλά όταν η ποθητή ώρα
του ξημερώματος περάσει, όλοι αρχίζουν πάλι τις ευωχίες.
Στο κονάκι τα πάντα βρισκόντουσαν σε κίνηση,
οι δούλοι έφτιαχναν και σερβίριζαν τα φαγητά του γεύματος,
η έρημη γαλαρία φαινόνταν τώρα άδεια, αλλά θόρυβος  έρχονταν
από τα εσωτερικά δωμάτια, επειδή παιδιά και δούλοι
μπαίναν και βγαίναν αδιάκοπα.


LXI.
   Here woman's voice is never heard:  apart
   And scarce permitted, guarded, veiled, to move,
   She yields to one her person and her heart,
   Tamed to her cage, nor feels a wish to rove;
   For, not unhappy in her master's love,
   And joyful in a mother's gentlest cares,
   Blest cares! all other feelings far above!
   Herself more sweetly rears the babe she bears,
Who never quits the breast, no meaner passion shares.

LXI. (61)
Στα μέρη αυτά γυναικεία φωνή ουδέποτε ακούγεται,
γιατί οι γυναίκες κλεισμένες μέσα σε χωριστό διαμέρισμα
απαγορεύεται να βγουν έξω ακάλυπτες και αφρούρητες,
μόνο ο σύζυγος είναι κύριος της ομορφιάς και της καρδιάς της
και δεν επιθυμούν να εξέλθουν. Θεωρεί τον εαυτό της ευτυχή
όταν την αγαπάει ο σύζυγος της και ασχολείται με στοργή
στην ανατροφή των παιδιών της που την θεωρεί την γλυκύτερη της
 απασχόληση. Αυτή θηλάζει τα παιδιά που γεννάει και δεν τα αφήνει
ποτέ μακριά από την αγκαλιά της, που κανένα ταπεινό πάθος δεν ταράσει.



LXII.
   In marble-paved pavilion, where a spring
   Of living water from the centre rose,
   Whose bubbling did a genial freshness fling,
   And soft voluptuous couches breathed repose,
   Ali reclined, a man of war and woes:
   Yet in his lineaments ye cannot trace,
   While Gentleness her milder radiance throws
   Along that aged venerable face,
The deeds that lurk beneath, and stain him with disgrace.

LXII. (62)
Μέσα σε μαρμάρινο περίπτερο
στο μέσον του οποίου αναβλύζει συντριβάνι
που σκορπάει την δροσιά του, ο φιλοπόλεμος
και αιμοχαρής Αλής αναπαύεται σε μαλακό,
 άνετο ανάκλιντρο. Αν και ο ηγεμόνας αυτός
 είναι σκληρόκαρδος, τέτοια όμως πραότητα
φαίνεται στο πρόσωπο του και τόσο σεβάσμια
 η φυσιογνωμία του, ώστε κανείς δεν μπορεί
 να μαντεύσει τα αιμοχαρή σχέδια του.

LXIII.
   It is not that yon hoary lengthening beard
   Ill suits the passions which belong to youth:
   Love conquers age—so Hafiz hath averred,
   So sings the Teian, and he sings in sooth—
   But crimes that scorn the tender voice of ruth,
   Beseeming all men ill, but most the man
   In years, have marked him with a tiger's tooth:
   Blood follows blood, and through their mortal span,
In bloodier acts conclude those who with blood began.

LXIII. (63)
Δεν θέλω με τούτο να πω ότι η κοσμούσα το πρόσωπο του μακριά λευκή
 γενειάδα δεν ταιριάζει με τα πάθη της νιότης του, ο έρωτας υποτάσσει
 στους νόμους του τους γέροντες όσο και τους νέους. Τούτο απέδειξε
ο Χαφίζ (Πέρσης ποιητής) και πολλές φορές επανέλαβε ο Τήιος ( Ανακρέων) ποιητής.
Αλλά τα εγκλήματα που δεν ακούνε τις ικετευτικές φωνές του οίκτου,
τα εγκλήματα που ντροπιάζουν όλους τους ανθρώπους και ιδίως τους μεγαλύτερους,
τα εγκλήματα λέγω, κατέστησαν τον Αλή όμοιο με άγρια τίγρη.
Το αίμα προκαλεί αίμα, και κατά την θανάσιμη διάρκεια του,
στην αιματοβαμμένη πράξη καταλήγουν εκείνοι που άρχισαν με αίμα.



LXIV.    
   Mid many things most new to ear and eye,
   The pilgrim rested here his weary feet,
   And gazed around on Moslem luxury,
   Till quickly wearied with that spacious seat
   Of Wealth and Wantonness, the choice retreat
   Of sated Grandeur from the city's noise:
   And were it humbler, it in sooth were sweet;
   But Peace abhorreth artificial joys,
And Pleasure, leagued with Pomp, the zest of both destroys.

LXIV. (64)
Ο προσκυνητής κουρασμένος αναπαύθηκε εδώ, θαυμάζοντας
 ένα σωρό αντικείμενα τα περισσότερα καινούργια στα αυτιά και τα μάτια του,
και χαζεύοντας τριγύρω την μουσουλμανική πολυτέλεια,
αρκετά γρήγορα, αηδίασε το πομπώδες αυτό θέαμα, το έβλεπε
 με απέχθεια το μέρος αυτό του πλούτου και της ακολασίας,
όπου μπορούσες να αποσυρθείς μακριά από το θόρυβο της πόλης.
Εάν είχαν λιγότερη πολυτέλεια οι τόποι αυτοί θα ομορφαίναν
από τα πραγματικές χαρίσματα της φύσης. Αλλά η γαλήνη της ψυχής
απεχθάνεται τις πλαστές ηδονές, γιατί η ηδονή που νοθεύεται
με επιδεικτική μεγαλοπρέπεια, χάνει όλο της το μεγαλείο.


LXV.    
   Fierce are Albania's children, yet they lack
   Not virtues, were those virtues more mature.
   Where is the foe that ever saw their back?
   Who can so well the toil of war endure?
   Their native fastnesses not more secure
   Than they in doubtful time of troublous need:
   Their wrath how deadly! but their friendship sure,
   When Gratitude or Valour bids them bleed,
Unshaken rushing on where'er their chief may lead.

LXV. (65)
Τα τέκνα της Αλβανίας είναι σκληρόκαρδα, δεν στερούνται
 όμως αρετών, αν και αυτές μετέχουν στην αγριότητα τους.
Ποιος πράγματι εχθρός τους είδε να φεύγουν? Ποιοι στρατιώτες αντέχουν
 περισσότερο τις κακουχίες του πολέμου? Ο βίος τους είναι επίσης λιτός
 σε καιρό ειρήνης και αφθονίας καθώς και σε καιρό ταραχών
 και στέρησης. Είναι εκδικητικοί μέχρι θανάτου, αλλά στην φιλία τους
είναι ειλικρινείς. Πιστοί στην φωνή της ευγνωμοσύνης
 ή της ανδρείας ,πρόθυμα και ατρόμητα ακολουθούν
 τον αρχηγό τους στους μεγαλύτερους κινδύνους.

LXVI.
   Childe Harold saw them in their chieftain's tower,
   Thronging to war in splendour and success;
   And after viewed them, when, within their power,
   Himself awhile the victim of distress;
   That saddening hour when bad men hotlier press:
   But these did shelter him beneath their roof,
   When less barbarians would have cheered him less,
   And fellow-countrymen have stood aloof—
In aught that tries the heart how few withstand the proof!

LXVI. (66)
Ο Τσάϊλντ Χάρολντ τους είδε στο πύργο του αρχηγού τους
έτοιμους να τρέξουν στην μάχη και στην νίκη,
τους είδε επίσης όταν, υπήρξε θύμα ενός περαστικού
ατυχήματος, έπεσε στα χέρια τους. Οι σκληροί γίνονται
γενικά σκληρότεροι προς τους δυστυχείς, αλλά οι Αλβανοί
τον υποδέχθηκαν με φιλοξενία κάτω από την στέγη τους,
ενώ λαοί λιγότερο βάρβαροι θα είχαν ίσως φερθεί λιγότερο γενναία,
 οι δε συμπατριώτες του θα έμεναν μακριά (15). Αλίμονο ! Πόσο λίγοι
διαψεύδουν τις επαγγελίες τους σε τέτοιες δοκιμασίες !

(15) Εδώ ο Μπάϋρον υπαινίσσεται αυτούς που ληστεύουν τους ναυαγούς
 στην Κορνουάλη  (Cornwall είναι κομητεία της Αγγλίας στο πιο νοτιοδυτικό τμήμα της Μεγάλης Βρετανίας ).


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου