CHILDE HAROLD'S PILGRIMAGE
By Lord Byron
CANTO THE SECOND.
ΑΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ
Από το άσμα αυτό θα περιοριστούμε μόνο στις στροφές που αφορούν τις περιπλανήσεις του ήρωα Τσάϊλντ Χάρολντ στην Ελλάδα των αρχών του 19ου αιώνα. Οι υποσημειώσεις στις διάφορες στροφές του ποιήματος έχουν γραφεί από τον ίδιο τον Λόρδο Μπάϋρον.
I.
Come, blue-eyed maid of heaven!—but thou, alas, Didst never yet one mortal song inspire— Goddess of Wisdom! here thy temple was, And is, despite of war and wasting fire, And years, that bade thy worship to expire: But worse than steel, and flame, and ages slow, Is the drear sceptre and dominion dire Of men who never felt the sacred glow That thoughts of thee and thine on polished breasts bestow.
I.
Έλα, ω γαλαζομάτα κόρη του ουρανού! αλλά εσύ, αλίμονο, ουδέποτε
δεν ενεύπνευσες ακόμη τα άσματα ενός θνητού -
Θεά της Σοφίας! εδώ ήταν άλλοτε ο ναός σου,
και εδώ υπάρχει ακόμη, παρ' όλες τις καταστροφές του πολέμου (1),
του ολοκαυτώματος και των χρόνων οι οποίες εξαφάνισαν την λατρεία σου.
Αλλά χειρότερο από το σίδηρο και την φωτιά και τους αιώνες,
είναι το φοβερό σκήπτρο και η ολέθρια τυραννία των ανθρώπων
οι οποίοι ποτέ δεν ένοιωσαν τον ιερό ενθουσιασμό που η ανάμνηση
εσένα και του λαού σου ξεσηκώνουν στις καρδιές των πολιτισμένων λαών.
(1) Μέρος της Ακρόπολης καταστράφηκε από την έκρηξη πυριδιταποθήκης
σε κάποια πολιορκία. Κανένας δεν μπορεί να μείνει ανάλγητος στη θέα
των ερειπίων μιας πόλης η οποία υπήρξε κάποτε πρωτεύουσα ενός μεγάλου
κράτους. Όταν συγκρίνει κάποιος τι ήταν άλλοτε η πόλη των Αθηνών
και τι είναι σήμερα, αισθάνεται όλη την μικρότητα των ανθρώπων
και την ματαιότητα των δυο ωραιότερων αρετών του, ήτοι του πατριωτισμού
και της ανδρείας. Το θέατρο τούτο της πάλης ισχυρών φατριών, ρητορικών
αγώνων, της ανόδου και πτώσεως τυράννων, του θριάμβου και της καταδίκης
περίφημων στρατηγών, έγινε σήμερα σκηνή ευτελών ραδιουργιών και αιωνίων
διχονοιών, μεταξύ των φιλέριδων πρακτόρων κάποιων ευγενών και τζέντλεμαν
της Αγγλίας. Αλίμονο ! ποιος εξευτελισμός, όταν δυο ζωγράφοι τσακώνονται
για το προνόμιο του να απογυμνώσουν τον Παρθενώνα. Ο Σύλλας τιμώρησε
μόνο την Αθήνα, Ο Φίλιππος την υπόταξε και ο Ξέρξης την έκαυσε, αλλά
επιφυλαχθεί σε ένα δωροδοκημένο αρχαιολόγο και στους αισχροκερδείς
πράκτορες του, να κάνουν την πόλη αυτή τόσο καταφρονητέα, όσο είναι η ίδιοι.
II.
Ancient of days! august Athena! where, Where are thy men of might, thy grand in soul? Gone—glimmering through the dream of things that were: First in the race that led to Glory's goal, They won, and passed away—is this the whole? A schoolboy's tale, the wonder of an hour! The warrior's weapon and the sophist's stole Are sought in vain, and o'er each mouldering tower, Dim with the mist of years, grey flits the shade of power.
ΙΙ.
Αρχαία και σεπτή πόλη των Αθηνών! που είναι οι μεγάλοι πολίτες σου?
που οι ηρωικές ψυχές σου? δεν υπάρχουν πλέον και μόνο στην ιστορία μας
εμφανίζονται, πρωταγωνιστές στο δρόμο προς την δόξα, έφθασαν στο τέλος
και μόλις φάνηκαν στην γη, αναχώρησαν...τόσο μόνον? τα μεγάλα
ανδραγαθήματα τους έγιναν ιστορικά διηγήματα των σχολείων μας
και μας συντροφεύουν για μια ώρα μόνο! αλλά μάταια ζητάει κάποιος
τα όπλα των μαχητών σου και το βήμα των ρητόρων σου. Στα ερείπια
των μεγαλοπρεπών οικοδομών σου, ερειπωμένων από το χρόνο
πλανάται η ωχρά σκιά του παρελθόντος μεγαλείου σου.
III.
Son of the morning, rise! approach you here! Come—but molest not yon defenceless urn! Look on this spot—a nation's sepulchre! Abode of gods, whose shrines no longer burn. E'en gods must yield—religions take their turn: 'Twas Jove's—'tis Mahomet's; and other creeds Will rise with other years, till man shall learn Vainly his incense soars, his victim bleeds; Poor child of Doubt and Death, whose hope is built on reeds.
ΙΙΙ.
Εφήμερε άνθρωπε, Εγέρθητι ! Πλησίασε, έλα εδώ, αλλά μην βλάψεις
την απροστάτευτη αυτή λάρνακα ! Θεώρησε αυτούς τους τόπους
οι οποίοι είναι τάφος ενός έθνους, κατοικία Θεών των οποίων οι βωμοί
εγκαταλείφθηκαν. Και οι θεοί αυτοί υπάκουσαν. Οι θρησκείες
μεταβάλλονται. Αυτός ο ναός ήταν παλιότερα του Διός, έπειτα έγινε
του Μωάμεθ. Και άλλες θρησκείες μπορεί να γεννηθούν μετά
από αιώνες, μέχρις ότου ο άνθρωπος μάθει ότι μάταια καίει
το θυμίαμα του, χύνεται το αίμα των θυμάτων. Πτωχό τέκνο της αμφιβολίας
και του θανάτου, οι ελπίδες του στηρίζονται σε κάλαμο.
IV.
Bound to the earth, he lifts his eyes to heaven— Is't not enough, unhappy thing, to know Thou art? Is this a boon so kindly given, That being, thou wouldst be again, and go, Thou know'st not, reck'st not to what region, so On earth no more, but mingled with the skies! Still wilt thou dream on future joy and woe? Regard and weigh yon dust before it flies: That little urn saith more than thousand homilies.
IV.
Δεμένος με τη γη, υψώνει τα μάτια του προς τον ουρανό -
Δύστυχο πλάσμα! δεν σου αρκεί να ξέρεις ότι υπάρχεις?
Είναι η ζωή τόσο πολύτιμο δώρο, ώστε να θέλεις να ζήσεις
και πέρα του τάφου και να πας και συ δεν ξέρεις που, αλλά ολίγο
σε ενδιαφέρει, φθάνει μόνο να φύγεις από την γη και να αναμειχθείς
με τον ουρανό? Δεν θέλεις να σταματήσεις του να ονειροπολείς
για την μέλλουσα χαρά και λύπη? Μελέτησε και ζύγισε εκείνη την σκόνη
προτού την πάρει ο άνεμος. Αυτή η στενή λάρνακα λέει περισσότερα από χίλια λόγια.
V.
Or burst the vanished hero's lofty mound; Far on the solitary shore he sleeps; He fell, and falling nations mourned around; But now not one of saddening thousands weeps, Nor warlike worshipper his vigil keeps Where demi-gods appeared, as records tell. Remove yon skull from out the scattered heaps: Is that a temple where a God may dwell? Why, e'en the worm at last disdains her shattered cell!
V.
Ή άνοιξε αυτόν τον τάφο στον οποίο θάφτηκε ένας αρχαίος ήρωας
ο οποίος αναπαύεται στην έρημη ακτή (2). Πέθανε, τα δε έθνη
των οποίων ήταν στήριγμα, ήλθαν να θρηνήσουν γύρω από τον τάφο του.
Σήμερα κανένας από τους θλιμμένους κατοίκους του τόπου αυτού
δεν τον κλαίει, κανένας από εκείνους τους μαχητές οι οποίοι
τον θαύμαζαν, αγρυπνεί εδώ, όπου, κατά την αρχαία παράδοση,
έζησαν ημίθεοι. Λάβε ένα κρανίο από τα διασκορπισμένα τούτα οστά.
Πες μου είναι αυτό άξιο να κατοικείται από ένα θεό, αυτό
το κατασπασμένο κελί που εγκαταλείπει ακόμη και το σκουλήκι.
(2) Οι Έλληνες δεν έκαιγαν πάντα τα πτώματα. Ο μέγας Αίαντας
τάφηκε ολόσωμος. Οι περισσότεροι των ηρώων αποθεώνονταν
μετά τον θάνατον και προς τιμή σχεδόν όλων των ηρώων, ετελούντο
δημόσιοι αγώνες γύρω από τους τάφους τους, όπως του Αχιλλέα.
VI.
Look on its broken arch, its ruined wall, Its chambers desolate, and portals foul: Yes, this was once Ambition's airy hall, The dome of Thought, the Palace of the Soul. Behold through each lack-lustre, eyeless hole, The gay recess of Wisdom and of Wit, And Passion's host, that never brooked control: Can all saint, sage, or sophist ever writ, People this lonely tower, this tenement refit?
VI.
Δες το καταστραμμένο τόξο του, τους κατερειπωμένους τοίχους του,
τα έρημα δωμάτια του και τις σκοτεινές στοές του. Και όμως υπήρξε
κάποτε η υψηλή κατοικία της φιλοδοξίας, το μέγαρο της διάνοιας και
ο ναός της ψυχής. Παρατήρησε τα βαθουλωμένα κοιλώματα των ματιών,
το κομψό άσυλο της σοφίας και του πνεύματος, την φωλιά των αδάμαστων
παθών. Μπορούν όλα τα συγγράμματα των αγίων, των φιλοσόφων
ή των σοφιστών, να εμψυχώσουν πάλι αυτή την έρημη κατοικία
ή να επανορθώσουν αυτό το καταφύγιο.
VII.
Well didst thou speak, Athena's wisest son! 'All that we know is, nothing can be known.' Why should we shrink from what we cannot shun? Each hath its pang, but feeble sufferers groan With brain-born dreams of evil all their own. Pursue what chance or fate proclaimeth best; Peace waits us on the shores of Acheron: There no forced banquet claims the sated guest, But Silence spreads the couch of ever welcome rest.
VII.
Αληθινά είπες , Ω συ σοφώτατε γιέ των Αθηνών !
ότι " έν οίδαμε, ότι ουδέν οίδαμεν !" γιατί να φοβηθούμε αυτό
που δεν μπορούμε να αποφύγουμε? Όλοι έχουν τον πόνο τους,
αλλά ο άνθρωπος, ο ασθενής και δειλός άνθρωπος, πάσχει
από φαντασιώδη δεινά που επινοήθηκαν από τον ξαναμμένο
εγκέφαλο του. Ας αποδεχθούμε κάθε που η τύχη ή το
πεπρωμένο μας παρέχει ως το καλύτερο, η ειρήνη μας περιμένει
στις όχθες του Αχέροντα. Εκεί ο χορτάτος ομοτράπεζος
δεν βιάζεται να δοκιμάσει νέα φαγητά, αλλά η σιγή ετοιμάζει
την κοίτη όπου πρόκειται με ευχαρίστηση να αναπαυθεί.
VIII.
Yet if, as holiest men have deemed, there be A land of souls beyond that sable shore, To shame the doctrine of the Sadducee And sophists, madly vain of dubious lore; How sweet it were in concert to adore With those who made our mortal labours light! To hear each voice we feared to hear no more! Behold each mighty shade revealed to sight, The Bactrian, Samian sage, and all who taught the right!
VIII.
Εάν όμως, καθώς φαντάστηκαν οι σοφοί, υπάρχει κάποιος τόπος προορισμένος
για τις ψυχές, εκτός από την σκοτεινή εκείνη όχθη, όπου καταντροπιάζεται
το δόγμα των Σαδουκαίων και εκείνων των σοφιστών οι οποίοι καμαρώνουν ανόητα
για την διστακτική διδασκαλία τους, πόσο ευχάριστο θα ήταν να λατρεύσουμε
την πηγή της ύπαρξής μας μαζί με εκείνους οι οποίοι ελάφρυναν
τις επίγειες μας δοκιμασίες ! Πόσο ευχάριστα θα ακούγαμε τις φωνές
τις οποίες φοβούμεθα μήπως δεν ακούσουμε πλέον και πόσο θα χαιρόμαστε
βλέποντας τις μεγαλοπρεπείς σκιές του Βακτριανού σοφού, του Σαμίου
φιλοσόφου και όλων των διδαξάντων το δίκαιον.
IX.
There, thou!—whose love and life together fled, Have left me here to love and live in vain— Twined with my heart, and can I deem thee dead, When busy memory flashes on my brain? Well—I will dream that we may meet again, And woo the vision to my vacant breast: If aught of young Remembrance then remain, Be as it may Futurity's behest, For me 'twere bliss enough to know thy spirit blest!
IX.
Εκεί θέλω να ξαναδώ και σένα του οποίου η φιλία και η ζωή
σβήστηκαν ταυτόχρονα και με άφησαν στον κόσμο αυτό
να ζω και να ρωτάω μάταια! Ω, πως μπορώ να πιστεύσω ότι
δεν υπάρχεις πλέον, όταν η μνήμη σου επιζεί ακόμη στην καρδιά μου?
Θέλω λοιπόν να ονειροπολώ ότι κάποτε θα συναντηθούμε και θέλω
διατηρώ την εικόνα σου στην καρδιά την οποία άφησες έρημη.
Εάν η ανάμνηση των νεανικών μας χρόνων μας μένει, αυτή
θα πρέπει να είναι ικανή εγγύηση για το μέλλον. Αχ, για μένα
θα είναι μεγάλη ευτυχία να ξεύρω ότι η ψυχή σου είναι πανευτυχής ! (3)
(3) Ο Μπάϋρον έγραψε την στροφή αυτή στην Neastead, κατά τον Οκτώβριο του 1811,
όταν έμαθε τον θάνατο του νεανικού του φίλου Edleston.
X.
Here let me sit upon this mossy stone, The marble column's yet unshaken base! Here, son of Saturn, was thy favourite throne! Mightiest of many such! Hence let me trace The latent grandeur of thy dwelling-place. It may not be: nor even can Fancy's eye Restore what time hath laboured to deface. Yet these proud pillars claim no passing sigh; Unmoved the Moslem sits, the light Greek carols by.
X.
Ας καθίσω σε αυτό τον μεγάλο βρυόφυτο βράχο ο οποίος μοιάζει
με ασάλευτη βάση μαρμάρινης στήλης. Εδώ, ω γιέ του Κρόνου,
ήταν ο αγαπητός σου θρόνος, ω κραταιέ βασιλιά του Ολύμπου,
ζητώ να αναγνωρίσω τα καταχωνιασμένα ίχνη του μεγαλοπρεπούς
ναούς σου (4) , αλλά αλίμονο μάταια! Κοπιάζω, γιατί ούτε ο οφθαλμός
της φαντασίας μπορεί να επανορθώσει ότι ο χρόνος έχει καταστρέψει.
Όμως, οι μεγαλοπρεπείς αυτές στήλες υψώνονται μόνες τους για να διεκδικήσουν
κάποιο σημάδι. Αλλά ο απαθής μουσουλμάνος στηρίζεται σε αυτές
χωρίς να συγκινείται, ο δε ευτράπελος Έλληνας τραγουδάει περνώντας από εκεί.
(4) Του ναού του Ολυμπίου Διός του οποίου σώζονται ακόμη 16 μαρμάρινες στήλες.
Στην αρχή όταν ο ναός ήταν ακέραιος, υπήρχαν εκατό πενήντα. Μερικοί σοφοί
ισχυρίσθηκαν ότι οι στήλες αυτές ανήκαν άλλοτε στον Παρθενώνα.
XI.
But who, of all the plunderers of yon fane On high, where Pallas lingered, loth to flee The latest relic of her ancient reign— The last, the worst, dull spoiler, who was he? Blush, Caledonia! such thy son could be! England! I joy no child he was of thine: Thy free-born men should spare what once was free; Yet they could violate each saddening shrine, And bear these altars o'er the long reluctant brine.
XI.
Αλλά ποιος από όλους τους ιερόσυλους οι οποίοι λήστευσαν
εκείνον τον πάνω στην Ακρόπολη ναό εκ του οποίου η Παλλάδα
έφυγε λυπημένη γιατί εγκατέλειψε το τελευταίο μνημείο
της αρχαίας βασιλείας της - ποιος, λέγω, υπήρξε ο βαρβαρώτερος
και απεχθέστερος ιερόσυλος? Κοκκίνισε, ω! Καληδονία, γιατί αυτός
είναι γιός σου. Χαίρω, ω! Αγγλία, γιατί δεν γεννήθηκε στους κόλπους σου.
Οι φιλελεύθεροι πολίτες σου οφείλουν να σέβονται την χώρα
η οποία κάποτε ήταν η κοιτίδα της ελευθερίας. Πως μπόρεσαν
τα χέρια του να μολύνουν το σπίτι των θλιμμένων θεών και να αρπάξουν
τους βωμούς τους. Αλλά ούτε τα κύματα υπέφεραν τέτοια ασέβεια, αρνηθέντα
να γίνουν συνένοχα αυτής της αρπαγής.(5)
(5) Το πλήρες αρχαιοτήτων πλοίο ναυάγησε στο αρχιπέλαγος.
XII.
But most the modern Pict's ignoble boast, To rive what Goth, and Turk, and Time hath spared: Cold as the crags upon his native coast, His mind as barren and his heart as hard, Is he whose head conceived, whose hand prepared, Aught to displace Athena's poor remains: Her sons too weak the sacred shrine to guard, Yet felt some portion of their mother's pains, And never knew, till then, the weight of Despot's chains.
XII.
Εν τούτοις ο απόγονος των Πικτών (Pict) δεν ντρέπεται,
καυχώμενος ότι κατέθραυσε κάθε τι που σεβάσθηκαν
οι Βάνδαλοι, οι λάτρεις του Μωάμεθ και το δρεπάνι του πανδαμάτορα
χρόνο (6). Εκείνος ο οποίος μπόρεσε να συλλάβει την ιδέα
και να εκτελέσει την σύληση των δύστυχων Αθηνών, είχε
βέβαια σκληρή καρδιά, διάνοια άγονη και παγωμένη, ως είναι
οι βράχοι της πατρίδας του. Τα τωρινά τέκνα των Αθηνών
παρ' όλο που αδυνατούν να υπερασπισθούν τα ιερά ταύτα
λείψανα, συμμερίσθηκαν όμως την θλίψη της πατρίδας των.
Ποτέ δεν αισθάνθηκαν το βάρος του ζυγού της δουλείας τόσο,
όσο όταν διαπράττονταν αυτή η ληστεία(7).
(6). (3 Ιανουαρίου 1809) Εκτός των όσων εστάλησαν στο Λονδίνο, υπάρχει στο
Πειραιά ένα υδραιϊκό πλοίο που προωρίζεται να φορτώσει, όλες τις αρχαιότητες
που μπορούν να μεταφερθούν. Έτσι, αυτά ως άκουσα ένα νέο Έλληνα να λέει
σε συμπατριώτες του, έτσι ο λόρδος Έλγιν μπορεί να καυχηθεί ότι κατερείπωσε
την Αθήνα. Μπορεί ο περιηγητής να μην προφέρει με αγανάκτηση
το όνομα του ανθρώπου που ασκόπως και ανωφελώς, κατέστρεψε όλα
τα ανάγλυφα τα οποία κοσμούσαν ένα μέρος του ναού?
(7). Ο φίλος μου ο Δόκτωρ Κλάρκ μου επέτρεψε να αναφέρω ένα απόσπασμα από
μια επιστολή του προς εμένα. " Όταν το τελευταίο μετώπιον αποσπάσθηκε από
τον Παρθενώνα, οι εργάτες του Ελγίνου κατεδάφησαν μεγάλο μέρος της άνω
κορωνίδας και ένα εκ των τριγλύφων. Ο επιστάτης ο οποίος είδε την γενομένη
στην οικοδομή βλάβη, έβγαλε την πίπα από το στόμα του και γεμάτος δάκρυα
είπε με ικευτικό τρόπο προς τον πράκτορα του Ελγίνου, Λουζιέρη
"Τέλος! Ήμουν παρών"
XIII.
What! shall it e'er be said by British tongue Albion was happy in Athena's tears? Though in thy name the slaves her bosom wrung, Tell not the deed to blushing Europe's ears; The ocean queen, the free Britannia, bears The last poor plunder from a bleeding land: Yes, she, whose generous aid her name endears, Tore down those remnants with a harpy's hand. Which envious eld forbore, and tyrants left to stand.
XIII.
Πως θα τολμούσαν τα τέκνα της Βρετανικής Αλβιόνος να πούν
ότι η πατρίδα τους ευχαριστιόνταν με τα δάκρυα των Αθηνών?
Ω πατρίδα μου, μολονότι στο όνομα σου οι αισχροκερδείς συλητές
εσπάραξαν τους κόλπους τους, εσύ ντράπηκες να είπεις
την απάνθρωπο αυτή πράξη στα αυτιά της ερυθριώσας Ευρώπης.
Η βασίλισσα του Ωκεανού, η φιλελεύθερη Αγγλία λήστεψε τα λείψανα
της αιματοβαμμένης Ελλάδας! Αλίμονο ! εκείνη η οποία παρέχει
την γενναία συνδρομή της στα τυραννισμένα έθνη, κατεδάφισε
με τα χέρια μιας αρπύϊας τα ιερά ταύτα λείψανα, τα οποία εφείσθηκαν
οι βάρβαροι τύραννοι και ο φθονερός χρόνος.
XIV.
Where was thine aegis, Pallas, that appalled Stern Alaric and Havoc on their way? Where Peleus' son? whom Hell in vain enthralled, His shade from Hades upon that dread day Bursting to light in terrible array! What! could not Pluto spare the chief once more, To scare a second robber from his prey? Idly he wandered on the Stygian shore, Nor now preserved the walls he loved to shield before.
XIV.
Ω! Παλλάδα, που είχες τότε την αιγίδα σου, η οποία απέκρουσε
τον θηριώδη Αλάριχο, σώζοντας έτσι την πόλη από την εκπόρθηση, (8)
Που ήταν ο γιός του Πηλέα του οποίου η σκιά διέφυγε την ισχύ
του Άδη και φάνηκε κατά την μέρα του κινδύνου οπλισμένος
με το φοβερό του δόρυ, γιατί λοιπόν, ο αμείλικτος Πλούτων
δεν μπόρεσε να αφήσει για μια ακόμη φορά ελεύθερο αυτόν
τον ήρωα, για να εμποδίσει αυτόν τον άλλο συλήτην ?
Γιατί, ω Αχιλλέα, έμεινες ανάλγητος στις όχθες της Στύγος και δεν ήλθες
να υπερασπισθείς τα τείχη τα οποία άλλοτε προστάτευες.
(8) Κατά τον Ζώσιμον, η Αθηνά και ο Αχιλλέας εκδίωξαν τον Αλάριχον
της Ακρόπολης , άλλοι όμως λέγουν ότι ο Γότθος βασιλιάς ήταν τόσο
σχεδόν βάνδαλος, όσο και ο Σκώτος ομότιμος (Ελγίνος).
XV.
Cold is the heart, fair Greece, that looks on thee, Nor feels as lovers o'er the dust they loved; Dull is the eye that will not weep to see Thy walls defaced, thy mouldering shrines removed By British hands, which it had best behoved To guard those relics ne'er to be restored. Curst be the hour when from their isle they roved, And once again thy hapless bosom gored, And snatched thy shrinking gods to northern climes abhorred!
XV.
Ω! Ελλάδα, πόσο ψυχρή είναι η καρδιά εκείνου, ο οποίος σε βλέπει
και δεν αισθάνεται την συγκίνηση την οποία δοκιμάζει ο εραστής
μπροστά στο τάφο της ερωμένης του. Ποιος μπορεί χωρίς δάκρυα
να βλέπει τους ναούς σου να παραμορφώνονται και τους βωμούς σου
να μολύνονται από τους Βρετανούς, οι οποίοι όφειλαν μάλλον
να προστατεύσουν τα ιερά ταύτα κειμήλια. Καταραμένη να είναι η ημέρα
όπου αναχώρησαν από την ψυχρά τους νήσο, για να έλθουν
να κατασπαράξουν το ματωμένο σου στήθος και να μεταφέρουν
στα μισητά κλίματα του βορρά, τους αγανακτισμένους θεού σου!
Από την 16η στροφή του ποιήματος επανέρχεται στην περιπλάνηση του Τσάϊλντ
Χάρολντ, με την περιγραφή του θαλασσινού του ταξιδιού μέσω Γιλβαρτάρ
στην Ελλάδα που περιγράφονται τις στροφές 16 έως 37 τις οποίες και
παραλείπουμε. Θα συνεχίσουμε την παρουσίαση του ποιήματος,
από την στροφή 38 , όπου ο ήρωας έφθασε στην Ελλάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου