"O άνθρωπος πρέπει κάθε μέρα ν᾽ακούει ένα γλυκό τραγούδι, να διαβάζει ένα ωραίο ποίημα, να βλέπει μια ωραία εικόνα και, αν είναι δυνατόν, να διατυπώνει μερικές ιδέες. Αλλιώτικα χάνει το αίσθημα του καλού και την τάση προς αυτό...". Γκαίτε.
Αφιέρωμα στην Emily Dickinson
Η Emily Dickinson γενήθηκε το 1830 στο Amherst της Μασσαχουσέτης. Αν και παρέμεινε σχεδόν αφανής όσο ζούσε, αναγνωρίζεται πλέον ως από τους σημαντικότερους Αμερικανούς -και όχι μόνο- ποιητές, και είναι δημοφιλής διεθνώς. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στο πατρικό της, στο Άμχερστ βυθισμένη μέσα στον κόσμο της ποίησής της. Μέχρι τον θάνατό της, όσα από τα σχεδόν 1800 ποιήματά της δεν είχε περιλάβει σε γράμματά της, παρέμεναν άγνωστα, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Πέθανε το 1866 αφήνοντας πίσω της ένα μοναδικό ποιητικό έργο.
Από την συλλογή «Το Μέγα Ύδωρ»
1.
Όταν η νύχτα φεύγει, κι είναι
το χάραμα τόσο κοντά
που τα κενά σχεδόν αγγίζεις-
ώρα να στρώσεις τα μαλλιά,
να ετοιμάσεις τα λακκάκια,
και νʼ απορήσεις τι να ήσαν
τα γηραιά, ξεθωριασμένα
μεσάνυχτα και σε φόβισαν.
2.
Η Φύση κάνει να διψούμε,
ώστε, πεθαίνοντας μετά,
λίγο νερό εκλιπαρούμε
σε δάχτυλα περαστικά.
Δηλοι την πιο λεπτή για μας
ανάγκη που εν αφθονία
πληροι το μέγα προς δυσμάς
το Ύδωρ, η Αθανασία.
3.
Υπάρχει μοναξιά του χώρου
και μοναξιά των θαλασσών
και μοναξιά θανάτου, κι όλες
μοιάζουν εσμοί πρωτευουσών
μπροστά στο πολικό τοπίο
-μια περατή απεραντότης-
εκεί που η ψυχή ανοίγει
και δέχεται τον εαυτό της.
4.Η φήμη είναι μέλισσα.
Έχει κεντρί, έχει τραγούδι-
Α, έχει όμως και φτερά.
Emily Dickinson, Επειδή δεν άντεχα να ζήσω φωναχτά. Ποιήματα και Επιστολές,
Συμπεριλαμβάνει μεταφρασμένα στα ελληνικά κάποια από τα πιο αντιπροσωπευτικά ποιήματα όλων των φάσεων του έργου της ποιήτριας (έγραψε γύρω στα 1800 ποιήματα, στα οποία δεν έδινε τίτλους, και για αυτό ταξινομούνται με βάση την αριθμητική κατάταξη που έγινε από τις πρώτες εκδόσεις)
{Fr 1381/ J 1354}
Αφιέρωμα στην Emily Dickinson
Η Emily Dickinson γενήθηκε το 1830 στο Amherst της Μασσαχουσέτης. Αν και παρέμεινε σχεδόν αφανής όσο ζούσε, αναγνωρίζεται πλέον ως από τους σημαντικότερους Αμερικανούς -και όχι μόνο- ποιητές, και είναι δημοφιλής διεθνώς. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στο πατρικό της, στο Άμχερστ βυθισμένη μέσα στον κόσμο της ποίησής της. Μέχρι τον θάνατό της, όσα από τα σχεδόν 1800 ποιήματά της δεν είχε περιλάβει σε γράμματά της, παρέμεναν άγνωστα, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Πέθανε το 1866 αφήνοντας πίσω της ένα μοναδικό ποιητικό έργο.
Κατά τη δεσπόζουσα άποψη, η ποίηση της Έμιλυ Ντίκινσον (Emily Dickinson 1830 – 1886) ανήκει στην πιο σημαντική προσφορά της αμερικανικής λογοτεχνίας. Έζησε σε εκείνη τη σημαδιακή χρονική περίοδο του δέκατου ένατου αιώνα, όπου εντελώς ξαφνικά, άρχισαν να εμφανίζονται διάφορα λογοτεχνικά έργα που εμφορούνταν από έναν ομοιόμορφο χαρακτήρα και ένα κοινό σύστημα αξιών.
Μέχρι τα εικοσιπέντε της, η Έμιλυ ήταν σαν όλες τις άλλες κοπέλες στα χωριά της Νέας Αγγλίας. Στις αρχές του 1850 ανήκε σε μια γενιά φιλαναγνωστών και φυσιολατρών που πήγαιναν εκδρομές στα δάση. Δείγματα απομόνωσης άρχισε να εκδηλώνει κατά το πέρασμά της δεκαετίας όλο και πιο συχνά και πιο απόλυτα.
Το 1862, έγραψε 366 ποιήματα μέσα σε ένα χρόνο, κάτι που δεν είχε γίνει ποτέ πριν, 141 το 1863, 174 το 1864, 85 το 1865, και κάθε χρόνο έγραφε 10 με 50 ποιήματα ετησίως. Επομένως, η μεγαλύτερη παραγωγικότητα της, εμφανίζεται κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, που ήταν το πιο καθοριστικό ιστορικό γεγονός στη ζωή της.
Μετά το τέλος του Εμφυλίου, η Ντίκινσον απομονώθηκε τόσο πολύ κοινωνικά, ώστε άρχισε να γίνεται ένας «τοπικός θρύλος». Το 1868 ο Χίγκινσον την προσκάλεσε να πάει στη Βοστόνη για να συμμετάσχει σε συγκεντρώσεις, γυναικείων, λογοτεχνικών συντροφιών. Εκείνη του απάντησε σε μια επιστολή: « Αν θα σας ήταν απολύτως βολικό να ταξιδέψετε μέχρι εδώ πέρα στο Άμερστ θα χαιρόμουν πολύ, μα εγώ δεν διαβαίνω τον περίβολο του Πατέρα μου προς οποιοδήποτε σπίτι ή πόλη».
Άρχισε να παραμένει στο δωμάτιο της ακόμη κι όταν έρχονταν επισκέπτες και τους μιλούσε πίσω από την πόρτα αντί για πρόσωπο με πρόσωπο.
Το ντύσιμο της Ντίκινσον έγινε μύθος στο κουτσομπολιό της μικρής πόλης. Με άλλα λόγια και οι φορεσιές που προτιμούσε συνέβαλαν στη διάδοση ότι η Έμιλυ ήταν «διαφορετική» από όλους τους άλλους. Ο αδελφός της και η οικογένεια του προσπάθησαν να την προστατέψουν με το να αρνούνται να μιλούν γι αυτήν στους ντόπιους. Όταν η Ντίκινσον συνάντησε τον Χίγκινσον, ήταν ντυμένη στα λευκά, κάτι που είχε γίνει συνήθειά της, περίπου από την εποχή που απεβίωσε, ο Γουάντσγουέρθ, (1861-1862). Αργότερα τα λευκά έγιναν το αποκλειστικό ντύσιμό της.
Για παράδειγμα το 1867 μιλούσε στους επισκέπτες της πίσω από μια πόρτα και γενικά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια της ζωής της απέφευγε να τους αντικρύσει. Έτρεχε μακριά από την μπροστινή είσοδο όταν άκουγε χτύπημα στην πόρτα. Ελάχιστοι ντόπιοι την είχαν δει τότε, και όποτε συνέβη αυτό ήταν πάντα λευκοντυμένη.
Η Έμιλι άφησε ρητή εντολή να κάψουν όλη την αλληλογραφία της μετά το θάνατό της, και η Λαβίνια ατυχώς την εκτέλεσε. Μπορούμε να φανταστούμε, όμως την έκπληξή της, όταν βρήκε περισσότερα από δυο χιλιάδες ποιήματα και σημειώσεις μέσα σε ένα σεντούκι μαζί με τη δαγεροτυπία της Έμιλι όταν ήταν περίπου δεκαέξι ετών.
Τέσσερα χρόνια μετά το θάνατό της Ντίκινσον, δηλαδή το 1890 δημοσιεύτηκαν τα Ποιήματά της. Η πρώτη αυτή συλλογή ποιημάτων της περιελάμβανε 115 ποιήματα.
Από την συλλογή «Το Μέγα Ύδωρ»
1.
Όταν η νύχτα φεύγει, κι είναι
το χάραμα τόσο κοντά
που τα κενά σχεδόν αγγίζεις-
ώρα να στρώσεις τα μαλλιά,
να ετοιμάσεις τα λακκάκια,
και νʼ απορήσεις τι να ήσαν
τα γηραιά, ξεθωριασμένα
μεσάνυχτα και σε φόβισαν.
2.
Η Φύση κάνει να διψούμε,
ώστε, πεθαίνοντας μετά,
λίγο νερό εκλιπαρούμε
σε δάχτυλα περαστικά.
Δηλοι την πιο λεπτή για μας
ανάγκη που εν αφθονία
πληροι το μέγα προς δυσμάς
το Ύδωρ, η Αθανασία.
3.
Υπάρχει μοναξιά του χώρου
και μοναξιά των θαλασσών
και μοναξιά θανάτου, κι όλες
μοιάζουν εσμοί πρωτευουσών
μπροστά στο πολικό τοπίο
-μια περατή απεραντότης-
εκεί που η ψυχή ανοίγει
και δέχεται τον εαυτό της.
4.Η φήμη είναι μέλισσα.
Έχει κεντρί, έχει τραγούδι-
Α, έχει όμως και φτερά.
Το Νερό, μαθαίνεται απ’ τη δίψα.
Η Στεριά – απ’ το αρμένισμα στα Πέλαγα.
Η Έκσταση – απ’ την οδύνη –
Η Ειρήνη, απ’ των πολέμων της το χρονικό –
Η Αγάπη, απ’ του τάφου το ανάγλυφο –
Τα Πουλιά, απ’ το χιόνι.
Μετάφραση: Ερρίκος Σοφράς, εκδ. Το Ροδακιό
Emily Dickinson, Επειδή δεν άντεχα να ζήσω φωναχτά. Ποιήματα και Επιστολές,
Συμπεριλαμβάνει μεταφρασμένα στα ελληνικά κάποια από τα πιο αντιπροσωπευτικά ποιήματα όλων των φάσεων του έργου της ποιήτριας (έγραψε γύρω στα 1800 ποιήματα, στα οποία δεν έδινε τίτλους, και για αυτό ταξινομούνται με βάση την αριθμητική κατάταξη που έγινε από τις πρώτες εκδόσεις)
{Fr 1381/ J 1354}
Είναι η Καρδιά πρωτεύουσα του Νου
ο Νους είναι μια ενιαία Πολιτεία-
Καρδιά και Νους μαζί αποτελούν
Μια Ήπειρο μονάχη και ενιαία-
Ένας-είναι σ' αυτήν ο Πληθυσμός-
Κι έχει πολλούς στον αριθμό κατοίκους-
Τούτο το Έθνος το εκστατικό
Γύρεψε-είσαι εσύ ο Ίδιος.
The Heart is the Capital of the Mind
The Mind is a single State-
The Heart and the Mind together make
A single Continent-
One-is the Population-
Numerous enough-
This ecstatic Nation
Seek-it is Yourself.
{Fr 577/ J 374}
Πήγα στα Ουράνια-
Ήταν μια μικρή Πόλη-
Φωτισμένη-με Ρουμπίνι-
Αφρισμένη-με Φτέρωμα-όλη
Πιο ακίνητη-κι απ' τα λιβάδια
Στην απόλυτη Δροσιά-
Όμορφη-σαν Ζωγραφιά-
Που Κανείς δεν ζωγράφισε-
Άνθρωποι-σαν Λεπιδόπτερα-
Από Δαντέλα-μορφές-
Καθήκοντα-από Τούλι-
Και από Ιστό αράχνης-ονόματα-
Σχεδόν-ικανοποιημένη-
Θα μπορούσα-να είμαι κι εγώ-
Μέσα σ' ένα Κόσμο
Τόσο μοναδικό-
I went to Heaven
't was a small Town
Lit-with a Ruby-
Lathed-with Down-
Stiller-than the fields
At the full Dew-
Beautiful-as Pictures-
No Man drew-
People-like the Moth-
Of Mechlin-frames-
Duties-of Gossamer-
And Eider-names-
Almost-contented
I-could be-
'Mong such unique
Society-
{Fr 577/ J 374}
Πήγα στα Ουράνια-
Ήταν μια μικρή Πόλη-
Φωτισμένη-με Ρουμπίνι-
Αφρισμένη-με Φτέρωμα-όλη
Πιο ακίνητη-κι απ' τα λιβάδια
Στην απόλυτη Δροσιά-
Όμορφη-σαν Ζωγραφιά-
Που Κανείς δεν ζωγράφισε-
Άνθρωποι-σαν Λεπιδόπτερα-
Από Δαντέλα-μορφές-
Καθήκοντα-από Τούλι-
Και από Ιστό αράχνης-ονόματα-
Σχεδόν-ικανοποιημένη-
Θα μπορούσα-να είμαι κι εγώ-
Μέσα σ' ένα Κόσμο
Τόσο μοναδικό-
I went to Heaven
't was a small Town
Lit-with a Ruby-
Lathed-with Down-
Stiller-than the fields
At the full Dew-
Beautiful-as Pictures-
No Man drew-
People-like the Moth-
Of Mechlin-frames-
Duties-of Gossamer-
And Eider-names-
Almost-contented
I-could be-
'Mong such unique
Society-
Fr. Leighton, Μοναξιά. 1890. Maryhill Museum of Art
{Fr 982/ J 919}
Αν σταματήσω μια καρδιά που πάει να σπάσει
Δεν ήρθα μάταια στη ζωή
Αν απαλύνω κάποιου την Οδύνη
Ή ηρεμήσω άλλου τον Πόνο
Ή βοηθήσω τον μισολιπόθυμο Κοκκινολαίμη
Να μπει ξανά μες στη Φωλιά
Δεν ήρθα μάταια στη ζωή.
If I can stop one Heart from breaking
I shall not live in vain
If I can ease one Life the Aching
or Cool one Pain
Or help one fainting Robin
Unto his Nest again
I shall not live in vain.
{Fr 982/ J 919}
Αν σταματήσω μια καρδιά που πάει να σπάσει
Δεν ήρθα μάταια στη ζωή
Αν απαλύνω κάποιου την Οδύνη
Ή ηρεμήσω άλλου τον Πόνο
Ή βοηθήσω τον μισολιπόθυμο Κοκκινολαίμη
Να μπει ξανά μες στη Φωλιά
Δεν ήρθα μάταια στη ζωή.
If I can stop one Heart from breaking
I shall not live in vain
If I can ease one Life the Aching
or Cool one Pain
Or help one fainting Robin
Unto his Nest again
I shall not live in vain.
Σε περιμένω παντού – Τάσος Λειβαδίτης
Την αγάπη μας αύριο θα τη διαβάζουν
τα παιδιά στα σχολικά βιβλία,
πλάι στα ονόματα των άστρων
και τα καθήκοντα των συντρόφων.
Αν μου χάριζαν όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα
θα προτιμούσα μια μικρή στιγμή πλάι σου.
Θα θυμάμαι πάντα τα μάτια σου, φλογερά και μεγάλα
σα δυο νύχτες έρωτα μες στον εμφύλιο πόλεμο.
Α! ναι, ξέχασα να σου πω,
πως τα στάχυα είναι χρυσά κι απέραντα
Γιατί σ’ αγαπώ.
τα παιδιά στα σχολικά βιβλία,
πλάι στα ονόματα των άστρων
και τα καθήκοντα των συντρόφων.
Αν μου χάριζαν όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα
θα προτιμούσα μια μικρή στιγμή πλάι σου.
Θα θυμάμαι πάντα τα μάτια σου, φλογερά και μεγάλα
σα δυο νύχτες έρωτα μες στον εμφύλιο πόλεμο.
Α! ναι, ξέχασα να σου πω,
πως τα στάχυα είναι χρυσά κι απέραντα
Γιατί σ’ αγαπώ.
Επέστρεφε – Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με –
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα•
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται…
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα•
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται…
Σ’ αγαπώ – Μυρτιώτισσα Εκδόσεις: Εστία
Σ’ αγαπώ, δεν μπορώ
Τίποτ’ άλλο να πω
Πιο βαθύ, πιο απλό
Πιο μεγάλο!
Μπρος στα πόδια σου εδώ
Με λαχτάρα σκορπώ
Τον πολύφυλλο ανθό
Της ζωής μου
Τα δυο χέρια μου, να…
Στα προσφέρω δετά
Για να γείρεις γλυκά
Το κεφάλι
Κι η καρδιά μου σκιρτά
Κι όλη ζήλια ζητά
Να σου γίνει ως αυτά
Προσκεφάλι
Τίποτ’ άλλο να πω
Πιο βαθύ, πιο απλό
Πιο μεγάλο!
Μπρος στα πόδια σου εδώ
Με λαχτάρα σκορπώ
Τον πολύφυλλο ανθό
Της ζωής μου
Τα δυο χέρια μου, να…
Στα προσφέρω δετά
Για να γείρεις γλυκά
Το κεφάλι
Κι η καρδιά μου σκιρτά
Κι όλη ζήλια ζητά
Να σου γίνει ως αυτά
Προσκεφάλι
Η πιο όμορφη θάλασσα – Ναζίμ Χικμέτ
Η πιο όμορφη θάλασσα
είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει
Τα πιο όμορφα παιδιά δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα
Τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα
Κι αυτό που θέλω να σου πω
το πιο όμορφο απ’ όλα,
δε στο ‘χω πει ακόμα».
είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει
Τα πιο όμορφα παιδιά δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα
Τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα
Κι αυτό που θέλω να σου πω
το πιο όμορφο απ’ όλα,
δε στο ‘χω πει ακόμα».
Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις – Πάμπλο Νερούδα Εκδόσεις: Νεφέλη
Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενιτειά. Κι άμα κλαις μου αρέσεις, απ’ την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.
Κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς, η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ’ αγγίξει:
Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας μες τη δική σου σιωπή.
Άσε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπή τη δικιά σου που είναι απέριττη σα δαχτυλίδι αρραβώνων και που λάμπει σαν αστραπή. Είσαι όμοια με την νύχτα, αγάπη μου, η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη. Απόμακρη και τόση δα και απ’ τα αστέρια φτιαγμένη είναι η δικιά σου σιωπή. Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία. Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα. Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο – μου αρκεί για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.
Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενιτειά. Κι άμα κλαις μου αρέσεις, απ’ την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.
Κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς, η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ’ αγγίξει:
Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας μες τη δική σου σιωπή.
Άσε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπή τη δικιά σου που είναι απέριττη σα δαχτυλίδι αρραβώνων και που λάμπει σαν αστραπή. Είσαι όμοια με την νύχτα, αγάπη μου, η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη. Απόμακρη και τόση δα και απ’ τα αστέρια φτιαγμένη είναι η δικιά σου σιωπή. Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία. Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα. Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο – μου αρκεί για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.
Ερωτικός Λόγος – Γιώργος ΣεφέρηςΕκδόσεις: Ίκαρος
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα!
Πρόβαλε ανάστημα άγρυπνο στο πλήθος της σιωπής
σήκωσε το κεφάλι σου από τα χέρια τα καμπύλα
το θέλημά σου να γενεί και να μου ξαναπείςτα λόγια που άγγιζαν και σμίγαν το αίμα σαν αγκάλη
κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς
και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη
από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς.
Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο
που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί.
Λησμονημένο ανάγνωσμα σ’ ένα παλιό ευαγγέλιο
το μίλημά σου ανάσαινε κι η ανάλαφρη φωνή:
“Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο
κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει
χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ’ όνειρο μένει απόντιστο
κι είναι σαν να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα!
Πρόβαλε ανάστημα άγρυπνο στο πλήθος της σιωπής
σήκωσε το κεφάλι σου από τα χέρια τα καμπύλα
το θέλημά σου να γενεί και να μου ξαναπείςτα λόγια που άγγιζαν και σμίγαν το αίμα σαν αγκάλη
κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς
και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη
από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς.
Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο
που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί.
Λησμονημένο ανάγνωσμα σ’ ένα παλιό ευαγγέλιο
το μίλημά σου ανάσαινε κι η ανάλαφρη φωνή:
“Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο
κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει
χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ’ όνειρο μένει απόντιστο
κι είναι σαν να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.
Όταν Ήρθες – Κώστας Καρυωτάκης
Εσβήναν τα χρυσάνθεμα σαν πόθοι
στον κήπον όταν ήρθες. Εγελούσες
γαλήνια, σα λευκό χαμολουλούδι.
Αμίλητος, τη μέσα μου μαυρίλα
την έκανα γλυκύτατο τραγούδι
κι απάνω σου το λέγανε τα φύλλα.
στον κήπον όταν ήρθες. Εγελούσες
γαλήνια, σα λευκό χαμολουλούδι.
Αμίλητος, τη μέσα μου μαυρίλα
την έκανα γλυκύτατο τραγούδι
κι απάνω σου το λέγανε τα φύλλα.
Πληθυντικός αριθμός – Κική Δημουλά Εκδόσεις: Στιγμή
Ο έρωτας
όνομα ουσιαστικόν
πολύ ουσιαστικόν,
ενικού αριθμού,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού,
γένους ανυπεράσπιστου.
Πληθυντικός αριθμός
οι ανυπεράσπιστοι έρωτες.
Ο φόβος,
όνομα ουσιαστικόν,
στην αρχή ενικός αριθμός
και μετά πληθυντικός:
οι φόβοι.
Οι φόβοι
για όλα από δω και πέρα.
Ο έρωτας
όνομα ουσιαστικόν
πολύ ουσιαστικόν,
ενικού αριθμού,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού,
γένους ανυπεράσπιστου.
Πληθυντικός αριθμός
οι ανυπεράσπιστοι έρωτες.
Ο φόβος,
όνομα ουσιαστικόν,
στην αρχή ενικός αριθμός
και μετά πληθυντικός:
οι φόβοι.
Οι φόβοι
για όλα από δω και πέρα.
Η Σονάτα του Σεληνόφωτος – Γιάννης ΡίτσοςΕκδόσεις: Κέδρος
Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,
κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας
μπορεί να φαντάζουμε κιόλας πως θα πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακούω το θόρυβο του φουστανιού μου,
σαν το θόρυβο δυο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,
κι όταν κλείνεσαι μέσα σ’ αυτόν τον ήχο του πετάγματος
νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,
κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,
μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,
δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις
ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου,
(δεν είναι τούτο η λύπη μου – η λύπη μου είναι που δεν ασπρίζει κ’ η καρδιά μου).
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,
μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Το Μονόγραμμα – Οδυσσέας Ελύτης Εκδόσεις: Ίκαρος
Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει – ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει – ακούς;
Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.
Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,
κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας
μπορεί να φαντάζουμε κιόλας πως θα πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακούω το θόρυβο του φουστανιού μου,
σαν το θόρυβο δυο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,
κι όταν κλείνεσαι μέσα σ’ αυτόν τον ήχο του πετάγματος
νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,
κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,
μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,
δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις
ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου,
(δεν είναι τούτο η λύπη μου – η λύπη μου είναι που δεν ασπρίζει κ’ η καρδιά μου).
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,
μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Το Μονόγραμμα – Οδυσσέας Ελύτης Εκδόσεις: Ίκαρος
Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει – ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει – ακούς;
Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου