Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015

Βιργιλίου - "Αινειάδα" συνοπτική απόδοση του έπους - Μέρος Πρώτο.


Βιργιλίου, "Αινειάδα" 

 Περίληψη των 12 βιβλίων του έπους
 
 
Ο Πόπλιος Βεργίλιος Μάρων (Publius Vergilius Maro, 15 Οκτωβρίου 70 π.Χ. - 19 π.Χ.), γνωστός και ως Βιργίλιος ήταν λατίνος ποιητής. Το σημαντικότερο ίσως έργο του, η Αινειάδα, θεωρείται το σπουδαιότερο έπος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

 
Βιογραφία
 
Ο Βιργίλιος γεννήθηκε στο χωριό Andes (σημερινό Βιρτζίλιο (Virgilio)), κοντά στην πόλη Μάντουα της βόρειας Ιταλίας. Οι γονείς του ήταν ταπεινής καταγωγής, χωρικοί, ωστόσο φρόντισαν να λάβει την καλύτερη δυνατή μόρφωση. Μέχρι την ηλικία των δεκαέξι ετών εκπαιδεύεται στην Κρεμόνα και αργότερα στέλνεται στο Μιλάνο για ευρύτερες σπουδές. Την εποχή αυτή δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ελληνική και λατινική φιλολογία.

Σε ηλικία 18 ετών βρίσκεται στη Ρώμη όπου σκόπευε αρχικά να σπουδάσει ρητορική, ιατρική και αστρονομία. Σύντομα το ενδιαφέρον του επικεντρώνεται στη φιλοσοφία και για τον λόγο αυτό επισκέπτεται τη Νάπολη όπου γίνεται μαθητής του επικούρειου φιλοσόφου Σείρωνα. Παράλληλα διδάσκεται και ελληνικά. Την ίδια εποχή ο Βιργίλιος ξεκινά να γράφει τα πρώτα του ποιήματα και σταδιακά αφοσιώνεται ολοένα και περισσότερο στην ποίηση.
 
Τα πρώτα έργα
 
Επιστρέφοντας στη Ρώμη, ο Βιργίλιος συνδέεται φιλικά με τον Μαικήνα (Gaius Maecenas), πλούσιο Ρωμαίο, ευεργέτη των καλλιτεχνών και υπεύθυνο για την πολιτιστική προπαγάνδα υπέρ του νέου, αυτοκρατορικού καθεστώτος του Οκταβιανού. Από το 39 π.Χ. ο Βιργίλιος ανήκε στον κύκλο ποιητών του Μαικήνα και διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον Αύγουστο.
 Στα σημαντικότερα πρώιμα έργα του Βιργίλιου, ανήκουν οι Εκλογές (Eclogae), μια συλλογή ποιημάτων βουκολικού περιεχομένου, γραμμένα την περίοδο 42-39 π.Χ. Μετά την ολοκλήρωση των Εκλογών, στο διάστημα 39-29 π.Χ., έγραψε τα Γεωργικά (Georgica), ένα αγροτικό ποίημα συνολικά τεσσάρων τόμων, αφιερωμένο στον Μαικήνα και στο οποίο περιγράφονται η ζωή και η εργασία των αγροτών της εποχής.

Αινειάδα

Η Αινειάδα (Aeneid) αποτελεί το σημαντικότερο έργο του Βιργίλιου. Το προπαγανδιστικό αυτό έργο τού ανατέθηκε από τον Οκταβιανό, τον πρώτο Ρωμαίο Αυτοκράτορα, στον οποίο είχε γνωρίσει τον Βιργίλιο ο Μαικήνας. Η Αινειάδα αποτελεί ένα έπος μεγάλης ιστορικής σημασίας που επιπλέον καταξίωσε τον Βιργίλιο ως μείζονα ποιητή. Το έργο ολοκληρώθηκε σε ένα διάστημα περίπου δέκα ετών και περιγράφει μέσα σε συνολικά δώδεκα τόμους το ηρωικό έπος του Αινεία, ο οποίος μετά την πτώση της Τροίας, ταξιδεύει και φθάνει μετά από πολλές περιπέτειες στην Ιταλία, όπου και ιδρύει τη Ρώμη. Τα έξι πρώτα βιβλία της Αινειάδας είναι γραμμένα στο πρότυπο της Οδύσσειας του Ομήρου, ενώ τα υπόλοιπα έξι ακολουθούν το παράδειγμα της Ιλιάδας. Η Αινειάδα έχει χαρακτήρα ανεξάρτητο από τον Όμηρο. Τα ομηρικά ποιήματα είναι το πιο τέλειο φυσικό έπος και η Αινειάδα είναι μίμηση τους, αλλά συνάμα είναι δημιούργημα καινούργιο και προσωπικό. Ο Αινείας είναι ένας νέος τύπος επικού ήρωα που δεν εντάσσεται σε κανένα σχήμα, καθώς τυραννιέται από διλήμματα σχετικά με το ηρωικό πεπρωμένο του. Η Αινειάδα συμβόλισε ουσιαστικά την ιστορική αποστολή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και για το λόγο αυτό προωθήθηκε ως εθνικό έπος από το αυγούστειο καθεστώς.
Ο Βιργίλιος πέθανε το έτος 19 π.Χ. ενώ επισκεπτόταν την Ελλάδα. Κατά την επίσκεψή του στα Μέγαρα αρρώστησε από ελονοσία και πέθανε, ενώ επέστρεφε στη Νάπολη, στο σημερινό Μπρίντιζι. Στη διαθήκη του Βιργίλιου υπήρχε εντολή να μη δημοσιευτεί η ανολοκλήρωτη Αινειάδα, ωστόσο ο Οκταβιανός Αύγουστος διέταξε τη δημοσίευσή της με ελάχιστες παρεμβάσεις, αναγνωρίζοντας τη μεγάλη αξία του έργου.
 Φήμη

Κατά τον Μεσαίωνα ο Βιργίλιος απέκτησε στην Ευρώπη τη φήμη μάντη και το όνομα του συνδέθηκε με μαγικές πρακτικές. Από την άλλη η Αινειάδα διδασκόταν στα σχολεία ως βασικό λατινικό κείμενο και ο ίδιος ο Βιργίλιος θεωρούνταν προφήτης του χριστιανισμού, με βάση μία αναφορά του έργου του σε ένα αναμενόμενο παιδί που θα αλλάξει τον κόσμο.
Η Αινειάδα (Αινειάς, Aeneis στα λατινικά) είναι ένα επικό ποίημα (έπος) γραμμένο από τον Ρωμαίο ποιητή Βιργίλιο στα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ. (29 π.Χ. ως 19 π.Χ.). Το έργο εξιστορεί τις μυθικές περιπέτειες του Αινεία, ενός Τρωαδίτη που ταξίδεψε με λίγους συντρόφους του στην Ιταλία μετά την άλωση της Τροίας και εκεί έγινε ο πρόγονος των Ρωμαίων. Το έπος είναι γραμμένο σε δακτυλικό εξάμετρο στίχο και χωρίζεται σε 12 βιβλία. Τα πρώτα 6 βιβλία αφηγούνται τις περιπλανήσεις του Αινεία από την Τροία μέχρι την άφιξή του στην Ιταλία, ενώ το δεύτερο μισό του έργου εξιστορεί τον πόλεμο μεταξύ των Τρώων και των Λατίνων.

Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015

Ο Χάρολντ στην Ιταλία, μουσικό έργο του Έκτορ Μπερζιόζ

Hector Berlioz (1803-1869)
 
 
 
 
 
Η γαλλική ρομαντική μουσική οφείλει πολλά στον Έκτορα Μπερλιόζ του οποίου η μουσική δε γνώρισε τόσο μεγάλη δημοτικότητα μέχρι το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.
 Η μουσική του είναι βιογραφική και κυριαρχείται από ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία και την τέχνη. Αναζητώντας νέες συγχορδίες επηρέασε το Λίστ, τον Βάγκνερ, τον Στράους, τον Μάλερ, αλλά και τη ρωσική σχολή.
Ο Μπερλιόζ παρόλο που δεν ήξερε να παίζει κάποιο όργανο επαγγελματικά, μπόρεσε να συλλάβει πλήρως μουσικές συνηχήσεις και αρμονίες. Στην εποχή του ειχε καθιερωθεί ως σημαντικός κριτικός και μαέστρος. Ως μουσικός τότε δεν είχε την απήχηση που ήθελε και πέθανε σχεδόν φτωχός και μόνος.
Έργα του ειναι η Φανταστική συμφωνία, η Επιστροφή τη Ζωή, το περίφημο Ρέκβιεμ, η Μεγάλη λειτουργία των νεκρών, ο Χάρολντ στην Ιταλία, Ρωμαίος κι Ιουλιέττα, η όπερα Μπενβενούτο Τσελίνι, οι Τρώες, η Κατάρα του Φάουστ κλπ
Σίγουρα μια από τις πιο σπουδαίες στιγμές στην καριέρα του ήταν όταν ο διάσημος βιολιστής Παγκανίνι έπεσε στα πόδια του δηλώνοντας του ότι ήταν μια μουσική ιδιοφυία, αξιος συνεχιστής του Μπετόβεν.
Το 1844 ο Μπερλιόζ εγραψε την κορυφαία πραγματεια "Traite d'instrumentantion et d'orchestration mondernes"* στην οποία ασχολείται με την ενορχήστρωση και με το θέμα των συνδυασμών των οργάνων. Ήταν κάτι πολύ περισσότερο από μουσικό εγχειρίδιο και χρησίμευσε στις επόμενες γενιές ως εισαγωγή στην αισθητική του μουσικού εμπρεσιονισμού.
Τα κύρια χαρακτηριστικά της μουσικής του ειναι η δραματική της ένταση και η ποικιλία, γεγονός που εξηγεί την άμεση έλξη ή απώθηση που δημιουργεί στον ακροατή. Η μελωδία του ειναι πλούσια και εκτεταμένη κι η αρμονία του λειτουργική. Επίσης κάνει τολμηρές μετατροπές οι οποίες πετυχαίνονται μέσα απο μικρές επιδέξιες αντιθέσεις.
Σήμερα θεωρείται ο κορυφαίος μουσικός δραματουργός και όχι μόνο εργάτης του ηχοχρώματος όπως παλαιότερα.


Συμπληρωματικά στοιχεία για την ζωή και το έργο του συνθέτη.

Τα επεισόδια της ζωής του

 Όταν σε ηλικία 61 πλέον ετών ο Μπερλιόζ ολοκλήρωνε τα περίφημα «Απομνημονεύματά» του, απηύθηνε στον εαυτό του την εξής ερώτηση: «Ποιο από τα δύο είναι άραγε ικανό να εξυψώσει περισσότερο τον άνθρωπο: η μουσική ή ο έρωτας;». Ο ίδιος πάντως έζησε και τα δύο με εξίσου μεγάλη ένταση.

H δημοφιλής «Φανταστική Συμφωνία» του άλλωστε - ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα έργα του ευρωπαϊκού ρομαντισμού έχει χαρακτήρα έντονα αυτοβιογραφικό. Γραμμένο το 1830 και με υπότιτλο τη φράση «Επεισόδια της ζωής ενός καλλιτέχνη», το εν λόγω έργο εκφράζει τον παθιασμένο έρωτα του 27χρονου τότε Μπερλιόζ για την ιρλανδέζα ηθοποιό Χάριετ Σμίθσον.
 Έργο πολυεπίπεδο, πέρα από τις προσωπικές αναφορές, εμπεριέχει όλες τις επιρροές που είχε ως τότε δεχθεί ο νεαρός δημιουργός του. Επιρροές λογοτεχνικές (Γκαίτε, Ουγκό και φυσικά Σαίξπηρ, τις γοητευτικές ηρωίδες του οποίου ενσάρκωνε επί σκηνής η δεσποινίς Σμίθσον) αλλά και μουσικές (Μπετόβεν και κυρίως Βέμπερ) που αποκρυσταλλώθηκαν σε μια δημιουργία η οποία, όταν την ίδια χρονιά παρουσιάστηκε, ξάφνιασε την παρισινή κοινωνία με τον πρωτοποριακό από πολλές απόψεις χαρακτήρα της. 
 Αντισυμβατικός δημιουργός Το 1830 ήταν μια εν γένει σημαντική χρονιά για τον Μπερλιόζ αφού, ύστερα από πολλές προσπάθειες, κατάφερε επιτέλους να κερδίσει το πολυπόθητο βραβείο της Ρώμης που, πέρα από τη δυνατότητα σπουδών στο εξωτερικό, του εξασφάλιζε και το απαραίτητο ακαδημαϊκό υπόβαθρο για την περαιτέρω μουσική σταδιοδρομία του. 
Δύο χρόνια αργότερα επέστρεψε στο Παρίσι, όπου κατόρθωσε επιτέλους να γνωρίσει και να παντρευτεί τη Χάριετ Σμίθσον, παρά τις αντιρρήσεις των δικών του, οι οποίοι, όπως χρόνια νωρίτερα είχαν αντιδράσει στην απόφασή του να εγκαταλείψει την ιατρική προκειμένου να αφοσιωθεί στη μουσική, έτσι και τώρα, για μία ακόμη φορά, στέκονταν αρνητικοί απέναντι στη νέα επιθυμία του συνθέτη. 
 Στη δεκαετία που ακολούθησε πάντως ο Μπερλιόζ συνέθεσε τα μεγαλύτερα έργα του, μεταξύ των οποίων «Ο Χάρολντ στην Ιταλία» για βιόλα και ορχήστρα, η δραματική συμφωνία «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», το Ρέκβιεμ αλλά και η όπερα «Μπενβενούτο Τσελίνι».
 H «αντισυμβατική» δημιουργία του ωστόσο προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στο μουσικό κατεστημένο της εποχής και προκειμένου να εξασφαλίζει την παρουσίαση των έργων του ο Μπερλιόζ αναγκαζόταν να οργανώνει συναυλίες με δικά του έξοδα: ένα εγχείρημα μεγάλο, το οποίο στην πορεία εξάντλησε τον συνθέτη οικονομικά, σωματικά αλλά και συναισθηματικά.
Παρά το ότι κάποια από τα έργα του ήταν παραγγελίες (ο Παγκανίνι, π.χ., του είχε δώσει 20.000 φράγκα για τον «Χάρολντ στην Ιταλία», παρ' όλο που ο ίδιος δεν έπαιξε ποτέ το σόλο της βιόλας) και παρά το ότι διατηρούσε έναν αριθμό πιστών θεατών οι οποίοι σταθερά αγόραζαν εισιτήρια για τις συναυλίες του, τα δεδομένα αυτά δεν ήταν αρκετά ώστε να προσφέρουν ικανοποιητική υποστήριξη στον συνθέτη, τα μνημειακών διαστάσεων έργα του οποίου απαιτούσαν για την παρουσίασή τους εκατοντάδες καλλιτέχνες. 
Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν και προκειμένου να συμπληρώσει το εισόδημά του ο Μπερλιόζ αναγκάστηκε να στραφεί στη μουσική κριτική, μια ενασχόληση την οποία θεωρούσε αγγαρεία και ωστόσο εκτελούσε θαυμάσια. Μέσω της «κοφτερής» και πνευματώδους πένας του προσπαθούσε να πείσει την παρισινή κοινωνία ότι η μουσική δεν ήταν απλή διασκέδαση αλλά έκφραση των βαθύτερων πτυχών της ζωής.  
Περιζήτητος στην Ευρώπη Το 1841 ο Μπερλιόζ θα χωρίσει από τη Σμίθσον, η πτώση της καριέρας της οποίας την είχε ως τότε οδηγήσει αρχικά σε ακραία συμπεριφορά και αργότερα στο ποτό. Δημιούργησε δεσμό με την τραγουδίστρια Μαρί Ρέτσιο και μαζί περιόδευσαν στη Γερμανία.
H αλήθεια είναι ότι εκτός Γαλλίας ο Μπερλιόζ είχε σαφώς καλύτερη τύχη. Μετά το 1840 ήταν περιζήτητος σε όλη την Ευρώπη, όπου παράλληλα διηύθηνε τη δική του - και όχι μόνο - μουσική, ενώ ως ένας από τους πρώτους μεγάλους μαέστρους επηρέασε μια ολόκληρη γενιά μουσικών. 
 H δραματική καντάτα «H καταδίκη του Φάουστ» που παρουσιάστηκε στο Παρίσι το 1846 ωστόσο ήταν αποτυχία, ενώ το Te Deum που συνέθεσε κατά την περίοδο 1849-50 παίχθηκε μόλις το 1855.
Από την επόμενη χρονιά και ως το 1858 αφοσιώθηκε στη μνημειακών διαστάσεων όπερά του «Οι Τρώες», της οποίας μάλιστα έγραψε και το λιμπρέτο, βασισμένο στην «Αινειάδα» του Βιργιλίου. Οι προσπάθειές του ωστόσο να ανεβεί το αριστούργημά του στην όπερα απέτυχαν. Τελικά, αφού το χώρισε σε δύο μέρη, είδε να ανεβαίνει μόνο το δεύτερο από αυτά στο Theatre-Lyrique του Παρισιού τον Νοέμβριο του 1863. Επρόκειτο για αποτυχία - το έργο κατέβηκε ύστερα από 22 παραστάσεις - που κυριολεκτικά έσπασε το ηθικό του συνθέτη, ο οποίος στο διάστημα 1860-62 έγραψε το τελευταίο του έργο, την κωμική όπερα «Βεατρίκη και Βενέδικτος», βασισμένη στο έργο του Σαίξπηρ «Πολύ κακό για το τίποτα». 
 H ώρα της αναγνώρισης Παραγνωρισμένος για 100 και πλέον χρόνια μετά τον θάνατό του ο Μπερλιόζ - το 1869, σε ηλικία 66 ετών - σήμερα αναγνωρίζεται για τον πρωτοποριακό χαρακτήρα των έργων του.
 Ο ίδιος ο συνθέτης αναγνώριζε ως κύρια χαρακτηριστικά της μουσικής του τη «γεμάτη πάθος έκφραση, τη βαθιά εσωτερικότητα και τον απρόβλεπτο χαρακτήρα της».
 Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν και με δεδομένη την εκ νέου «ανακάλυψή» του στη σύγχρονη εποχή ελάχιστοι θα βρεθούν να διαφωνήσουν με την απάντηση που ο ίδιος έδινε στην ερώτηση που έθετε στα «Απομνημονεύματά» του:
αν, δηλαδή, έχει μεγαλύτερη ανυψωτική δύναμη ο έρωτας ή η μουσική. «Γιατί άραγε θα πρέπει να τα διαχωρίσουμε;» έγραφε ο Μπερλιόζ. «Μήπως και τα δύο δεν δίνουν φτερά στην ανθρώπινη ψυχή;».

 

Ο Harold στην Ιταλία, συμφωνία με σόλο βιόλα, opus 16
 
Στα τέλη του 1833 ο γάλλος συνθέτης Hector Berlioz συναντήθηκε με τον Niccolò Paganini, ο οποίος εκτός από δεξιοτέχνης του βιολιού ήταν επίσης εκτελεστής βιόλας και κιθάρας.
 Έχοντας προσφάτως αποκτήσει μια θαυμάσια βιόλα Stradivarius, ο Paganini ζήτησε από τον Berlioz να του γράψει ένα κοντσέρτο γι’ αυτό το όργανο, δεδομένης και της ανύπαρκτης ουσιαστικά σχετικής φιλολογίας.
Ο Berlioz ξεκίνησε πράγματι να συνθέτει ένα έργο για βιόλα και ορχήστρα, το οποίο όμως σύντομα φάνηκε πως ακολουθούσε περισσότερο τα χνάρια της περίφημης Φανταστικής συμφωνίας, opus 14, και έμοιαζε ολοένα και λιγότερο με κοντσέρτο.
Το γεγονός αυτό αντιλήφθηκε πρώτος απ’ όλους ο ανυπόμονος Paganini, όταν κάποια στιγμή αντίκρισε την παρτιτούρα του μόλις αποπερατωμένου πρώτου μέρους και συνειδητοποίησε με οδυνηρή έκπληξη το πλήθος των παύσεων στην πάρτα του σολιστικού οργάνου. Κατανοώντας λοιπόν ότι το συγκεκριμένο έργο δεν ικανοποιούσε την ματαιόδοξη απαίτησή του να παίζει συνέχεια, επιδεικνύοντας έτσι την εκτελεστική του δεινότητα και στην βιόλα, απέσυρε το ενδιαφέρον του και αποδέσμευσε πλήρως τον Berlioz, που μπορούσε πλέον να ολοκληρώσει την σύνθεσή του, τον Αύγουστο του 1834, δίνοντάς της την μορφή μιας τετραμερούς προγραμματικής συμφωνίας.
 Η πρώτη εκτέλεση του νέου αυτού έργου πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι, στις 23 Νοεμβρίου του ιδίου έτους, από τον βιολίστα Chrétien Urhan και υπό την διεύθυνση του Narcisse Girard, αλλά ήταν τόσο αποτυχημένη, που οδήγησε τον συνθέτη στην απόφαση να διευθύνει έκτοτε ο ίδιος τα έργα του. Παρ’ όλα αυτά, Ο Harold στην Ιταλία κατόρθωσε τελικά να κερδίσει ακόμη και την εκτίμηση του Paganini, όταν ο τελευταίος άκουσε τον Δεκέμβριο του 1838 σε μια συναυλία το έργο που παλαιότερα είχε σπεύσει να απορρίψει, ενώ μέχρι σήμερα παραμένει αναμφίβολα μία από τις πιο γνωστές και αντιπροσωπευτικές συνθέσεις του Berlioz.
Η αλήθεια είναι πως Ο Harold στην Ιταλία δεν ακολουθεί ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Φανταστικής συμφωνίας, αλλά τα τέσσερα μέρη του εμπνέονται κατά τρόπον αφηρημένο από σκηνές του εκτενούς ποιήματος του Λόρδου Βύρωνος Childe Harolds Pilgrimage.
Το ποιητικό αυτό έργο αφηγείται τις ταξιδιωτικές εμπειρίες ενός νεαρού άγγλου ευγενούς που, απηυδισμένος από την γεμάτη απολαύσεις καθημερινότητά του, αναζητεί ολομόναχος την περιπέτεια σε ξένες χώρες· επρόκειτο για ένα αυτοβιογραφικό – σε σημαντικό βαθμό – έργο που, πέραν του ότι έκανε αμέσως διάσημο τον Byron ως ποιητή, απετέλεσε και την πεμπτουσία της ρομαντικής στάσης ζωής.
Ως εκ τούτου, ταίριαζε απόλυτα ως θέμα και στον Berlioz, έναν κατ’ εξοχήν ρομαντικό καλλιτέχνη, ο οποίος στο πρόσωπο του μοναχικού ιδεαλιστή Harold, που μένει μελαγχολικά αμέτοχος σε όλα όσα παρατηρεί και αναστοχάζεται, διέκρινε κατ’ ουσίαν το alter ego του, ένα εκλεκτό και αναπόσπαστο κομμάτι της δικής του ιδιοσυγκρασίας.
 Αυτός ο απόμακρος χαρακτήρας αντιπροσωπεύεται στην συμφωνία από την σολιστική βιόλα, η οποία, μετά το πρώτο μέρος, αποφεύγει να αναμειχθεί σε όσα λαμβάνουν χώραν στην εξέλιξη του έργου και τελικά αποστασιοποιείται εντελώς από τα οργιαστικά δρώμενα του τελικού μέρους.
Το εναρκτήριο μέρος απεικονίζει «τον Harold στα βουνά» και ειδικότερα «σκηνές μελαγχολίας, ευτυχίας και χαράς». Η μελαγχολική διάθεση του ήρωα σκιαγραφείται από την ορχήστρα στην έναρξη του εκτενούς αργού εισαγωγικού τμήματος του μέρους (Adagio) με την φουγκοειδή εξύφανση ενός χρωματικού και βαθύτατα εκφραστικού θέματος στην σολ-ελάσσονα, πριν από την συμβολική εμφάνιση του ιδίου του Harold με την κεντρική θεματική ιδέα ολόκληρης της συμφωνίας, η οποία συνίσταται σε μιαν αναστοχαστική λυρική μελωδία της βιόλας στην Σολ-μείζονα που συνοδεύεται αρχικά μόνον από την άρπα και έπειτα και από το υπόλοιπο ορχηστρικό σώμα.
 Οι στιγμές της ευτυχίας και της χαράς, αντιθέτως, αποδίδονται με τις δύο βασικές ιδέες μιας αρκετά σύντομης μορφής σονάτας σε γοργή χρονική αγωγή (Allegro): τόσο το μελωδικότατο κύριο θέμα στην Σολ-μείζονα, όσο και το ρυθμικά εντονότερο και αρμονικά περιπλανώμενο πλάγιο θέμα, εκτίθενται κατά κύριον λόγο από την βιόλα με ορχηστρική συνοδεία, ενώ κατά την αποσπασματική αξιοποίηση του μοτιβικού τους υλικού στην ενότητα της επεξεργασίας προέχει πλέον η σφοδρή αντιπαράθεση του σολίστα προς τις επάλληλες εξάρσεις του ορχηστρικού συνόλου.
 Παρακάτω, η παραλλαγμένη επανέκθεση του κυρίου θέματος ακολουθείται από μυστηριώδεις παραθέσεις του πυρήνα της πλάγιας θεματικής ιδέας στο περιβάλλον της Σολ-μείζονος, ενώ στο πλαίσιο μιας αναλογικά τεράστιας coda το κύριο θέμα ρευστοποιείται, δίνοντας το έναυσμα για παράφορες ορχηστρικές κορυφώσεις, οι οποίες παρ’ όλα αυτά επιτρέπουν στην βιόλα να ανακαλέσει με ήπια διάθεση το πλάγιο θέμα για τελευταία φορά, προτού το μέρος ολοκληρωθεί μέσα σε έντονα πανηγυρική ατμόσφαιρα.
«Η πομπή των προσκυνητών, καθώς ψάλλει την εσπερινή προσευχή» αποτελεί το θέμα του δεύτερου μέρους της συμφωνίας, ενός Allegretto σε Μι-μείζονα. Οι σύντομες φράσεις του οδοιπορικού τραγουδιού των προσκυνητών ψάλλονται αντιφωνικά, υπό τον σταθερό παλμό του βηματισμού τους, ο οποίος όμως διακόπτεται τακτικά, σε σημεία όπου ακούγεται και ένας ήχος που παραπέμπει σε σήμαντρα.
Ο Harold (βιόλα) παρατηρεί από απόσταση την πορεία τους και αντιπαραθέτει κάποια στιγμή στην μονότονη εκτύλιξη του τραγουδιού τους το προσωπικό του θέμα, ανακαλώντας το από το αργό τμήμα του πρώτου μέρους. Αυτή είναι όμως και η μοναδική στιγμή κατά την οποία κάνει αισθητή την παρουσία του στην συγκεκριμένη σκηνή, αφού, όταν η βιόλα επανεισάγεται αργότερα, απλά συνοδεύει – με τους ουδέτερους αρπισμούς της – έναν ύμνο προσευχής σε ομοφωνικό ύφος χορικού, μετά το πέρας του οποίου ακούγεται ξανά το αρχικό τραγούδι των προσκυνητών, έως ότου σβήσει και αυτό, καθώς η πομπή απομακρύνεται και εν τέλει χάνεται από το ηχητικό και οπτικό πεδίο του μοναχικού ήρωα.
Η θρησκεία φαίνεται λοιπόν πως δεν αγγίζει τον Harold.
Ο έρωτας; Στο τρίτο μέρος, ο ήρωας παρακολουθεί την «σερενάτα ενός ορεσίβιου του Abruzzo προς την ερωμένη του», μιαν ερωτική σκηνή σε Ντο-μείζονα (Allegretto) που περιβάλλεται από έναν χαρακτηριστικό ιταλικό ενόργανο ποιμενικό σκοπό (Allegro assai). Η μελωδία της σερενάτας εισάγεται από το αγγλικό κόρνο και διαθέτει επίσης γνωρίσματα που παραπέμπουν στην λαϊκή μουσική του νότιου ιταλικού χώρου. Όμως και πάλι, καθώς αυτή εξελίσσεται από διάφορα όργανα της ορχήστρας, η βιόλα περιορίζεται σε μιαν αποστασιοποιημένη ανάκληση του θέματος του Harold και κατόπιν σε συνοδευτικές και αντιθεματικές φιγούρες.
 Μόνο στην coda του μέρους αυτού (Allegretto), η βιόλα παίζει πλέον την βασική μελωδία της σερενάτας, σε συνδυασμό με το θέμα του Harold στο φλάουτο και τον ενόργανο χορευτικό παλμό στα έγχορδα· όμως αυτή η ταυτόχρονη αναπόληση των βασικών θεματικών στοιχείων του μέρους δεν μοιάζει να έχει προγραμματικό περιεχόμενο στο σημείο αυτό: συνιστά περισσότερο μιαν ευφυή επίδειξη της συνθετικής επιτηδειότητος του Berlioz, ο οποίος επιθέτει εν προκειμένω αριστοτεχνικά τρεις θεματικές οντότητες, αφήνοντας άθικτες τις ρυθμικές και μετρικές τους ιδιαιτερότητες!
Έτσι φθάνουμε στο τελευταίο μέρος, όπου ο Harold έρχεται αντιμέτωπος με «τις ακολασίες των ληστών», τον έκλυτο βίο των οποίων επιχειρεί αμέσως να αναπαραστήσει μια σφοδρή και ενεργητική νέα θεματική ιδέα στην σολ-ελάσσονα (Allegro frenetico), που ωστόσο διακόπτεται επανειλημμένως από μια σειρά «αναμνήσεων από τις προηγούμενες σκηνές»:
την εναρκτήρια μελαγχολία του πρώτου μέρους,
την πομπή των προσκυνητών από το δεύτερο μέρος,
 την σερενάτα του τρίτου μέρους,
τις στιγμές της ευτυχίας και της χαράς από το Allegro του πρώτου μέρους και,
 τέλος, το βασικό θέμα του Harold, που όμως εδώ ελάχιστα πλέον “ενθυμείται” την παρθενική εικόνα του εαυτού του…
Ενώ δε σε όλες αυτές τις “αναμνήσεις” η σολιστική βιόλα έχει τον πρώτο λόγο, η ίδια απέχει ολοκληρωτικά από την μετέπειτα πλήρη ανάπτυξη του Allegro frenetico, καθιστώντας έτσι εμφανές το χάσμα που χωρίζει τον ιδεαλιστή ήρωα από τον οργιαστικό κόσμο των ανθρώπων του περιθωρίου. Σε αυτό το πλαίσιο, την αρχική ιδέα του τελικού μέρους διαδέχεται αργότερα μια δεύτερη, λαμπρού εορταστικού χαρακτήρος, στην Σι-ύφεση-μείζονα, μια απειλητική τρίτη που αιωρείται ανάμεσα στα δύο βασικά τονικά κέντρα και, τέλος, μια μάλλον ελεγειακή τέταρτη που επιστρέφει στην σολ-ελάσσονα·
έπειτα δε και από ένα σύντομο πέρασμα, ολόκληρη η θεματική και τονική αυτή αλληλουχία (που είναι μόνο μέχρι ενός σημείου συμβατή με τις προδιαγραφές μιας εκθέσεως μορφής σονάτας) επαναλαμβάνεται αυτούσια (αποτυγχάνοντας συνεπώς να μετουσιωθεί σε επανέκθεση), ενώ περαιτέρω ανακλήσεις και αναπτύγματα της δεύτερης αλλά και της τέταρτης ιδέας προετοιμάζουν την θριαμβική επαναφορά – δίκην επανεκθέσεως – της δεύτερης ιδέας στην Σολ-μείζονα!
Η απότομη διακοπή της τελευταίας, εξ άλλου, παρέχει χώρο σε μιαν ύστατη – αλλά και εξόχως αμυδρή (από ένα σολιστικό κουαρτέττο εγχόρδων, συμπεριλαμβανομένης της βιόλας) – αναπόληση του γαλήνιου τραγουδιού των προσκυνητών, δια της οποίας δημιουργείται στο σημείο αυτό η οξύτερη δυνατή αντίθεση προς το οργιώδες κοσμικό ξεφάντωμα που επιστεγάζει (αποκαθιστώντας και προεκτείνοντας την δεύτερη θεματική ιδέα του μέρους) ολόκληρο το έργο.
 
 
 
Berlioz - Harold In Italy  
John Eliot Gardiner , Orchestre Revolutionnaire et Romantique, Gerard Causse Soloist
Ακρόαση του έργου μπορεί να γίνει και από την παρακάτω ιστοσελίδα :
 
 
 

Το προσκύνημα του Τσάϊλντ Χάρολντ - Μέρος 7ο

CHILDE HAROLD'S PILGRIMAGE

By Lord Byron




CANTO THE THIRD AND THE FOURHT.

    ΑΣΜΑ ΤΡΙΤΟ ΚΑΙ ΤΕΤΑΡΤΟ.




Θα αναφερθούμε στην περίληψη των  θεμάτων που περιλαμβάνουν τα δυο άσματα και θα τελειώσουμε την παρουσίαση με την απόδοση των τελευταίων στροφών του ποιήματος στο τέταρτο άσμα.


ΑΣΜΑ ΤΡΙΤΟ

Στην πρώτη στροφή αναπολεί την κόρη του, την  Άδα ,κατά την αναχώρηση του από την Αγγλία για δεύτερη και τελευταία φορά στις 25 Απριλίου 1816. Στις πρώτες 7 στροφές αναπολεί κριτικά την μέχρι τότε ζωή του. Ο Χάρολντ είναι απογοητευμένος και επιθυμεί να κάνει μια καινούργια αρχή.
Επιθυμούσε να ζήσει μόνος του μακριά από τους άλλους ανθρώπους.
" Η έρημος , τα δάση, τα σπήλαια, τα μανιασμένα κύματα ήταν οι αγαπημένοι του σύντροφοι" (13η στροφή, στίχος 4ος)
Στην 18η στροφή ο Χάρολντ βρίσκεται στην πεδιάδα του Βατερλώ και διατυπώνει διάφορες σκέψεις για τον Ναπολέοντα και την μάχη που έλαβε χώρα. Αναφερόμενος στον Ναπολέοντα λέει -
' Ω συ που ήσουν υπερβολικός σε όλα, εάν ήξερες να κρατάς τον μέσο όρο, θα κρατούσες ακόμη το θρόνο σου ή ίσως δεν θα τολμούσες να ανέλθεις ποτέ σε αυτόν. Στην θρασύτητα σου οφείλεις την άνοδο και την πτώση σου" (36η  στροφή).
Στις 46 έως 54 στροφές ο Χάρολντ θαυμάζει τις ομορφιές του Ρήνου και αναφέρει τα ιστορικά γεγονότα που έλαβαν χώρα πλησίον του. Στις επόμενες στροφές ο Χάρολντ αναπολεί τα ερωτικά σκιρτήματα και τους πόθους του.
Συνεχίζει την περιγραφή γεγονότων και σκέψεων κατά τον διάπλουν του Ρήνου, το οποίον αποχαιρετά.
"Εάν τα μάτια αφήσουν χωρίς να το θέλουν την ομορφιά σου, ω ωραιότερε των ποταμών! το ύστατο τους βλέμμα εκφράζει ευγνωμοσύνη και θαυμασμό" ( 60η στροφή).
Στις στροφές 61-67, ο Χάρολντ προχωράει προς τις Άλπεις και κάνει ιστορικές αναδρομές σε γεγονότα που έλαβαν χώρα στα μέρη αυτά επί Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Στις 74-76 στροφές, ο Χάρολντ θαυμάζει την λίμνη Leman (μήκος 73 χλμ., πλάτος 14 χλμ. μέσο βάθος 154 μ., ύψος πάνω από την θάλασσα 372 μ.), το ποταμό Ροδανό, κοντά στην Γενεύη. Τις στροφές 74-77 τις αφιερώνει σε προσωπικές σκέψεις.
Οι στροφές 77-81 αναφέρονται στον φιλόσοφο Ρουσσώ και τα πιστεύω του.
"Η Γαλλία είχε σκύψει το κεφάλι της για αιώνες στο ζυγό της τυραννίας. Πιεσμένη και τρέμουσα υπόφερε την δουλεία σιωπηλά μέχρις ότου ο Ρουσσώ ύψωσε φωνή, σήκωσε το γαλλικό λαό από τον λήθαργο και τον ξεσήκωσε με εκείνη την υπερβολική αγανάκτηση που ακολουθεί πάντα την υπερβολική καταπίεση" ( στροφή 81).
Στις 85-91 στροφές θαυμάζει ξανά την λίμνη Leman και αναδεικνύει με επιχειρήματα την ανάδειξη της ελευθερίας πνεύματος και λόγου στο ανοικτό φυσικό περιβάλλον ( σημείωση - ο Μπάϋρον στην Ελβετία έμεινε στην βίλλα Diodati στην πολίχνη Coligny και κάθε απόγευμα διέπλεε την λίμνη. Οι εντυπώσεις του από το περιβάλλον αυτό, αποτυπώνονται στις θαυμάσιες αυτές στροφές του ποιήματος).
Πέφτει η νύχτα στην λίμνη και περιγράφει το αίσθημα που ένοιωσε από μια καταιγίδα στην περιοχή αυτή (στροφές 92-98).  Ξημερώνει στη λίμνη και εξυμνεί την πολίχνη Clarens που έγινε ονομαστή από το βιβλίο του Ρουσσώ "La Nouvelle Heloise" (στροφές 98-104).
"Αχεάν ο Ρουσσώ διάλεξε την τοποθεσία αυτή από οποιαδήποτε άλλη, για να βάλει εδώ δυο αληθινούς εραστές, το έκανε γιατί αναγνώρισε ότι ο έρωτας προόριζε το μέρος αυτό για όντα που φαντάζονται αγνά."(104η στροφή). 
"Λωζάννη, Ferney ! μας θυμίζετε ονόματα που έκαναν τα δικά σας ονομαστά!" (105η στροφή - εννοεί τον Βολταίρο που έζησε στο Ferney και τον Γίββωνα που έζησε στην Λωζάννη).
Στις στροφές 105-109 περιγράφει τα σημάδια που άφησαν οι δυο διανοητές στην ανθρωπότητα.
"Ω Ιταλία! Ιταλία! Στο θέαμα σου, η ξαφνική λάμψη των περασμένων αιώνων λάμπει στην ψυχή μου!" (110η στροφή).
Στις στροφές 111-114 ο ποιητής διώχνει την σκέψη του από την Ιταλία και περιορίζεται στον εαυτό του, αναφέροντας στίχους όπως ;
" Η νεότητα φλέγεται από φιλοδοξία, αλλά εγώ δεν είμαι πλέον τόσο νέος, ώστε να θεωρήσω σαν σημαντική απώλεια ή ζηλευτή αμοιβή, το μειδίαμα ή  την περιφρόνηση του κόσμου. Ήμουν και είμαι μόνος." (112η στροφή).
" Ποτέ δεν αγάπησα τον κόσμο, ούτε αγαπήθηκα ποτέ από αυτόν." (113η στροφή).
Από την 115η ως την τελευταία 118η στροφή, αναφέρει ξανά την κόρη του Άδα και της λέει ότι όπως άρχισε το άσμα με το όνομα της, έτσι θα το τελειώσει.
" Είσαι τέκνο του έρωτα, αν και γεννήθηκες σε πικρές ημέρες και ανατράφηκες στην αγωνία της λύπης." (118η στροφή).


ΑΣΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟ

Το άσμα αυτό αρχίζει από την Βενετιά, από την γέφυρα των Στεναγμών.
"Εκείνοι οι χρόνοι έφυγαν πλέον, αλλά η ωραιότητα της Βενετίας υπάρχει ακόμη. Τα Βασίλεια πέφτουν, οι τέχνες εξαφανίζονται, αλλά η φύση δεν πεθαίνει ποτέ." (3η στροφή).
Στην 5η στροφή, φέρνει στο νου του τους ήρωες από τα έργα του Σαίξπηρ ( Έμπορος της Βενετίας, Οθέλλος) και στρέφει την σκέψη του στα δημιουργήματα του πνεύματος.
" Τα προϊόντα του πνεύματος δεν είναι πλασμένα από πηλό. Αθάνατα από την ουσία τους, παράγουν και πολλαπλασιάζουν σε μας λαμπρότερο φως και πιο αγαπητή ύπαρξηΚάθε τι που η μοίρα απαγορεύει κατά την άθλια ζωή στην θνητή δουλική μας κατάσταση, αυτά τα δημιουργήματα της φαντασίας το παρέχουν σε μας. Απομακρύνουν πρώτα από εμάς κάθε τι που μισούμε και προς αναπλήρωση του κενού, χύνουν νέα ζωή στις νέες καρδιές μας των οποίων όλα τα πρώτα άνθη μαράθηκαν!"( 5η στροφή).
Φθάνοντας στον εαυτό του, ταπεινόφρονα διατυπώνει τη σκέψη " Εάν το ψυχρό χέρι της λήθης εξαλείψει το όνομα μου από τον ναό όπου οι νεκροί τιμώνται από τα Έθνη, τότε η δάφνη ας στέψει ενδοξότερο μέτωπο, παρά το δικό μου και ας χαραχθεί στον τάφο μου το επιτύμβιο του Σπαρτιάτη - Η Σπάρτη έχει πολλούς καλλίτερους αυτού." ( 10η στροφή).
Στην  5-9η στροφή, ο Τσάϊλντ Χάρολντ δηλαδή ο ποιητής, εξομολογείται ότι αυτά που βλέπουν τα μάτια του επισκιάζουν, αυτά που αισθάνονται τα μάτια της ψυχής του, αυτά που έθρεψαν το πνεύμα του. Τον μαγεύουν τα ξένα μέρη " Έμαθα ξένες γλώσσες, δεν είμαι πλέον ξένος σε τόπους ξένους." ( 8η στροφή), αλλά αναπολεί την πατρίδα του και δηλώνει ότι αγαπάει περισσότερο την πατρίδα του την Αγγλία " Τρέφω την γλυκιά ελπίδα ότι οι απόγονοι μου θα αναφέρουν το όνομα μου στην μητρική μου γλώσσα." (9η στροφή).
Στις στροφές 11-12, βλέποντας τα μνημεία της Βενετίας, θυμάται το ένδοξο παρελθόν και λυπάται για το θλιβερό παρόν " Σήμερα ο Αυστριακός Δεσπότης βασιλεύει." (12η στροφή).
Στις στροφές 13-14, αναπολεί την κοσμοκράτειρα Βενετία " Το προπύργιο της Ευρώπης κατά των Οθωμανών."
Στις στροφές 15-18, υμνεί την Βενετία, αναφερόμενος σε διάφορους λογοτέχνες που την μνημονεύουν στα έργα τους.
Στις στροφές 19-25 οι μεγαλειώδης Άλπεις του δίνουν το ερέθισμα για να διατυπώσει σκέψεις για υπαρξιακά προβλήματα των ανθρώπων.
Στις στροφές 26-29 αντικρύζει την Ρώμη. Το ευρύτερο τοπίο του δίνει την ευκαιρία να περιγράψει ονειρικά το φυσικό περιβάλλον που τον περιβάλει.
Στις στροφές 30-34 αναφέρεται στον Πετράρχη, στο τόπο γέννησης του, στα μνημεία που τον θυμίζουν, στο μαγευτικό περιβάλλον " Εάν στην κοινωνία μαθαίνουμε να ζούμε, μόνο στην μοναξιά πρέπει να μαθαίνουμε πως να πεθάνουμε."( 33η στροφή).
Στη στροφή 35 αντικρύζει την Φερράρα και θυμάται την κυριαρχία της οικογένειας Este που τους αποκαλεί τυράννους και προστάτες. Μετά στις στροφές 36-41 κάνει αναφορές στον ποιητή Τουρκουάτο Τάσσο και τον Αλφόνσο Έστε ο οποίος φυλάκισε τον ποιητή, εξυμνώντας τον πρώτο και κατηγορώντας τον δεύτερο. Αναφέρεται επίσης στον ποιητή Ludovico Ariosto .
Στις στροφές 42-43 μιλάει για την ομορφιά της Ιταλίας και για τα δεινά που έχει υποστεί από διάφορους εχθρούς " Προικίσθηκες με το ολέθριο δώρο της ωραιότητας η οποία έγινε για σένα πηγή παρόντων και παρελθόντων δυστυχημάτων" (στροφή 42).
Στις στροφές 44-46 αναφέρεται σε επιστολή του Σουλπίκιου προς τον Κικέρωνα  όπου περιγράφει το ταξίδι του σε διάφορα μέρη της Έλλαδας ( Μέγαρα, Πειραιά, Κόρινθο), οι οποίες τώρα βρίσκονται σε ερείπια. Ακόμη και η Ρώμη "Ναι και αυτή η Ρώμη, η κοσμοκράτειρα Ρώμη, έσκυψε τον αυχένα της στην καταιγίδα" (στροφή 46).
Αποκαλεί την Ιταλία " Μητέρα των τεχνών" και για τους κατακτητές της λέει "Νομίζω ότι βλέπω ήδη, τα στίφη των βαρβάρων να φεύγουν έντρομα από τις πεδιάδες που τώρα βρίσκονται"
Στις στροφές 48-53 υμνεί τον ποταμό Άρνο που οδηγεί στην Φλωρεντία. Και πλέκει το εγκώμιο της Θεάς της Πάφου, της Αφροδίτης το άγαλμα της οποίας τον μάγεψε. "Αφήνω στην σοφή γραφίδα των ειδικών, στους καλλιτέχνες και μιμητές τους, την φροντίδα για να μας περιγράψουν με την συνήθη φιλοκαλία τους τις κομψές καμπύλες, τα αβρά γυρίσματα του ζωντανού αυτού μαρμάρου και τέλος να μας περιγράψουν τα απερίγραπτα. Αλλά η βρώμικη ανάσα τους ας μην μαυρίσει την στιλπνή επιφάνεια του κρυσταλλοειδούς μαρμάρου πάνω στο οποίο σμιλεύτηκε το αριστούργημα τούτο της γλυπτικής." (στροφή 53).
Στις στροφές 54- 61   αφιερώνει στο ναό της Santa Croce. Ο ιερός περίβολος της περιέχει τα λείψανα του Μιχαήλ Άγγελου, του Αλφιέρι, του Γαλιλαίου, του Μακιαβέλλι. Πλέκει το εγκώμιο τους αλλά διερωτάται που βρίσκονται οι τάφοι του Δάντη, Πετράρχη, Βοκάκκιου. Σέβεται τις τέχνες που υπάρχουν στην πόλη του ποταμού Άρνου. Επανέρχεται όμως στην φυσιολατρεία του και εξυμνεί το μαγευτικό φυσικό περιβάλλον που αντικρίζει κάθε φορά.
Στις στροφές 62-65 περιγράφει την λίμνη Τρασιμένη και την πανωλεθρία των ρωμαϊκών στρατευμάτων όπου ο Καρχηδόνιος Αννίβας νίκησε το Ρωμαίο ύπατο Γάϊο Φλαμίνιο.
Στις στροφές 66-72 θαυμάζει τον ποταμό Κλιτούμνο (Clitumnus) και τον νάο του Κλιτούμνου που βρίσκεται κοντά στον ποταμό, ενώ μένει εκστατικός από την θέα των καταρρακτών Cascata del marmore κοντά στη πόλη Terni και που χύνονται στον ποταμό Nera.( σημείωση - οι τεχνητοί καταρράκτες δημιουργήθηκαν από τους Ρωμαίους).
Στις στροφές 73-77 θαυμάζει τα Απέννινα, τα χαρακτηρίζει μικρές Άλπεις και αναπολεί τους παγετώνες του Λευκού όρους (Mont Blanc) , τους κεραυνούς στα όρη της Χιμάρας, τους αετούς του Παρνασσού, τον Άθω, τον Όλυμπο, την Αίτνα. Αντικρίζει το μοναστήρι στο όρος Σοράκτο και θυμάται απαξιωτικά τον Οράτιο και εξηγεί γιατί η ρωμαϊκή ποίηση δεν τον συγκινεί.
Στις στροφές 78-87 κυριαρχεί η Ρώμη. Συγκρίνει το παλαιότερο μεγαλείο της με το σήμερα και απογοητεύεται. Επικαλείται τον ποταμό Τίβερη να καλύψει ως μανδύας τον εξευτελισμό της Ρώμης!
Τα ερείπια του προκαλούν φρίκη. Θυμάται τον Βρούτο, τον Βιργίλιο, τον Λίβιο, τον Σύλλα που τον συγκρίνει με τον Κρόμβελ, τον Καίσαρα και τον Πομπήιο.
Στις στροφές 88-105 κάνει αναφορά στην Λύκαινα της Ρώμης που εξασφάλισε τροφή στο Ρωμήλο και τον Ρέμο που υπήρξαν οι ιδρυτές και οι πρώτοι βασιλιάδες της Ρώμης. Οι απόγονοι τους προοδευτικά φθάνουν στο απόγειο τους με την κυρίαρχη μορφή του Ιουλίου Καίσαρα που με την λακωνική του φράση "ήλθον, είδον, ενίκησα" ("veni, vide, vinci") ανήγγειλε την νίκη του εναντίον του βασιλιά του Πόντου Φαρνάκη (47 π.χ.).
Στη συνέχεια φιλοσοφεί για το δίκαιο ή το άδικο των ισχυρών εξουσιαστών του κόσμου, για την τυραννία " ομιλώ για τον δυο φορές βαρύνοντα τον τράχηλο μας ζυγό και για τους φανερούς σκοπούς της τυραννίας. Ομιλώ για τις εντολές των ισχυρών της γης οι οποίες αντέγραψαν εκείνον που ταπείνωσε τους υπερήφανους, ζωντάνεψε τους κοιμισμένους βασιλιάδες στους θρόνους τους και θα περιβάλλονταν με μεγάλη δόξα εάν το ισχυρό τους χέρι περιορίζονταν μόνο σε τούτο! Μπορούν επομένως να δαμασθούν οι τύραννοι παρά μόνο από τυράννους? "
Πιστεύει ότι υπάρχει άλλος δρόμος και αναφέρεται στην Αμερική με την παρουσία του Ουάσιγκτον.
Θυμάται τα αιματηρά γεγονότα στην Γαλλία " Η Γαλλία μέθυσε από το αίμα, ώστε να μας γίνει αντιπαθής εξ' αιτίας των εγκλημάτων της!"
Επικαλείται όμως την Ελευθερία " Η σαν σάλπιγγα ηχηρή φωνή σου, αν και σήμερα εξασθενημένη και θνήσκουσα, θα αντηχήσει ισχυρότερα μετά την καταιγίδα."
Επανέρχεται όμως στα μνημεία της Ρώμης και σχολιάζει την ζωή και τον βίο της Καικιλίας Μετέλλας ( Ήταν μια Ρωμαία υψηλής κοινωνικής θέσης που έζησε τον 1ο αιώνα π.χ.) με αφορμή το τάφο της που αντίκρισε στην Αππία οδό.
Στις στροφές 106-113 καταγράφει πολλές σκέψεις του. Το βλέμμα του επικεντρώνεται στο λόφο του Παλατίνου ( ένας από τους 7 λόφους της Ρώμης), το φυσικό περιβάλλον και αναλογίζεται τα πλούσια μέγαρα που θα υπήρχαν κάποτε, ενώ σήμερα είναι μόνο ερείπια που δεν γνωρίζουμε εάν ανήκουν σε ναούς, ανάκτορα ή λουτρά? και καταλήγει " Η ιστορία με όλους τους πολυάριθμους της τόμους έχει μόνο μια σελίδα την οποία διαβάζουμε καλύτερα εδώ τώρα, όπου η υπερηφάνεια των τυράννων είχε μαζέψει όλους τους θησαυρούς και όλες τις ηδονές. Αλλά τι χρειάζονται τα λόγια? Πλησίασε! "(108 στροφή).
Θυμάται επικριτικά τον Μάρκο Τύλλιο Κικέρωνα (106-43 π.χ.) Ρωμαίο φιλόσοφο, πολιτικό, ρήτορα, ύπατο. Ο Κλαύδιος έκαψε το σπίτι του στον Παλατίνο λόφο, έκτισε στη θέση του ναό της ελευθερίας και δήμευσε την περιουσία του. Επικαλείται τον χρόνο που σβύνει τα ίχνη των επωνύμων. Η θέα της στήλης του Τραϊανού του φέρνει στη μνήμη τον Τίτο ( Τίτος Φλάβιος Βεσπασιανός, αυτοκράτορας της Ρώμης από 79-81, κατακτητής της Ιερουσαλήμ) και τον Τραϊανό (53-117 μ.Χ. επί αυτοκρατορίας του, η ακμή της έφθασε στο απόγειο)). Πλέκει το εγκώμιο του Τραϊανού.
Στις στροφές 114-127 αρχίζει με την αναφορά του στον πολιτικό που προσπάθησε να ενοποιήσει την Ιταλία, τον Ριένζι (1313-1354), τον αποκαλεί ελπίδα της Ιταλίας. Μετά αναφέρεται στην σπηλιά της Ηγερίας που περιλαμβάνει σύνθεση αγάλματος, πηγής και λίμνης ( Η Ηγερία ήταν νύμφη, σύζυγος του Νουμά  Πομπίλιου δεύτερου βασιλιά της Ρώμης και τον επηρέαζε στις αποφάσεις του. Σύμφωνα με τις "Μεταμορφώσεις " του Οβιδίου μετά τον θάνατο του Νουμά, η Ηγερία μεταμορφώθηκε σε πηγή, ένα μέρος έμπνευσης και προφητείας ). Περιγράφει το άγαλμα, την λίμνη και την πλούσια βλάστηση που περιβάλει τον χώρο. " Σε τέτοια γοητευτική στέγη βρήκες άσυλο, ω Ηγερία! Εδώ κτυπάει η καρδιά σου, ακούγονται τα βήματα του εραστή σου. Η νύχτα δίνει στις μυστηριώδης συναντήσεις σας  την αστροφεγγιά του ουρανίου θόλου. Τέτοιο άντρο βέβαια σχηματίστηκε για να στεγάσει τον έρωτα μιας θεάς! " (στροφή 118).
Μιλάει για τον έρωτα, αλλά καταλήγει " Ο βίος μας είναι ψευδής φύση, δεν βρίσκεται σε αρμονία με το σύμπαν. Γιατί αυτή η τρομερή μας καταδίκη? Γιατί αυτή η ανεξίτηλη κηλίδα του αμαρτήματος? Ζούμε σε ένα ολέθριο δέντρο, ένα φαρμακερό δέντρο μεγάλης έκτασης, του οποίου η ρίζα είναι όλη η γη, τα δε κλαδιά και φύλλα είναι οι ουρανοί οι οποίοι αντί δροσιάς ρίχνουν στους ανθρώπους κρουνούς ολέθριων δεινών. Οι αρρώστιες, ο θάνατος, η δουλεία, όλα τα κακά που βλέπουμε, αλλά και τα χειρότερα που δεν βλέπουμε, γεμίζουν την ψυχή μας με νέα και ατελείωτα βάσανα" (στροφή 126). " Το να σκεφτόμαστε είναι το τελευταίο και μόνο καταφύγιο μας" (στροφή 127).
Στις στροφές 128-138  διερωτάται πρώτα για κάποιες αψίδες που βρίσκονται πάνω σε άλλες, περιγράφοντας το Κολοσσαίο , αλλά του δίνει την ευκαιρία να αναλογισθεί τον συμβολισμό του "Η γαλαζωπή σκιά της ιταλικής νύχτας που απλώνεται πάνω από το εκτεταμένο και θαυμαστό οικοδόμημα, φαίνεται σαν πέπλο που περιβάλει το μεγαλείο του" (στροφή 128).
Απευθύνεται στο χρόνο και του ζητάει να του κάνει μια χάρη. "Ο πόνος του να μην μείνει χωρίς ανταπόδοση. Δεν θα πρέπει να κλάψουν και οι εχθροί μου?" Απευθύνεται στη Νέμεση (Η Νέμεση των Ρωμαίων ήταν ιερή και σεβαστή. Στον Παλατίνο λόφο υπήρχε ναός που την λάτρευαν με το όνομα Ραμνουσία.),αναφέρεται στο παράδειγμα του Ορέστη, και την παρακαλεί να τον ακούσει " Συ πρέπει να αναλάβεις την εκδίκηση, είναι ακόμη καιρός να την εκτελέσεις."(στροφή 133).
Ζητάει την τιμωρία των διωκτών του, αλλά καταλήγει "Τους συγχωρώ, ιδού η κατάρα μου".
Στην συνέχεια αναφέρεται στις συκοφαντίες που τον πλήγωσαν, τον λύπησαν πολύ και πιστεύει ότι οι συκοφάντες θα αισθανθούν με την πάροδο του χρόνου "Την βραδεία τιμωρία της αγάπης"(στροφή 137).
Επανέρχεται στα δρώμενα που έλαβαν χώρα στο παρελθόν στο Κολοσσαίο, μετά παρατηρεί το άγαλμα του θνήσκοντα μονομάχου και σκιαγραφεί τις τελευταίες του στιγμές πριν πεθάνει, φέρνοντας στην μνήμη του γεγονότα φρίκης! που έλαβαν χώρα σε αυτό το οικοδόμημα. Ακολούθως περιγράφει το Κολοσσαίο. Το Πάνθεον ( Το Πάνθεον της Ρώμης είναι αρχαία θρησκευτική κατασκευή η οποία βρίσκεται στην Piazza della Rotonda (Ρώμη). Κατασκευάστηκε ύστερα από εντολή του Αγρίππα κατά τον 1ο αιώνα π.Χ. και υπέστη αρκετές καταστροφές από πυρκαγιές, με αποτέλεσμα να ανακατασκευαστεί πλήρως από τον Αδριανό στις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ. Αρχικά, το Πάνθεον ήταν ναός αφιερωμένος σε όλες της θεότητες της Αρχαίας Ρώμης.) τον εντυπωσιάζει και θαυμάζει αναπολώντας τους παρελθόντες αιώνες. Στην συνέχεια περιγράφει τις εντυπώσεις και τις σκέψεις του από τον ζωγραφικό πίνακα της Romana Caritas ( Romana Caritas είναι η ιστορία μιας γυναίκας της Pero  η οποία κρυφά θηλάζει τον πατέρα της μετά την καταδίκη του να σταυρωθεί.. Συγκινεί τις Αρχές και κερδίζει την απελευθέρωση του πατέρα της.).
Μετά συγκεντρώνει την προσοχή του στο Μαυσωλείο του Αδριανού (Castello San Angelo) το οποίο κτίστηκε γιγάντιο κατά μίμηση των πυραμίδων της Αιγύπτου.
Μπροστά στον μεγαλοπρεπή ναό του Αγίου Πέτρου εντυπωσιάζεται και αφιερώνει τις σκέψεις του στην περιγραφή του θαυμαστού οικοδομήματος και στα συναισθήματα που γεννάει η παρουσία του ναού. Αυτό πραγματοποιείται σε περίπου 10 στροφές (153-160).
Μετά στρέφει την προσοχή του στο Βατικανό, βλέπει τα αγάλματα του Λαοκόοντα και του Απόλλωνα του Belvedere και καταγράφει την αντίθεση των αισθημάτων ανάμεσα στα δυο έργα, του υπέρτατου πόνου και της ιδεατής ομορφιάς.
Τέλος αναζητάει τον προσκυνητή του "δεν υπάρχει πλέον, οι περιηγήσεις του τέλειωσαν, οι οπτασίες του εξαφανίστηκαν και αυτός έγινε άφαντος, σαν μα μην υπήρξε ποτέ".(στροφή 164).
Στις επόμενες στροφές κάνει μεταφυσικές αναφορές στο χάος και το θάνατο.
Αυτόν " Το μαυσωλείο κέρδισε", αλλά γρήγορα αυτός μας προσφέρει αποχαιρετισμό, σκαρφαλώνει στα Αλμπανικά βουνά και καθώς η Μεσόγειος για μια ακόμη φορά τον αποχαιρετάει αθροίζει το ηθικό δίδαγμα των επιχειρημάτων του. Ο  άντρας και όλα του τα έργα είναι σαν μια σταγόνα βροχής στον Ωκεανό "Η εικόνα της αιωνιότητας, ο θρόνος του αόρατου!".
Έτσι τελειώνει το τέταρτο άσμα του ποιήματος του Λόρδου Μπάϋρον " Το προσκύνημα του Τσάϊλντ Χάρολντ".
Η παρουσίαση του έργου τελειώνει με την απόδοση των 3 τελευταίων στροφών του ποιήματος.


CLXXXIV.
   And I have loved thee, Ocean! and my joy
   Of youthful sports was on thy breast to be
   Borne like thy bubbles, onward:  from a boy
   I wantoned with thy breakers—they to me
   Were a delight; and if the freshening sea
   Made them a terror—'twas a pleasing fear,
   For I was as it were a child of thee,
   And trusted to thy billows far and near,
And laid my hand upon thy mane—as I do here.

CLXXXIV.(184)
Ωκεανέ! Κάποτε σε αγάπησα, η πιο γλυκιά χαρά της νιότης μου
ήταν να παραδίνομαι στους κόλπους σου περιφερόμενος στην τύχη
στα κύματα σου, όπως οι φούσκες του αφρού σου. Στην παιδική μου
ηλικία έπαιζα με τους κυματισμούς σου στους υφάλους.
Ω, ποια ηδονή αισθανόμουνα τότε! Εάν η θάλασσα αγριεμένη
τα καθιστούσε επικίνδυνα, οι φόβοι αυτοί με προκαλούσαν
γιατί είμαι τέκνο σου και εμπιστεύομαι τον εαυτό μου
 στα νερά σου και χάϊδευα με τα χέρια μου την υγρή σου
 χαίτη, όπως το κάνω και τώρα.


CLXXXV.
   My task is done—my song hath ceased—my theme
   Has died into an echo; it is fit
   The spell should break of this protracted dream.
   The torch shall be extinguished which hath lit
   My midnight lamp—and what is writ, is writ—
   Would it were worthier! but I am not now
   That which I have been—and my visions flit
   Less palpably before me—and the glow
Which in my spirit dwelt is fluttering, faint, and low.

CLXXXV.(185)
Το έργο μου τελείωσε, τα τραγούδια μου σταμάτησαν,
Η φωνή μου αντηχεί για τελευταία φορά, είναι καιρός
να παύσω πλέον και να σβύσω το λυχνάρι που με φώτιζε
στο σκοτάδι της νύχτας. Ότι έγραψα, έγραψα.
 Μακάρι να μπορούσα να γράψω καλύτερους
στίχους, αλλά δεν είμαι πλέον, εκείνος που ήμουν άλλοτε
Οι οπτασίες μου εμφανίζονται ολοένα και αμυδρότερες
η δε φωτιά που άναβε την φαντασία μου
χαμηλώνει και σβύνει!


CLXXXVI.
   Farewell! a word that must be, and hath been—
   A sound which makes us linger; yet, farewell!
   Ye, who have traced the Pilgrim to the scene
   Which is his last, if in your memories dwell
   A thought which once was his, if on ye swell
   A single recollection, not in vain
   He wore his sandal-shoon and scallop shell;
   Farewell! with HIM alone may rest the pain,
If such there were—with YOU, the moral of his strain.

CLXXXVI.(186)
Σας χαιρετώ! Ω πόσο θλιβερή ακούγεται
όπως πάντοτε, αυτή η λέξη του αποχαιρετισμού!
και όμως σας χαιρετώ όλους εσάς, όσοι ακολουθήσατε τον προσκυνητή μου
 μέχρι τέλους των ταξιδιών του! Εάν η μνήμη σας κρατήσει
 μια μόνη από τις σκέψεις του, εάν απλή ανάμνηση μείνει σε εσάς,
 αυτό θα χαροποιήσει  αυτόν πάρα πολύ, μια και δεν έλιωσε
 άδικα τα παπούτσια του για να συλλέξει τα ποιητικά του όστρακα!
Σας χαιρετώ! Αν υπάρχει κάτι λυπηρό στους στίχους του, μακάρι να μείνει
 μόνο σε αυτόν, σε εσάς μακάρι να μείνει η ηθική των τραγουδιών του.


 

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2015

Το προσκύνημα του Τσάϊλντ Χάρολντ - Μέρος 6ο


CHILDE HAROLD'S PILGRIMAGE

By Lord Byron




CANTO THE SECOND.

    ΑΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ


Στο έκτο μέρος θα συνεχίσουμε την παρουσίαση της Δεύτερης Ωδής
 του ποιήματος. Επισημαίνουμε ότι από την στροφή 73  το προσκύνημα
του Τσάϋλντ Χάρολντ πραγματοποιείται στην κυρίως Ελλάδα.


LXVII.
   It chanced that adverse winds once drove his bark
   Full on the coast of Suli's shaggy shore,
   When all around was desolate and dark;
   To land was perilous, to sojourn more;
   Yet for awhile the mariners forbore,
   Dubious to trust where treachery might lurk:
   At length they ventured forth, though doubting sore
   That those WHO loathe alike the Frank and Turk
Might once again renew their ancient butcher-work.

LXVII. (67)
Συνέβη κάποτε, όταν ενάντιοι άνεμοι έριξαν το πλοίο του
κατ 'ευθείαν στις ακτές της δασοσκεπούς παραλίας του Σουλίου,
τότε σκοτάδι και ερημιά τον περικύκλωσαν από παντού σε εκείνα
τα φρικτά μέρη. Ήταν επικίνδυνο να κατευθυνθεί προς την στεριά,
αλλά ακόμη πιο επικίνδυνο ήταν να παραμείνει πάνω στα αγριεμένα
κύματα. Οι ναύτες δίστασαν για κάποιο χρόνο, μη τολμώντες
να προχωρήσουν σε τόπο που ίσως τους παραμονεύει κάποια προδοσία.
Τέλος αποφάσισαν να αποβιβασθούν στην ακτή, αν και σοβαρά
αμφέβαλαν ότι εκείνοι που απεχθάνονται το ίδιο Χριστιανούς και Τούρκους
θα μπορούσαν μια φορά ακόμη να ανανεώσουν τα παλιά τους αιμοσταγή ένστικτα.


LXVIII.
   Vain fear! the Suliotes stretched the welcome hand,
   Led them o'er rocks and past the dangerous swamp,
   Kinder than polished slaves, though not so bland,
   And piled the hearth, and wrung their garments damp,
   And filled the bowl, and trimmed the cheerful lamp,
   And spread their fare:  though homely, all they had:
   Such conduct bears Philanthropy's rare stamp—
   To rest the weary and to soothe the sad,
Doth lesson happier men, and shames at least the bad.

LXVIII. (68)
Μάταιοι φόβοι ! οι Σουλιώτες τους έδωσαν χέρι αδελφικό και τους οδήγησαν
 μέσα από τα βράχια και τα επικίνδυνα έλη, ευγενικότεροι από τους εκλεπτυσμένους δούλους,
αν και δεν ήταν τόσο βαρετοί, άναψαν φωτιά και στέγνωσαν τα βρεγμένα
 ρούχα τους, γέμισαν τα ποτήρια τους, άναψαν το χαροποιό φως του λυχναριού
και τους πρόσφεραν ένα απλό φαγητό, το μόνο που είχαν. Τέτοια φιλόξενη
 συμπεριφορά δεν είναι δείγμα της αληθινής φιλανθρωπίας ? Η περίθαλψη των δύστυχων
 ταλαιπωρημένων από τις απολίτιστες αυτές φυλές, η συμπαράσταση τους
 στις λύπες τους, δίνει ένα διδακτικό μάθημα στους πλέον πολιτισμένους
λαούς του κόσμου. Είθε να καταντροπιάσει τουλάχιστον τις καρδιές των κακών.


LXIX.    
   It came to pass, that when he did address
   Himself to quit at length this mountain land,
   Combined marauders half-way barred egress,
   And wasted far and near with glaive and brand;
   And therefore did he take a trusty band
   To traverse Acarnania forest wide,
   In war well-seasoned, and with labours tanned,
   Till he did greet white Achelous' tide,
And from his farther bank AEtolia's wolds espied.

LXIX. (69)
¨Όταν επρόκειτο να αποχαιρετήσει τα φιλόξενα και ορεινά αυτά μέρη,
 ληστρική συμμορία, συγκροτημένη για αρπαγή, κατέστησε
 την οδοιπορία επικίνδυνη, λεηλατούσε  όλα τα περίχωρα δια πυρός
 και σιδήρου. Έτσι, προσέλαβε πιστή συνοδεία
 από μάχιμους άνδρες, συνηθισμένους στην σκληραγωγία
 και μαζί με αυτούς διέσχισε τα εκτεταμένα δάση
 της Ακαρνανίας και δεν τους άφησε, παρά μόνο
όταν έφθασαν στα αργυρόχροα νερά του Αχελώου,
και από την απέναντι όχθη του διακρίνεται ο κόσμος της Αιτωλίας.


LXX.
   Where lone Utraikey forms its circling cove,
   And weary waves retire to gleam at rest,
   How brown the foliage of the green hill's grove,
   Nodding at midnight o'er the calm bay's breast,
   As winds come whispering lightly from the west,
   Kissing, not ruffling, the blue deep's serene:
   Here Harold was received a welcome guest;
   Nor did he pass unmoved the gentle scene,
For many a joy could he from night's soft presence glean.

LXX. (70)
Στο μέρος όπου το  μοναχικό Ουτρέκη ή Λουτράκι (1) σχηματίζει κυκλοειδή όρμο
 μέσα στον οποίο αποσύρονται τα κουρασμένα κύματα που λαμβάνουν
 στιλπνή επιφάνεια και κατοπτρίζει τις ακτίνες της σελήνης, τα μεσάνυχτα
ρίχνουν το μαύρο πέπλο τους στα δέντρα που κοσμούν τον καταπράσινο λόφο
και ταλαντεύονται ήρεμα πάνω στα γαλήνια νερά, ενώ οι νότιες
 αύρες χαϊδεύουν την γαλάζια τους επιφάνεια, μόλις την αγγίζουν
 με την απαλή πνοή τους. Εδώ ο Χάρολντ δέχθηκε φιλική υποδοχή
και παρατήρησε συγκινημένος αυτή την χαριτωμένη εικόνα
για να επιλέξει  αρκετές χαρές από την απαλή παρουσία της νύχτας.

(1) Ουτρέκη ή Λουτράκι τοποθετείται στην βορειανατολική γωνιά του κόλπου της Άρτας (Αμβρακικός κόλπος).

LXXI.
   On the smooth shore the night-fires brightly blazed,
   The feast was done, the red wine circling fast,
   And he that unawares had there ygazed
   With gaping wonderment had stared aghast;
   For ere night's midmost, stillest hour was past,
   The native revels of the troop began;
   Each palikar his sabre from him cast,
   And bounding hand in hand, man linked to man,
Yelling their uncouth dirge, long danced the kirtled clan.

LXXI. (71)
Τα φώτα της νύχτας έλαμπαν στην παραλία, το δείπνο
είχε τελειώσει, το δε κύπελο γεμάτο με κόκκινο κρασί
 κυκλοφορούσε στα χέρια των συμποτών. Φθάνοντας
 σε αυτούς απροειδοποίητα, στάθηκε ξαφνικά
 και τους παρακολουθούσε με έκπληξη, οι χοροί τους
 άρχισαν προτού περάσουν τα μεσάνυχτα. Τα παλληκάρια άφησαν
 πρώτα τα σπαθιά τους, έπειτα κρατώντας ο ένας το χέρι
 του άλλου, άρχισαν να χορεύουν ή μάλλον να πηδούν
 με ρυθμό, κραυγάζοντας ένα άξεστο μοιρολόι .


LXXII.    
   Childe Harold at a little distance stood,
   And viewed, but not displeased, the revelrie,
   Nor hated harmless mirth, however rude:
   In sooth, it was no vulgar sight to see
   Their barbarous, yet their not indecent, glee:
   And as the flames along their faces gleamed,
   Their gestures nimble, dark eyes flashing free,
   The long wild locks that to their girdles streamed,
While thus in concert they this lay half sang, half screamed:

LXXII.(72)
Ο Τσάϊλντ Χάρολντ στάθηκε λίγο μακριά για να παρατηρήσει
την χαριτωμένη αυτή παρέα της οποίας την ευθυμία
δεν μισούσε, αν και ήταν λίγο χοντροκομμένη.
 Η θέα των αγροίκων αυτών να διασκεδάζουν με θόρυβο
 και εξαλλοσύνη σχημάτιζε παράδοξο θέαμα, η ευκινησία τους
 είναι αξεπέραστη, τα μάτια τους έλαμπαν σαν αστραπή ,
 τα μακριά μαλλιά τους φθάνουν μέχρι την μέση τους,
τα δε πρόσωπα τους φωτιζόντουσαν από το αντιφέγγισμα της φωτιάς.
Τα τραγούδια τους μοιάζουν μάλλον με κραυγές παρά με αρμονικούς ήχους.

Ακολουθούν στίχοι που εντάσσονται στην 72η στροφή, τους οποίους παραλείπουμε. Αυτοί οι  στίχοι είναι τραγούδια της περιοχής που συνέλεξε ο ποιητής
και τα μετέφρασε στην αγγλική από ελληνικές ή ιταλικές μεταφράσεις.

 
LXXIII.
   Fair Greece! sad relic of departed worth!
   Immortal, though no more; though fallen, great!
   Who now shall lead thy scattered children forth,
   And long accustomed bondage uncreate?
   Not such thy sons who whilome did await,
   The hopeless warriors of a willing doom,
   In bleak Thermopylae's sepulchral strait—
   Oh, who that gallant spirit shall resume,
Leap from Eurotas' banks, and call thee from the tomb? 

LXXIII. (73)
Ωραία Ελλάδα ! Αξιοθρήνητο λείψανο αρχαίας δόξας !
Αλίμονο, δεν υπάρχεις πλέον και όμως είσαι αθάνατη,
αν και φτωχή, παραμένεις μεγάλη ακόμα. Ποιος θα οδηγήσει
 τα σκορπισμένα τέκνα σου, ποιος θα διώξει τις συνήθειες
τόσο μακράς δουλείας? Αλίμονο ! Δεν υπάρχουν πλέον εκείνοι
οι Έλληνες οι οποίοι βαδίζουν με βήμα σταθερό σε βέβαιο θάνατο,
πέθαναν ένδοξα στο στενό των Θερμοπύλων ! Ω Ελλάδα ! Ποιος πολεμιστής
 θα εμπνευστεί τώρα από την ηρωϊκή ανδρεία εκείνων? ποιος πλέον πηδώντας
 από τις όχθες του Ευρώτα, θα σε ξαναφέρει στην ζωή? (2)

(2) Αυτούς τους στίχους έγραψε ο Μπάϋρον πριν από την Ελληνική επανάσταση,
αλλά όταν ξέσπασε, πολλοί Έλληνες απάντησαν στα ερωτήματα αυτά του ποιητή
και αναδείχθηκαν, τόσο στην ξηρά όσο και στην θάλασσα, εφάμιλλοι των αρχαίων.

LXXIV.
   Spirit of Freedom! when on Phyle's brow
   Thou sat'st with Thrasybulus and his train,
   Couldst thou forbode the dismal hour which now
   Dims the green beauties of thine Attic plain?
   Not thirty tyrants now enforce the chain,
   But every carle can lord it o'er thy land;
   Nor rise thy sons, but idly rail in vain,
   Trembling beneath the scourge of Turkish hand,
From birth till death enslaved; in word, in deed, unmanned.

LXXIV. (74)
Πνεύμα της Ελευθερίας ! Όταν συνόδευσες τον Θρασύβουλο
και τους οπαδούς του πάνω στο λόφο της Φυλής, μπορούσες να προβλέψεις
 τις συμφορές οι οποίες σήμερα ασχημίζουν τα θέλγητρα των πράσινων
 πεδιάδων της Αττικής? Όχι τριάντα τύραννοι τώρα επιβάλουν
 την αλυσίδα, αλλά οποιοσδήποτε δούλος μπορεί να την επιβάλει
 πάνω στη χώρα σου, όχι να ξεσηκωθούν οι γιοί σου, αλλά άπραγοι
 κατηγορούνται άδικα, τρέμοντας κάτω από την μάστιγα του Τούρκικού
 χεριού, σκλαβωμένοι από την γέννηση μέχρι το θάνατο τους,
δεν είναι άξιοι να ονομάζονται πλέον άνθρωποι.

LXXV.
   In all save form alone, how changed! and who
   That marks the fire still sparkling in each eye,
   Who would but deem their bosom burned anew
   With thy unquenched beam, lost Liberty!
   And many dream withal the hour is nigh
   That gives them back their fathers' heritage:
   For foreign arms and aid they fondly sigh,
   Nor solely dare encounter hostile rage,
Or tear their name defiled from Slavery's mournful page.

LXXV. (75)
Σε όλα άλλαξαν, εκτός από την εξωτερική τους μορφή ! Ποιος
πράγματι, βλέποντας το σπινθηροβόλο βλέμμα στα μάτια τους,
θα μπορούσε να πιστέψει ότι η καρδιά τους δεν φλέγεται πάλι
από την ιερή σου φλόγα, Ω ελευθερία ! Την οποία αυτοί δεν γνωρίζουν πλέον?
Μερικοί ακόμη ονειροπολούν ότι έφθασε η ώρα όπου θα εισέλθουν
στην πατρική κληρονομιά τους, επιθυμώντας πάρα πολύ ξένη βοήθεια,
και επικαλούνται τα όπλα της Ευρώπης, χωρίς να τολμούν να βαδίσουν
μόνοι κατά των εχθρών τους και να εξαφανίσουν το ατιμασμένο
όνομα τους από τον κατάλογο των δούλων Εθνών.


LXXVI.
   Hereditary bondsmen! know ye not
   Who would be free themselves must strike the blow?
   By their right arms the conquest must be wrought?
   Will Gaul or Muscovite redress ye?  No!
   True, they may lay your proud despoilers low,
   But not for you will Freedom's altars flame.
   Shades of the Helots! triumph o'er your foe:
   Greece! change thy lords, thy state is still the same;
Thy glorious day is o'er, but not thy years of shame.

LXXVI.(76)
Κληρονόμοι της δουλείας ! Δεν γνωρίζεται ότι όσοι θέλουν να είναι ελεύθεροι,
οφείλουν οι ίδιοι να σπάσουν τα δεσμά τους και ότι με τα ίδια τους τα χέρια οφείλουν
 να αποκτήσουν την Ελευθερία ! Πιστεύετε ότι μπορεί να ελευθερωθείτε από τους Γάλλους
 ή από τους Ρώσσους? Μην ξεγελιόσαστε, μπορεί να ταπεινώσουν  ίσως τους τυράννους σας,
αλλά δεν θα μπορέσετε πλέον να ανάψετε το ιερό φως στο βωμό της Ελευθερίας.
 Σκιές των Ειλώτων ! Θριαμβεύσατε κατά των ανάνδρων τυράννων σας ! Ω Ελλάδα !
Αλλάζοντας τους δεσπότες σου δεν θα μπορέσεις να δεις το τέλος της δυστυχίας σου.
Οι ένδοξες ημέρες σου δεν υπάρχουν πλέον, αλλά παραμένουν τα χρόνια της ντροπής σου.

LXXVII.
   The city won for Allah from the Giaour,
   The Giaour from Othman's race again may wrest;
   And the Serai's impenetrable tower
   Receive the fiery Frank, her former guest;
   Or Wahab's rebel brood, who dared divest
   The Prophet's tomb of all its pious spoil,
   May wind their path of blood along the West;
   But ne'er will Freedom seek this fated soil,
But slave succeed to slave through years of endless toil.

LXXVII. (77)
Η πόλη κερδήθηκε για τον Αλλάχ από τους Γκιαούρηδες,
Οι Γκιαούρηδες μπορεί να ξαναποκτήσουν από το γένος των Οθωμανών,
ίσως οι Λατίνοι περάσουν αμέσως, όπως παλαιότερα, στους άδυτους
πύργους του Σαραγιού (1) ή ίσως οι επαναστάτες Βαχαβήτες (2),
οι οποίοι τόλμησαν να γυμνώσουν τον τάφο του Προφήτη
 από τα ευσεβή δώρα των προσκυνητών του, κατευθύνοντες
τα αιματηρά τους βήματα προς την Δύση, αλλά ποτέ η ελευθερία
 δεν μπορεί να κατοικήσει στο δυστυχισμένο αυτό τόπο,
 όπου δούλοι διαδέχονται δούλους για αιώνες ατελείωτων βασάνων.

(1) Το 1204 επί Αλεξίου Μουρζούφλου η Κωνσταντινούπολη αλώθηκε από τους
Λατίνους οι οποίοι έμειναν επί πολλά χρόνια.
(2) Η Μέκκα και η Μεδίνα έπεσαν μερικά χρόνια στα χέρια των Βαχαβητών, οι οποίοι
ανήκαν σε αραβική φυλή της οποίας η δύναμη αυξάνονταν κάθε μέρα.


LXXVIII.    
   Yet mark their mirth—ere lenten days begin,
   That penance which their holy rites prepare
   To shrive from man his weight of mortal sin,
   By daily abstinence and nightly prayer;
   But ere his sackcloth garb Repentance wear,
   Some days of joyaunce are decreed to all,
   To take of pleasaunce each his secret share,
   In motley robe to dance at masking ball,
And join the mimic train of merry Carnival.

LXXVIII. (78)
Και όμως παρατήρησε την ευθυμία τους, νηστίσιμες μέρες αρχίζουν
ημέρες μετάνοιας στις οποίες προετοιμάζονται να γιορτάσουν
τα άγια μυστήρια τους που ελαφρύνουν τον άνθρωπό από το βάρος
των αμαρτιών του με δεήσεις και νηστείες. Αλλά προτού η μετάνοια
φορέσει τον τρίχινο χιτώνα της, συγχωρείται στον καθένα να ευθυμεί
για μερικές μέρες μετέχοντας σε όλες τις ηδονές, μασκοφορεμένος,
μεταμφιεσμένος με παράξενες στολές, πηγαίνοντας σε χορούς
και συντροφεύοντας τα γελωτοποιά τέκνα των αποκρεώ.

LXXIX.
   And whose more rife with merriment than thine,
   O Stamboul! once the empress of their reign?
   Though turbans now pollute Sophia's shrine
   And Greece her very altars eyes in vain:
   (Alas! her woes will still pervade my strain!)
   Gay were her minstrels once, for free her throng,
   All felt the common joy they now must feign;
   Nor oft I've seen such sight, nor heard such song,
As wooed the eye, and thrilled the Bosphorus along.

LXXIX. (79)
Ποια άλλη πόλη δίνει περισσότερες διασκεδάσεις εκτός από εσένα,
Ω Κωνσταντινούπολη ! Κάποτε η αυτοκράτειρα της βασιλείας τους?
Αν και τώρα τα σαρίκια μολύνουν τον ναό της Σοφίας (Αγίας)
και η Ελλάδα παρατηρεί μάταια τους περισσότερους βωμούς της,
(Αλίμονο ! Οι συμφορές της ακόμη καταστενοχωρούν το μυαλό μου!)
Χαρωποί ήταν κάποτε οι τροβαδούροι της, γιατί ελεύθερος ήταν ο λαός της,
όλοι τότε συναισθανόντουσαν την απλή χαρά που τώρα πρέπει να προσποιούνται.
Ουδέποτε είδαν τα μάτια μου άλλο τέτοιο θέαμα, ούτε τα αυτιά μου άκουσαν
μελωδία γλυκύτερη αυτής που ακούγεται κατά μήκος του Βοσπόρου.

LXXX.
   Loud was the lightsome tumult on the shore;
   Oft Music changed, but never ceased her tone,
   And timely echoed back the measured oar,
   And rippling waters made a pleasant moan:
   The Queen of tides on high consenting shone;
   And when a transient breeze swept o'er the wave,
   'Twas as if, darting from her heavenly throne,
   A brighter glance her form reflected gave,
Till sparkling billows seemed to light the banks they lave.

LXXX. (80)
Έντονος ήταν ο ανάλαφρος αναβρασμός στην παραλία, η μουσική
συχνά άλλαζε, αλλά ποτέ δεν σταματούσε τον τόνο της
 και έγκαιρα αντηχούσαν την ηχώ τα ρυθμικά κουπιά
και τα παλιρροϊκά νερά έκαναν ένα ευχάριστο βογκητό,
η δε Βασίλισσα των παλιρροιών χαμογελάει από τον ουράνιο θρόνο της
σε αυτή την γενική αρμονία και όταν παροδική αύρα αιωρούνταν
πάνω στα κύματα ήταν ως εάν, με την λαμπρότερη ακτίνα της
που καθρεπτίζονταν στα κύματα φανέρωνε την ευαρέσκεια της ,
και τα απαστράπτοντα  νερά ήταν σαν να φώτιζαν τις όχθες που βρέχουν.


LXXXI.
   Glanced many a light caique along the foam,
   Danced on the shore the daughters of the land,
   No thought had man or maid of rest or home,
   While many a languid eye and thrilling hand
   Exchanged the look few bosoms may withstand,
   Or gently pressed, returned the pressure still:
   Oh Love! young Love! bound in thy rosy band,
   Let sage or cynic prattle as he will,
These hours, and only these, redeemed Life's years of ill!

LXXXI. (81)
Αρκετά ελαφριά βαρκάκια έπλεαν σχίζοντας τον αφρό,τα ντόπια κορίτσια
 χόρευαν στην παραλία, τα κορίτσια και τα αγόρια οργανοπαίκτες
δεν σκεφτόντουσαν καθόλου να κοιμηθούν ή να γυρίσουν σπίτι τους,
 τα αποχαυνωμένα μάτια τους αντάλλαζαν μεταξύ τους βλέμματα
στα οποία λίγες καρδιές μπορούν να αντέξουν, τα πιασμένα μεταξύ τους χέρια
τρυφερά ανατρίχιαζαν στέλνοντας ερωτικά μηνύματα . Ω Έρωτα !
 Νεανικέ Έρωτα ! Στεφανωμένος με τα ρόδινα στεφάνια σου, άφησε
 τους κυνικούς και τους φιλοσόφους να φλυαρήσουν όπως θέλουν,
γιατί μονάχα αυτές οι ώρες διορθώνουν όλα τα δεινά του βίου.

LXXXII.    
   But, midst the throng in merry masquerade,
   Lurk there no hearts that throb with secret pain,
   E'en through the closest searment half-betrayed?
   To such the gentle murmurs of the main
   Seem to re-echo all they mourn in vain;
   To such the gladness of the gamesome crowd
   Is source of wayward thought and stern disdain:
   How do they loathe the laughter idly loud,
And long to change the robe of revel for the shroud!

LXXXII. (82)
Αλλά μέσα στο μασκοφόρο αυτό πλήθος, δεν θα υπάρχουν όμως
κάποιοι άνθρωποι που λιώνουν από κρυφή λύπη την οποία
το προσποιητό πρόσωπο τους μισοκρύβει. Το βουητό των κυμάτων
τους φαίνεται να ανακατώνεται σπαραχτικά μαζί με την μάταιη
τους πλήξη, η φαιδρότητα που τους περικυκλώνει τους προξενεί
χίλιες όσες μελαγχολικές σκέψεις και διεγείρει την ψυχρά τους
περιφρόνηση. Με δυσαρέσκεια ακούνε τα τραγούδια και τον χαρμόσυνο
θόρυβο των συμμετεχόντων στην στιγμιαία ευθυμία. Πόσο δε ποθούν
να μεταβάλουν τα γιορτινά τους ρούχα σε πένθιμα !

LXXXIII.    
   This must he feel, the true-born son of Greece,
   If Greece one true-born patriot can boast:
   Not such as prate of war but skulk in peace,
   The bondsman's peace, who sighs for all he lost,
   Yet with smooth smile his tyrant can accost,
   And wield the slavish sickle, not the sword:
   Ah, Greece! they love thee least who owe thee most—
   Their birth, their blood, and that sublime record
Of hero sires, who shame thy now degenerate horde!

LXXXIII. (83)
Αυτό θα πρέπει να αισθάνεται, ο φιλόπατρης γιός της Ελλάδας,
εάν η Ελλάδα μπορεί ακόμη να καυχηθεί ότι έχει ένα φιλόπατρη,
Για το όνομα τούτο είναι ανάξιοι εκείνοι που μιλάνε για πόλεμο,
αλλά είναι ευχαριστημένοι να ζουν στην δουλική ειρήνη
και εκείνοι που αρκούνται να ψιθυρίζουν την γκρίνια τους για όσα
έχασαν και πλησιάζουν τους τυράννους τους με ελαφρύ χαμόγελο
και κρατάνε στα χέρια τους μάλλον το δουλικό δρέπανο παρά το εκδικητικό
ξίφος. Αχ ! Ελλάδα, αυτοί που σε αγαπούν περισσότερο είναι εκείνοι
που οφείλουν όλα σε εσένα, την γέννηση τους, το  αίμα τους
και την αξεπέραστη καταγραφή ενδόξων προγόνων, οι οποίοι
ντρέπονται για την τωρινή σου εκφυλισμένη ορδή !

LXXXIV.
   When riseth Lacedaemon's hardihood,
   When Thebes Epaminondas rears again,
   When Athens' children are with hearts endued,
   When Grecian mothers shall give birth to men,
   Then mayst thou be restored; but not till then.
   A thousand years scarce serve to form a state;
   An hour may lay it in the dust:  and when
   Can man its shattered splendour renovate,
Recall its virtues back, and vanquish Time and Fate?

LXXXIV.(84)
Όταν οι λιτοδίαιτοι Λακεδαιμόνιοι αναγεννηθούν
όταν η Θήβα γεννήσει άλλον Επαμεινώνδα,
όταν τα παιδιά της Αθήνας έχουν προικισμένες καρδιές,
όταν οι Ελληνίδες μητέρες γεννήσουν άνδρες
τότε και μόνο τότε θα μπορέσεις να ελευθερωθείς, αλλά όχι μέχρι τότε.
Χρειάζονται αιώνες για να ιδρυθεί ένα κράτος και μια στιγμή αρκεί
 για να το καταστρέψει. Πόσα χρόνια περνάνε μέχρις ότου ένας λαός
 ανακτήσει την χαμένη του δόξα, μέχρις ότου ανακαλέσει τις αρετές του
 και θριαμβεύσει κατά του χρόνου και του πεπρωμένου του?

LXXXV.
   And yet how lovely in thine age of woe,
   Land of lost gods and godlike men, art thou!
   Thy vales of evergreen, thy hills of snow,
   Proclaim thee Nature's varied favourite now;
   Thy fanes, thy temples to the surface bow,
   Commingling slowly with heroic earth,
   Broke by the share of every rustic plough:
   So perish monuments of mortal birth,
So perish all in turn, save well-recorded worth;

LXXXV. (85)
Και όμως ποια και πόσα θέλγητρα σε στολίζουν ακόμη
 και αυτές τις πένθιμες σου ημέρες, Ω πατρίδα των Θεών
 και τόσων άλλων ισόθεων ηρώων ! Οι αειθαλείς κοιλάδες σου,
τα παντοτινά χιονοστεφή σου βουνά(1) αναδεικνύουν και σήμερα
 την προνομιακή ποικιλότητα της φύσης σου, οι βωμοί
και οι ερειπωμένοι ναοί σου, τα καταχωμένα στην τέφρα των ηρώων σου
 ερείπια, θρυμματίζονται από τα σιδερένια άροτρα ! Έτσι χάνονται, Αλίμονο!
από τα ανθρώπινα χέρια τα μνημεία, έτσι χάνονται
 όλα, αλλά σώζεται μόνο η αρετή που υμνείται από τις Μούσες.

(1) Υπάρχουν πολλά βουνά στην Ελλάδα και ιδίως ο Παρνασσός, των οποίων
 οι κορυφές είναι πάντοτε χιονοσκεπείς με όλους τους ισχυρούς καύσωνες
 του καλοκαιριού.


LXXXVI.
   Save where some solitary column mourns
   Above its prostrate brethren of the cave;
   Save where Tritonia's airy shrine adorns
   Colonna's cliff, and gleams along the wave;
   Save o'er some warrior's half-forgotten grave,
   Where the grey stones and unmolested grass
   Ages, but not oblivion, feebly brave,
   While strangers only not regardless pass,
Lingering like me, perchance, to gaze, and sigh 'Alas!'

LXXXVI. (86)
Σώζεται, μόνο όπου μερικές κολώνες μόνες τους στέκονται ακόμη όρθιες
και φαίνονται σαν να θρηνούν τις αδελφές τους που λατομήθηκαν
από το ίδιο βουνό και οι οποίες βρίσκονται κοντά τους πεσμένες
σε ερείπια (1). Σώζεται, όπου ο ναός της αιθέριας Τριτονίας στολίζει
τις κολώνες στο άκρο του βράχου (2) και λάμπει πάνω από τα κύματα.
Βρίσκονται επίσης εκεί κάποιοι τάφοι μερικών αγνώστων πολεμιστών,
οι μαυρισμένες πέτρες τους και τα πράσινα βρύα αντιστέκονται ακόμη
στη φθορά του χρόνου, αλλά όχι στην λήθη. Μόνοι οι ξένοι περιηγητές,
όπως εγώ, επισκέπτονται τα μέρη αυτά μετά σεβασμού και αναχωρούν
 με τον αναστεναγμό  "Αλίμονο!"

(1) Από το Πεντελικό όρος οι αρχαίοι λατομούσαν τα μάρμαρα που οικοδομούσαν
τα δημόσια κτίρια των Αθηνών.
(2) Εκτός από την Αθήνα και τον Μαραθώνα δεν υπάρχει σε όλη την Αττική ωραιότερη
τοποθεσία από το Σούνιο. Για τον αρχαιολόγο και τον καλλιτέχνη οι δέκα έξη κολώνες
που υπάρχουν ακόμη είναι ανεξάντλητη πηγή παρατηρήσεων και σπουδών. Ο φιλόσοφος
 βρίσκει εκεί την υποτιθέμενη  σκηνή των συνδιαλέξεων του Πλάτωνα με τους μαθητές
του, ο δε περιηγητής θαυμάζει μπροστά στα μάτια του το μεγαλοπρεπές θέαμα του Αιγαίου
και των νησιών του.

LXXXVII.
   Yet are thy skies as blue, thy crags as wild:
   Sweet are thy groves, and verdant are thy fields,
   Thine olives ripe as when Minerva smiled,
   And still his honeyed wealth Hymettus yields;
   There the blithe bee his fragrant fortress builds,
   The freeborn wanderer of thy mountain air;
   Apollo still thy long, long summer gilds,
   Still in his beam Mendeli's marbles glare;
Art, Glory, Freedom fail, but Nature still is fair.

LXXXVII.
Παρ' όλα αυτά, ο ουρανός σου είναι πάντοτε, τόσο γαλάζιος και οι βράχοι σου
τόσο άγριοι, όσο ήταν στο παρελθόν. Επίσης τα άλση σου είναι πάντοτε
ευχάριστα και οι πεδιάδες σου αειθαλείς. Οι ελιές σου ακμάζουν και σήμερα
 όπως τότε  που έβλεπες να σου χαμογελάει η Αθηνά, ο Υμηττός συνεχίζει
 να έχει χρυσαφένιο μέλι, η μέλισσα που πάντα πετούσε ελεύθερη στα βουνά σου
 και κατασκεύαζε σε αυτά το αρωματικό της φρούριο. Ο Απόλλωνας δεν έπαυσε
να χρυσώνει με τις ακτίνες του τα μακριά σου καλοκαίρια, ρίχνει ακόμη
 τις ακτίνες του πάνω στα πεντελικά μάρμαρα, οι τέχνες, η δόξα,
 η ελευθερία παρέρχονται, αλλά η φύση είναι ακόμη ωραία.


LXXXVIII.    
   Where'er we tread, 'tis haunted, holy ground;
   No earth of thine is lost in vulgar mould,
   But one vast realm of wonder spreads around,
   And all the Muse's tales seem truly told,
   Till the sense aches with gazing to behold
   The scenes our earliest dreams have dwelt upon:
   Each hill and dale, each deepening glen and wold,
   Defies the power which crushed thy temples gone:
Age shakes Athena's tower, but spares gray Marathon.

LXXXIX. (88)
Σε οποιοδήποτε μέρος και αν φέρουμε τα βήματα μας, πατούμε ιερή γη.
Κανένα μέρος του εδάφους σου δεν χάθηκε σε χυδαία κατασκευή, αλλά όλη σου
 η χώρα είναι ένα τεράστιο θέατρο θαυμάτων και κάθε σπιθαμή της είναι σκηνή μεγάλων
 πράξεων. Και όλα τα αφηγήματα της Μούσας φαίνεται να λένε την αλήθεια,
τα δε μάτια μας κουράζονται να κυττάζουν αυτούς τους τόπους που πολύ συχνά
 τους ονειρευόμαστε στα παιδικά μας όνειρα. Τα βουνά και οι κοιλάδες σου,
οι λόφοι και οι πεδιάδες σου, αντιστέκονται στην καταστρεπτική δύναμη
 του χρόνου που ερείπωσε τους ναούς σου. Οι αιώνες ταρακούνησαν
 τους πύργους της Αθήνας, αλλά σεβάστηκαν το πεδίο του Μαραθώνα.

LXXXIX.    
   The sun, the soil, but not the slave, the same;
   Unchanged in all except its foreign lord—
   Preserves alike its bounds and boundless fame;
   The battle-field, where Persia's victim horde
   First bowed beneath the brunt of Hellas' sword,
   As on the morn to distant Glory dear,
   When Marathon became a magic word;
   Which uttered, to the hearer's eye appear
The camp, the host, the fight, the conqueror's career.

LXXXIX. (89)
Ο ήλιος, το έδαφος είναι τα ίδια, αλλά όχι η σκλαβιά,
αμετάβλητη σε όλα εκτός από τον ξένο δεσπότη της,
διατηρεί αναλλοίωτα τα όρια της και την αδέσμευτη φήμη,
Το πεδίο της μάχης όπου τα θύματα των Περσικών ορδών
έσκυψαν τις κεφαλές τους κάτω από την ορμή του   σπαθιού
 των Ελλήνων, ω πόσο ένδοξη ήταν η ημέρα, όταν ο Μαραθώνα
 έγινε μαγικό όνομα (1) που προφέροντας το
και μόνο έρχονται  στο νου μας το εχθρικό στρατόπεδο,
 οι δυο μαχόμενοι στρατοί και τα τρόπαια των νικητών.

(1) Siste, viator, heroa calcas. Τέτοιο ήταν το επιτύμβιο του περίφημου
κόμητα Merci. Ποια θα πρέπει λοιπόν να είναι τα αισθήματα μας όταν
πατάμε τον τάφο των αποθανόντων στον Μαραθώνα 200 Ελλήνων?
Ο τάφος αυτός ανασκάφηκε τελευταία από τον Fauvel . Αλλά δεν βρέθηκε
τίποτα σε αυτούς από όσα περίμεναν, εκτός ολίγων αγγείων, νομισμάτων κλπ.
Μου πρότειναν να αγοράσω την πεδιάδα του Μαραθώνα με 1600 γρόσια.
Αλίμονο! Μήπως μόνο η σκόνη του Μιλτιάδη δεν αξίζει πολύ περισσότερα
αυτού του ποσού?

XC.    
   The flying Mede, his shaftless broken bow;
   The fiery Greek, his red pursuing spear;
   Mountains above, Earth's, Ocean's plain below;
   Death in the front, Destruction in the rear!
   Such was the scene—what now remaineth here?
   What sacred trophy marks the hallowed ground,
   Recording Freedom's smile and Asia's tear?
   The rifled urn, the violated mound,
The dust thy courser's hoof, rude stranger! spurns around.

XC. (90)
Ο Μήδας που φεύγει , το κρατημένο σπασμένο τόξο του,
ο ατρόμητος Έλληνας, το ματωμένο νικηφόρο του ακόντιο,
Βουνά ψηλά, κάτω το απέριττο της Γης, του Ωκεανού,
μπροστά θάνατος, πίσω καταστροφή,
αυτή ήταν η σκηνή - για ότι τώρα παραμένει εδώ!
Ποιο τρόπαιο διακρίνει την ιερή τούτη πεδιάδα,
καταγράφοντας το χαμόγελο της Ελευθερίας και τα δάκρυα της Ασίας?
 η ραβδωτή λάρνακα, ο παραβιασμένος λοφίσκος
η σκόνη της οπλής των αλόγων σου, αγροίκοι ξένοι! Περιφρονείς ολόγυρα.


XCI.
   Yet to the remnants of thy splendour past
   Shall pilgrims, pensive, but unwearied, throng:
   Long shall the voyager, with th' Ionian blast,
   Hail the bright clime of battle and of song;
   Long shall thine annals and immortal tongue
   Fill with thy fame the youth of many a shore:
   Boast of the aged! lesson of the young!
   Which sages venerate and bards adore,
As Pallas and the Muse unveil their awful lore.

XCI. (91)
Και όμως αυτά τα ένδοξα λείψανα των αρχαίων χρόνων θα προσελκύουν
πάντα τους λυπημένους, αλλά ουδέποτε βαριεστημένους περιηγητές. Για πολύ χρόνο
 ακόμη θα επισκέπτεται ο ταξιδιώτης που τον φέρνει η Ιόνια αύρα,
την γη των ηρώων και των ποιητών. Η ιστορία της Ελλάδας
 και η αθάνατη γλώσσα της θα ενθουσιάζουν για πολύ χρόνο ακόμη την νεολαία
 όλου του κόσμου. Ναι, η ιστορία σου, ω Ελλάδα θα είναι καύχημα
 για τους παλιούς  και διδακτικό μάθημα για τους νέους!
Τα άσματα της Παλλάδας και των Μουσών ποτέ δεν θα παύσουν
να εμπνέουν ενθουσιασμό και σεβασμό στους σοφούς και στους ποιητές.

XCII.
   The parted bosom clings to wonted home,
   If aught that's kindred cheer the welcome hearth;
   He that is lonely, hither let him roam,
   And gaze complacent on congenial earth.
   Greece is no lightsome land of social mirth;
   But he whom Sadness sootheth may abide,
   And scarce regret the region of his birth,
   When wandering slow by Delphi's sacred side,
Or gazing o'er the plains where Greek and Persian died.

XCII. (92)
Οι ξενιτεμένοι ποθούν τον γυρισμό στην πατρίδα τους, όταν αγαπητά
πρόσωπα τους περιμένουν στην πατρική στέγη, όπου γυρνώντας μπορεί
να ζήσουν ευτυχισμένα . Αλλά εκείνος που είναι μόνος στον κόσμο,
 ας τον αφήσουν να περιπλανιέται και να χαζεύει ικανοποιημένος σε ευχάριστη γη.
 Η Ελλάδα δεν είναι  κατάλληλος τόπος για κοινωνική ευθυμία,
αλλά αρέσει σε όσους η μελαγχολία παραμείνει ίσως ανακουφισμένη, αυτοί δεν θέλουν
 να στενοχωρηθούν  καθόλου για την απομάκρυνση από το τόπο της γέννησης τους,
όταν περιπλανώνται κοντά στο ιερό τέμενος των Δελφών
 ή βλέποντες τις πεδιάδες όπου πολέμησαν οι  Έλληνες και οι Πέρσες.

XCIII.
   Let such approach this consecrated land,
   And pass in peace along the magic waste:
   But spare its relics—let no busy hand
   Deface the scenes, already how defaced!
   Not for such purpose were these altars placed.
   Revere the remnants nations once revered;
   So may our country's name be undisgraced,
   So mayst thou prosper where thy youth was reared,
By every honest joy of love and life endeared!

XCIII. (93)
Έτσι ας προσεγγίσουν, αυτή την καθαγιασμένη χώρα
και να περάσουν ήρεμα μέσα από τις μαγικές της ερημιές,
αλλά ας προσέχουν τα λείψανα της, τα χέρια τους ας σέβονται
ένα ατυχή τόπο, τον οποίο άλλοι, ήδη πάρα πολύ γύμνωσαν.
Τα καλλιτεχνικά μνημεία της δεν δημιουργήθηκαν για τέτοιο ιερόσυλο σκοπό.
Ας σέβονται τα λείψανα ναών οικοδομηθέντων προς λατρεία από τα αρχαία Έθνη,
έτσι, είθε το όνομα της πατρίδας μας να φθάσει αμόλυντο.
Έτσι, είθε εσύ να προκόβεις όπου η νιότη σου διαμορφώνεται
καθιστώντας αγαπητή κάθε τίμια χαρά του έρωτα και της ζωής!

XCIV.    
   For thee, who thus in too protracted song
   Hath soothed thine idlesse with inglorious lays,
   Soon shall thy voice be lost amid the throng
   Of louder minstrels in these later days:
   To such resign the strife for fading bays—
   Ill may such contest now the spirit move
   Which heeds nor keen reproach nor partial praise,
   Since cold each kinder heart that might approve,
And none are left to please where none are left to love.

XCIV. (94)
Όσο για σένα, ο οποίος πάρα πολύ ίσως, διασκέδασες
 την απραξία σου με άδοξους στίχους, τα άσματα σου θα εξαφανισθούν
 ανάμεσα σε πλήθος φωνακλάδων τροβαδούρων σε αυτές τις πρόσφατες ημέρες.
Παραχώρησε σε αυτούς τις δάφνες που ο χρόνος θα μαράνει.
Εκείνος που κατάντησε απαθής στις αυστηρές επικρίσεις και τα φιλικά
εγκώμια, επειδή πέθαναν προσφιλή του πρόσωπα, θα παραιτηθεί αμέσως
από ένα τέτοιο μάταιο αγώνα. Αφού εάν κάποιος χάσει κάθε τι
που στον κόσμο αυτόν μπορεί να αγαπήσει,
δεν ζητάει πλέον να αρέσει.

XCV.
   Thou too art gone, thou loved and lovely one!
   Whom youth and youth's affections bound to me;
   Who did for me what none beside have done,
   Nor shrank from one albeit unworthy thee.
   What is my being? thou hast ceased to be!
   Nor stayed to welcome here thy wanderer home,
   Who mourns o'er hours which we no more shall see—
   Would they had never been, or were to come!
Would he had ne'er returned to find fresh cause to roam!

XCV. (95)
Και εσύ επίσης και συ δεν υπάρχεις πλέον! συ η τόσο αγαπημένη, η τόσο ελκυστική,
συ την οποίαν η γλυκιά συμπάθεια της νιότης και του έρωτα
μου την έκανε τόσο αγαπητή! συ η οποία έκανες για μένα, εκείνο που κανένας δεν τόλμησε
από τότε να κάνει και που αρνήθηκες να με εγκαταλείψεις, παρ' όλο που ήμουν ανάξιος σου!
Ω, πόσο η τύχη μου είναι φρικτή! Παύοντας να ζεις, δεν υπάρχεις πλέον εκεί για να με υποδεχθείς μετά την επιστροφή μου από τις μακρινές μου οδοιπορίες. Δεν μου μένει πλέον παρά μόνο ο πόθος
 της ευδαιμονίας που έχασα για πάντα. Αχ, γιατί να την γευτώ ή γιατί να μην υπάρχει
και στο μέλλον? Αλίμονο, πρέπει να ξαναγυρίσω στα μέρη αυτά
όπου με περιμένουν νέα βάσανα που με υποχρεώνουν να μένω ακόμη μακριά τους!

XCVI.
   Oh! ever loving, lovely, and beloved!
   How selfish Sorrow ponders on the past,
   And clings to thoughts now better far removed!
   But Time shall tear thy shadow from me last.
   All thou couldst have of mine, stern Death, thou hast:
   The parent, friend, and now the more than friend;
   Ne'er yet for one thine arrows flew so fast,
   And grief with grief continuing still to blend,
Hath snatched the little joy that life had yet to lend.

XCVI. (96)
Ω συ φίλη πάντοτε ποθητή, αξιαγάπητη και πάντοτε αγαπημένη!
Εκείνος που ζει μόνος με την λύπη του, αγαπάει να θυμάται το παρελθόν,
και προσκολλιέται σε σκέψεις που του φαίνονται τόσο πιο ευχάριστες
όσο πιο μακριά είναι από αυτόν. Σκληρέ θάνατε! Μου άρπαξες
τα μόνα που μπορούσες να μου αφαιρέσεις, μητέρα, φίλο
 και τέλος εκείνη με την οποία ένα αίσθημα γλυκύτερο
της απλής φιλίας, μας ένωνε! Σε ποιόν άλλον θνητό
τα βέλη σου ήταν τόσο μοιραία?  Αλλεπάλληλες θλίψεις
 μου δηλητηρίασαν λίγο λίγο κάθε πηγή ευδαιμονίας.

XCVII.
   Then must I plunge again into the crowd,
   And follow all that Peace disdains to seek?
   Where Revel calls, and Laughter, vainly loud,
   False to the heart, distorts the hollow cheek,
   To leave the flagging spirit doubly weak!
   Still o'er the features, which perforce they cheer,
   To feign the pleasure or conceal the pique;
   Smiles form the channel of a future tear,
Or raise the writhing lip with ill-dissembled sneer.

XCVII. (97)
Να πάω λοιπόν να αναμειχθώ πάλι με το πλήθος
και να ζητήσω κάθε τι που απεχθάνεται η γαλήνη της καρδιάς μου?
Να πάω να καθίσω στις συνεστιάσεις της κραιπάλης
όπου θορυβώδες και απατηλό γέλιο παραμορφώνει τα βαθουλωμένα
μάγουλα των συμμετεχόντων και θα λυπήσει ακόμη περισσότερο
την ήδη θλιμμένη ψυχή μου? Μάταια η προσποιητή χαρά μου
υποκρίνεται ευθυμία ή κρύβει απέχθεια, το μειδίαμα δεν κάνει
τίποτα άλλο από το να προετοιμάζει τα έτοιμα να χυθούν δάκρια μου,
αναστέλλοντας τα σουφρωμένα χείλη να δείξουν περιφρόνηση.

XCVIII.    
   What is the worst of woes that wait on age?
   What stamps the wrinkle deeper on the brow?
   To view each loved one blotted from life's page,
   And be alone on earth, as I am now.
   Before the Chastener humbly let me bow,
   O'er hearts divided and o'er hopes destroyed:
   Roll on, vain days! full reckless may ye flow,
   Since Time hath reft whate'er my soul enjoyed,
And with the ills of eld mine earlier years alloyed.

XCVIII. (98)
Ποιο είναι το τρομερότερο κακό που βασανίζει τα γερατειά? Ποια είναι η δυστυχία
που αυλακώνει περισσότερο το θλιμμένο μέτωπο? Δεν είναι η εξάλειψη από το βιβλίο
 της ζωής των πιο αγαπημένων προσώπων? Δεν είναι η στον κόσμο απομόνωση,
όπως η δική μου? Κλείνω ταπεινά το γόνυ ενώπιον του Θεού, του οποίου το χέρι
 έπεσε βαριά επάνω μου, κλέβοντας όλους τους δεσμούς της καρδιάς μου
 και καταστρέφοντας όλες μου τις ελπίδες. Φευγάτε γρήγορα βλαβερές ημέρες,
φευγάτε, αφού κανένας πόθος δεν μου έμεινε πλέον πάνω στη γη,
αφού ο χρόνος στέρησε την ψυχή μου από κάθε θέλγητρο
και έχυσε στην νεότητα μου όλες τις λύπες των γηρατειών.

Με την στροφή 98 του ποιήματος τελειώνει η δεύτερη ωδή. Θα συνεχίσουμε με το
επόμενο 7ο μέρος, την περίληψη της 3ης και 4ης ωδής και θα τελειώσουμε την παρουσίαση
του ποιήματος με τις τελευταίες στροφές της 4ης ωδής.

Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

Το προσκύνημα του Τσάϊλντ Χάρολντ - Μέρος 5ο

CHILDE HAROLD'S PILGRIMAGE

By Lord Byron




CANTO THE SECOND.

    ΑΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ


Από την στροφή 38 του ποιήματος ο ήρωας φθάνει στον βαλκανικό χώρο της Ελλάδας, οπότε και αρχίζει η απόδοση του ποιήματος στα ελληνικά.






XXXVIII.   
   Land of Albania! where Iskander rose;
   Theme of the young, and beacon of the wise,
   And he his namesake, whose oft-baffled foes,
   Shrunk from his deeds of chivalrous emprise:
   Land of Albania! let me bend mine eyes
   On thee, thou rugged nurse of savage men!
   The cross descends, thy minarets arise,
   And the pale crescent sparkles in the glen,
Through many a cypress grove within each city's ken.

XXXVIII.(38)
Ω γη της Αλβανίας, όπου γεννήθηκε ο Σκερδέρβεης του οποίου
η ιστορία είναι αντικείμενο θαυμασμού .για τους νέους και φάρος
διδασκαλίας για τους σοφούς. Εσύ υπήρξες πατρίδα του άλλου
συνονόματου ήρωα (1), ο οποίος πολλές φορές νίκησε τους
εχθρούς του με τα ιπποτικά του ανδραγαθήματα . Αλβανία,
επίτρεψε μου να γνωρίσω τους τραχείς βράχους σου και τα άγρια
τέκνα σου ! Ο σταυρός δεν φαίνεται, αντί αυτού  λάμπουν
οι μιναρέδες σου και η ωχρά ημισέληνος στην  κοιλάδα ανάμεσα
 σε δάση κυπαρισσιών που σκιάζουν τα περίχωρα καθεμίας πόλης.

(1) Ισκενδέρ, είναι τουρκικά το όνομα του Αλεξάνδρου. Δεν ξέρω αν ορθά ονόμασα
τον περίφημο Σκερδέρβεη συμπατριώτη του Μεγάλου Αλεξάνδρου που
γεννήθηκε στην Πέλλα της Μακεδονίας, αλλά ακολούθησα την Γίββωνα
ο οποίος έδωκε το αυτό όνομα στον Πύρρον, ομιλών για τα κατορθώματά του.


XXXIX.
   Childe Harold sailed, and passed the barren spot
   Where sad Penelope o'erlooked the wave;
   And onward viewed the mount, not yet forgot,
   The lover's refuge, and the Lesbian's grave.
   Dark Sappho! could not verse immortal save
   That breast imbued with such immortal fire?
   Could she not live who life eternal gave?
   If life eternal may await the lyre,
That only Heaven to which Earth's children may aspire.

XXXIX. (39)
Ο Τσάϊλντ Χάρολντ είδε κατά τον πλούν του την άγονο νήσο
όπου η Πηνελόπη έβλεπε λυπημένη την θάλασσα (2). Παρακάτω
παρατήρησε το μέχρι σήμερα περίφημο βράχο ο οποίος υπήρξε
το καταφύγιο των απελπισμένων εραστών και ο τάφος της Λεσβίας
μούσας (3). Δυστυχισμένη Σαπφώ ! Δεν μπόρεσε λοιπόν να σώσει
ο θεός της ποίησης την γεμάτη με τέτοια φλόγα καρδιά σου ! Πως άφησε
να χαθεί η ευκαιρία της αθανασίας, εάν αληθεύει ότι την ποιητική
λύρα στέφει αιώνια δόξα η οποία είναι ο μόνος παράδεισος
στον οποίον τα τέκνα της γης μπορούν να ελπίζουν ?

(2) Εννοεί την Ιθάκη, πατρίδα του Οδυσσέα, όπου η Πηνελόπη περίμενε
μετά παραδειγματικής πίστης, τον για 20 χρόνια απουσιάζοντα σύζυγο της.
(3) Η Σαπφώ που ονομάστηκε δέκατη μούσα, λόγω της έξοχου ποίησης της.


XL.
   'Twas on a Grecian autumn's gentle eve,
   Childe Harold hailed Leucadia's cape afar;
   A spot he longed to see, nor cared to leave:
   Oft did he mark the scenes of vanished war,
   Actium, Lepanto, fatal Trafalgar:
   Mark them unmoved, for he would not delight
   (Born beneath some remote inglorious star)
   In themes of bloody fray, or gallant fight,
But loathed the bravo's trade, and laughed at martial wight.

XL. (40)
Ήταν ένα Ελληνικό ήρεμο  φθινοπωρινό δειλινό, όπου ο Τσάϊλντ
Χάρολντ χαιρέτησε από μακριά το ακρωτήρι της Λευκάδας (4),
το οποίο επιθυμούσε να δει και εγκαταλείπει τώρα λυπημένος.
Πολλές φορές είδε τα μέρη όπου έλαβαν χώρα ονομαστές
ναυμαχίες, ήτοι το Άκτιον, την Ναύπακτον και το Τραφαλγάρ (5),
αλλά τα παρατηρούσε αυτά με απάθεια,γιατί γεννήθηκε φαίνεται
 σε αφιλόδοξο αστέρα και δεν αγαπάει τις διηγήσεις των αιματηρών
 μαχών ή των πολεμικών ανδραγαθημάτων και αποστρέφεται το στρατιωτικό
 επάγγελμα το οποίο έβλεπε μετά περιφρονητικού μειδιάματος.

(4) Το ακρωτήριο τούτο ονομάζεται το άλμα του έρωτα, γιατί από εκεί η Σαπφώ έπεσε στην θάλασσα.
(5) Η ναυμαχία της Ναυπάκτου δεν υπήρξε τόσο αιματηρά και με σοβαρές συνέπειες,
όσο η του Άκτιου και η του Τραφάλγαρ. Η ναυμαχία της Ναυπάκτου έγινε στον κορινθιακό
 κόλπο ή και κόλπο των Πατρών καλούμενο. Εδώ έχασε το αριστερό του χέρι ο συγγραφέας
του " Δον Κιχώτη" Θερβάντες.


XLI.
   But when he saw the evening star above
   Leucadia's far-projecting rock of woe,
   And hailed the last resort of fruitless love,
   He felt, or deemed he felt, no common glow:
   And as the stately vessel glided slow
   Beneath the shadow of that ancient mount,
   He watched the billows' melancholy flow,
   And, sunk albeit in thought as he was wont,
More placid seemed his eye, and smooth his pallid front.

XLI. (41)
Αλλά όταν είδε το νυχτερινό αστέρι που έλαμπε πάνω
 από το θλιβερό ακρωτήρι της Λευκάδας, καθώς χαιρέτησε
το τελευταίο αυτό καταφύγιο του δυστυχισμένου έρωτα,
αισθάνθηκε ή νόμισε ότι ένοιωσε ασυνήθιστη συγκίνηση,
και ενώ το πλοίο έπλεε μεγαλόπρεπα στην σκιά που ρίχνει
ο αρχαίος αυτός βράχος αρκετά μέσα στην θάλασσα, τα μάτια
του πρόσεχαν το μελαγχολικό κυματισμό του νερού,
αν και βυθισμένος στις συνηθισμένες του σκέψεις,
φαίνονταν ήρεμος και το μέτωπο του ήταν γαληνεμένο.


XLII.
   Morn dawns; and with it stern Albania's hills,
   Dark Suli's rocks, and Pindus' inland peak,
   Robed half in mist, bedewed with snowy rills,
   Arrayed in many a dun and purple streak,
   Arise; and, as the clouds along them break,
   Disclose the dwelling of the mountaineer;
   Here roams the wolf, the eagle whets his beak,
   Birds, beasts of prey, and wilder men appear,
And gathering storms around convulse the closing year.

XLII. (42)
Η αυγή ξημερώνει, και με αυτή φαίνονται οι άγριοι λόφοι της Αλβανίας,
οι φοβεροί βράχοι του Σουλίου, η ψηλότερη κορυφή της Πίνδου στέφεται
 με νέφη και χιόνια, στην οποία οι πρώτες αχτίνες του ήλιου δίνουν
 ένα ωραίο κοκκινωπό χρώμα. Η πρωϊνή ομίχλη διαλύεται και επιτρέπει
 ελεύθερη την θέα των ορεινών κατοικιών κοντά στους οποίους φωνάζουν
 άγρια οι λύκοι και ο αετός ακονίζει το ράμφος του, τα σαρκοβόρα
 πουλιά, τα άγρια θηρία και από αυτά αγριώτερος ο άνθρωπος βρίσκουν
καταφύγιο στα μέρη αυτά, όπου επίσης συγκεντρώνονται εκείνες
οι τρομερές καταιγίδες οι οποίες εκδηλώνονται τις τελευταίες ώρες του έτους.

XLIII.
   Now Harold felt himself at length alone,
   And bade to Christian tongues a long adieu:
   Now he adventured on a shore unknown,
   Which all admire, but many dread to view:
   His breast was armed 'gainst fate, his wants were few:
   Peril he sought not, but ne'er shrank to meet:
   The scene was savage, but the scene was new;
   This made the ceaseless toil of travel sweet,
Beat back keen winter's blast; and welcomed summer's heat.

XLIII. (43)
Τώρα ο Χάρολντ που έφθασε στους τόπους αυτούς, αισθάνθηκε τον εαυτό
 του πραγματικά μόνο και αποχαιρέτησε για πολύ χρόνο τα χριστιανικά έθνη.
 Ήλθε τώρα ριψοκίνδυνα σε μια άγνωστη χώρα την οποία όλοι οι περιηγητές
 την θαυμάζουν, οι περισσότεροι φοβούνται να επισκεφθούν. Η καρδιά του
 είχε εξοπλισθεί κατά του πεπρωμένου, ουδέποτε αναζητούσε τον κίνδυνο,
αλλά και ουδέποτε οπισθοχωρούσε όταν τον πλησίαζε. Οι τόποι αυτοί
εμφανίζονται αγριωποί, αλλά προσφέρουν νέες παραστάσεις. Η ιδέα
αυτή του μετρίασε την αίσθηση του καλοκαιρινού καύσωνα,
το ψύχος του χειμώνα  και τους συνεχείς κόπους της περιήγησης.

XLIV.
   Here the red cross, for still the cross is here,
   Though sadly scoffed at by the circumcised,
   Forgets that pride to pampered priesthood dear;
   Churchman and votary alike despised.
   Foul Superstition! howsoe'er disguised,
   Idol, saint, virgin, prophet, crescent, cross,
   For whatsoever symbol thou art prized,
   Thou sacerdotal gain, but general loss!
Who from true worship's gold can separate thy dross.

XLIV. (44)
Εδώ ο σταυρός του Χριστού, γιατί ο σταυρός είναι ακόμη εδώ,
αν και δυστυχώς χλευάζεται από την περιτομή, ξεχνάει εκείνη
 την υπερηφάνεια , την τόσο αγαπητή στους φιλόδοξους λειτουργούς της,
γιατί οι κληρικοί και το πλήρωμα τους εξ' ίσου περιφρονούνται.
Μιαρά δεισιδαιμονία! όπως και να μεταμορφωθείς, είτε ως είδωλο,
είτε ως προφήτης, είτε ως ημισέληνος, είτε ως σταυρός, οιανδήποτε
και αν είναι το σύμβολο που προσφέρεις για λατρεία στο κόσμο,
είσαι μόνο μέσο θησαυρισμού για τον ιερέα και ολέθρου για την λοιπή
ανθρωπότητα. Ποιος μπορεί να χωρίσει το κίβδηλο μέταλλο σου
από τον χρυσό της αληθινής λατρείας?


XLV.
   Ambracia's gulf behold, where once was lost
   A world for woman, lovely, harmless thing!
   In yonder rippling bay, their naval host
   Did many a Roman chief and Asian king
   To doubtful conflict, certain slaughter, bring
   Look where the second Caesar's trophies rose,
   Now, like the hands that reared them, withering;
   Imperial anarchs, doubling human woes!
God! was thy globe ordained for such to win and lose?

XLV. (45)
Ιδού φαίνεται ο Αμβρακικός κόλπος όπου κάποτε χάθηκε ένας κόσμος
για μια αξιέραστο και αβλαβή γυναίκα !  Μέσα στον κόλπο αυτό
 που τα νερά πάλλονται ελαφρά από την αύρα, οι Ρωμαίοι στρατηγοί
 και οι βασιλείς της Ασίας(6) πολέμησαν με τις ναυτικές δυνάμεις τους
τις οποίες έφεραν σε μια αμφίβολη νίκη και σε σίγουρη σφαγή. Ιδού το μέρος
 όπου υψώθηκαν τα τρόπαια του δευτέρου Καίσαρα (7) τα οποία σήμερα
βρίσκονται σε συντρίμμια καθώς και τα χέρια που τα ύψωσαν. Ω εστεμμένοι στασιαστές,
 σεις πολλαπλασιάζεται τα δεινά των ανθρώπων ! Μεγάλε Θεέ ! Αυτός ο κόσμος, έργο
 των χεριών σου, προορίζεται λοιπόν να κερδίζεται και να χάνεται από τέτοιους τυράννους?

(6) Λέγεται ότι την προηγούμενη μέρα από την ναυμαχία του Άκτιου που έλαβε χώρα
την 2α Σεπτεμβρίου του έτους 31 π.χ., ο Αντώνιος είχε μαζί του δεκατρείς βασιλείς.
(7) Η Νικόπολη της οποίας τα ερείπια καταλαμβάνουν μεγάλη έκταση, βρίσκεται πολύ κοντά στο Άκτιο, όπου φαίνονται ακόμη μερικά υπολείμματα του τείχους του ιπποδρόμου.


XLVI.
   From the dark barriers of that rugged clime,
   E'en to the centre of Illyria's vales,
   Childe Harold passed o'er many a mount sublime,
   Through lands scarce noticed in historic tales:
   Yet in famed Attica such lovely dales
   Are rarely seen; nor can fair Tempe boast
   A charm they know not; loved Parnassus fails,
   Though classic ground, and consecrated most,
To match some spots that lurk within this lowering coast.


XLVI. (46)
Από τα σκοτεινά εμπόδια σε αυτό το σκληρό κλίμα
μέχρι το κέντρο των Ιλλυρικών κοιλάδων, ο Τσάϊλντ Χάρολντ
 διέτρεξε αρκετά βουνά σε σημεία που δεν αναφέρονται πουθενά
 στην ιστορία. Ακόμη και αυτή η τόσο φημισμένη Αττική σπάνια 
επιδεικνύει τόσο ευχάριστες κοιλάδες, όπως αυτές  ,όπου
 ο περιηγητής βρίσκει όλες τις καλλονές για τις οποίες τα Τέμπη
  καυχώνται. Ακόμη και αυτός ο τόσο ιερός και προσφιλής στους ποιητές
 Παρνασσός μπορεί να εξισωθεί με κάποιες τοποθεσίες
 που κρύβονται πίσω από αυτές τις βραχώδεις ακτές.

XLVII.
   He passed bleak Pindus, Acherusia's lake,
   And left the primal city of the land,
   And onwards did his further journey take
   To greet Albania's chief, whose dread command
   Is lawless law; for with a bloody hand
   He sways a nation, turbulent and bold:
   Yet here and there some daring mountain-band
   Disdain his power, and from their rocky hold
Hurl their defiance far, nor yield, unless to gold.

XLVII. (47)
Πέρασε την χιονοστεφή Πίνδο, διάβηκε την Αχερουσία λίμνη(8)
και λοξοδρομώντας από την πρωτεύουσα της χώρας, εξακολούθησε
το οδοιπορικό του για να χαιρετήσει τον ηγεμόνα της Αλβανίας (9)
του οποίου οι διαταγές είναι σεβαστότερες των νόμων, γιατί
με αιματηρό χέρι διοικεί φιλοτάραχο και τολμηρό έθνος.
Βρίσκονται όμως ακόμη σε μερικά μέρη κάποιες ορεινές
 φυλές οι οποίες περιφρονούν την δύναμη του και από τα βραχώδη
φρούρια τους προκαλούν σε μάχη το στρατό του
 και δεν υπακούν παρά μόνο στον χρυσό (10).

(8) Κατά τον Πουκεβίλλ η λίμνη αυτή είναι σήμερα η λίμνη των Ιωαννίνων,
αλλά ο Πουκεβίλλ δεν είναι πάντοτε ακριβής.
(9) Τον περίφημο Αλή Πασσά των Ιωαννίνων.
(10) 5000 Σουλιώτες, κατέχοντες το φρούριο του Σουλίου και τους παρακείμενους βραχώδεις λόφους, άντεξαν για 18 χρόνια τους 30000 Αλβανούς. Το φρούριο έπεσε με προδοσία.
Κατά την διάρκεια του 18ετους πολέμου οι Σουλιώτες διέπραξαν ανδραγαθήματα
αντάξια των ενδοξοτέρων ημερών της Ελλάδας.

XLVIII.
   Monastic Zitza! from thy shady brow,
   Thou small, but favoured spot of holy ground!
   Where'er we gaze, around, above, below,
   What rainbow tints, what magic charms are found!
   Rock, river, forest, mountain all abound,
   And bluest skies that harmonise the whole:
   Beneath, the distant torrent's rushing sound
   Tells where the volumed cataract doth roll
Between those hanging rocks, that shock yet please the soul.

XLVIII. (48)
Μοναστική Ζίτσα ! (10) Ευτυχισμένο και ιερό άσυλο,
όπου φθάνοντας στην ψηλή και καταχνιασμένη κορυφή σου,
ρίξαμε τα βλέμματα μας πάνω, κάτω, γύρω μας, οποίες χρυσές
 ανταύγειες της ίριδας, οποίες μαγευτικές ομορφιές
εμφανίζονται στα μάτια μας ! Βράχοι, ποτάμια, δάση όλα αφθονούν
 και ο καταγάλανος ουρανός που αρμονικά τα δένει . Κάτω μας,
 ο θορυβώδης ήχος του μακρινού χειμάρρου, μας δείχνει πως τα ορμητικά
νερά του καταρράκτη θα κυλούν ανάμεσα στους απότομους εκείνους
 βράχους που σοκάρουν, αλλά επίσης ευχαριστούν την ψυχή.

(10) Η Μονή και το χωριό της Ζίτσας είναι ένα τέταρτο της ώρας μακριά
από τα Ιωάννινα. Το Μαυροπόταμο ή Καλαμάς (Αχέρωντας) κυλάει στην κοιλάδα.
Λίγο μακρύτερα από την Ζίτσα σχηματίζει ένα ωραίο καταρράκτη. Η τοποθεσία
 της είναι μια από της ωραιότερες της Ελλάδας, αν και τα περίχωρα του Δελβενακίου
και ένα μέρος της Ακαρνανίας μπορούν να της πάρουν τα πρωτεία. Ούτε οι Δελφοί,
ούτε ο Παρνασσός, ούτε το Σούνιο μπορούν να εξισωθούν κατά την ωραιότητα.
Η Ιωνία και η Τρωάς δεν παρουσιάζουν τίποτα το εφάμιλλον. Θα μπορούσαμε
να πούμε το ίδιο και για την Κωνσταντινούπολη, εάν η περίοπτος θέση της δεν  μας έδινε
τόσο διαφορετική άποψη, ώστε θα ήταν αρκετά δύσκολο να την συγκρίνουμε.

XLIX.
   Amidst the grove that crowns yon tufted hill,
   Which, were it not for many a mountain nigh
   Rising in lofty ranks, and loftier still,
   Might well itself be deemed of dignity,
   The convent's white walls glisten fair on high;
   Here dwells the caloyer, nor rude is he,
   Nor niggard of his cheer:  the passer-by
   Is welcome still; nor heedless will he flee
From hence, if he delight kind Nature's sheen to see.

XLIX. (49)
Στο μέσον του άλσους που στεφανώνει τον λόφο
ο οποίος δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένα ψηλό βουνό,
υψώνονται σε ανώτερες βαθμίδες και  στη μεγίστη γαλήνη,
θα μπορούσε από μόνο του να φαίνεται μεγαλοπρεπές, οι άσπροι τοίχοι
 της Μονής που λαμποκοπούν αχνά στα ψηλά.
Εδώ κατοικεί ο γλυκομίλητος και φιλόξενος καλόγερος.
 Εδώ ο διαβάτης είναι πάντα καλοδεχούμενος και αναχωρώντας
 από εκεί δεν μπορεί να μην συγκινηθεί, εάν του αρέσει
να θαυμάζει τις ομορφιές της φύσης.


L.
   Here in the sultriest season let him rest,
   Fresh is the green beneath those aged trees;
   Here winds of gentlest wing will fan his breast,
   From heaven itself he may inhale the breeze:
   The plain is far beneath—oh! let him seize
   Pure pleasure while he can; the scorching ray
   Here pierceth not, impregnate with disease:
   Then let his length the loitering pilgrim lay,
And gaze, untired, the morn, the noon, the eve away.

L. (50)
Εδώ, στην πιο αποπνικτική εποχή ας αναπαυθεί
ξεδιάντροπα στη χλόη κάτω από τα αιωνόβια δέντρα,
ευχάριστες αύρες με ελαφριές φτερούγες θα δροσίζουν το στήθος του
εδώ θα αναπνέει τον καθαρό αέρα του ουρανού,
η πεδιάδα είναι πολύ χαμηλότερα  του - Ω ! Ας τον αφήσουμε
να ρουφήξει όσες μπορεί αγνές ηδονές, οι καυτερές
και αρρωστημένες αχτίνες εδώ δεν μπορεί να τον φθάσουν,
ας έλθει, λοιπόν ο αργοκίνητος προσκυνητής μας και ας
τεντώσει τα κουρασμένα του μέλη θαυμάζοντας με την άνεση του
χαλαρά, να φεύγει το πρωϊνό, το μεσημέρι και το βράδυ.



LI.
   Dusky and huge, enlarging on the sight,
   Nature's volcanic amphitheatre,
   Chimera's alps extend from left to right:
   Beneath, a living valley seems to stir;
   Flocks play, trees wave, streams flow, the mountain fir
   Nodding above; behold black Acheron!
   Once consecrated to the sepulchre.
   Pluto! if this be hell I look upon,
Close shamed Elysium's gates, my shade shall seek for none.

LI. (51)
Σκιερές και πελώριες, αυξανόμενες βλέποντας τες,
οι Άλπεις της Χιμάρας (11) ένα αμφιθεατρικό ηφαίστειο
της φύσης (12), εκτεινόμενο από αριστερά προς τα δεξιά,
ενώ στους πρόποδες φαίνεται να υπάρχει μια κοιλάδα
γεμάτη ζωή, εκεί βλέπει κάποιος κοπάδια να χαλαρώνουν,
δέντρα να κινούνται, ρυάκια να κυλούν και το ορεινό
έλατο να κινεί τα μαύρα κλαδιά του, παρά κάτω ο μαύρος
Αχέροντας ! Ο οποίος κάποτε ήταν αφιερωμένος στον Άδη.
Ω Πλούτωνα, βασιλιά των ζοφερών ακτών του Αχέροντα !
Εάν ο ποταμός το οποίο τώρα βλέπω είναι ο Άδης, κλείσε
τις πύλες των Ηλυσίων σου, η σκιά μου ποτέ δεν θα ζητούσε να τις γνωρίσει.

(11). Δηλαδή τα βουνά της Χιμάρας
(12). Τα βουνά της Χιμάρας φαίνεται ότι ανήκουν σε σύστημα ηφαιστείων.

LII.
   No city's towers pollute the lovely view;
   Unseen is Yanina, though not remote,
   Veiled by the screen of hills:  here men are few,
   Scanty the hamlet, rare the lonely cot;
   But, peering down each precipice, the goat
   Browseth:  and, pensive o'er his scattered flock,
   The little shepherd in his white capote
   Doth lean his boyish form along the rock,
Or in his cave awaits the tempest's short-lived shock.

LIII. (52)
Οι πύργοι καμιάς πόλης δεν μολύνουν αυτή την αγαπητή θέα,
Δεν φαίνονται τα Γιάννενα, παρ' όλο που δεν βρίσκονται μακριά,
αλλά καλύπτονται από πράσινους λόφους. Εδώ σπάνια συναντάμε
 ανθρώπινα ίχνη, επειδή υπάρχουν λίγα μόνο χωριά και μερικές
μοναχικές καλύβες που κρέμονται στο χείλος του κρημνού,
η κατσίκα εκμεταλλεύεται ήσυχα τους απαλούς θάμνους,
ο δε μικρός βοσκός καλυμμένος με την λευκή καπότα του
και ξαπλωμένος στη πλαγιά ενός βράχου, παρατηρεί με σκεπτικό
βλέμμα το περιφερόμενο κοπάδι του, εάν δε ξεσπάσει καταιγίδα
ξεφεύγει την παροδική ορμή της, στεγαζόμενος σε κοντινή σπηλιά.

LIII.
   Oh! where, Dodona, is thine aged grove,
   Prophetic fount, and oracle divine?
   What valley echoed the response of Jove?
   What trace remaineth of the Thunderer's shrine?
   All, all forgotten—and shall man repine
   That his frail bonds to fleeting life are broke?
   Cease, fool! the fate of gods may well be thine:
   Wouldst thou survive the marble or the oak,
When nations, tongues, and worlds must sink beneath the stroke?

LIII. (53)
Ωχ! Δωδώνη, που είναι το ιερό άλσος σου, η προφητική πηγή σου
 και το θείο μαντείο σου? Σε ποια κοιλάδα αντηχούν οι χρησμοί του Δία?
Ποια ίχνη παραμένουν από την λάρνακα του Βροντοποιού? Τα πάντα αλίμονο
λησμονήθηκαν και ο άνθρωπος τολμάει να παραπονεθεί όταν σπάσουν
 οι ασθενικοί δεσμοί που το συνδέουν με την ζωή ! Παύσε ανόητο
πλάσμα, παύσε τις ανώφελες γκρίνιες σου ! Δεν μπορεί η τύχη των θεών
να γίνει και δική σου, ή θέλεις να επιζήσεις του μαρμάρου
και της βελανιδιάς? Δεν γνωρίζεις ότι  Έθνη,  Γλώσσες
και  Κόσμοι υπόκεινται στο δρέπανο του πανδαμάτορα χρόνου?


LIV.
   Epirus' bounds recede, and mountains fail;
   Tired of up-gazing still, the wearied eye
   Reposes gladly on as smooth a vale
   As ever Spring yclad in grassy dye:
   E'en on a plain no humble beauties lie,
   Where some bold river breaks the long expanse,
   And woods along the banks are waving high,
   Whose shadows in the glassy waters dance,
Or with the moonbeam sleep in Midnight's solemn trance.

LIV. (54)
Ήδη αφήνει πίσω του την Ήπειρο και τα βουνά πλέον
δεν φαίνονται. Κουρασμένος όμως να βλέπει προς τα πάνω,
αναπαύει τώρα τα μάτια του στις χαριτωμένες κοιλάδες
στολισμένες με την φρέσκια χλόη και με όλη την ομορφιά
της Άνοιξης. Η ωραιότητα των πεδιάδων έχει και αυτή το
μεγαλείο της, καθώς μεγαλοπρεπής ποταμός ελίσσεται
με τα καθαρά νερά του, τα δε κλαδιά των δέντρων κρέμονται
πάνω από τις όχθες σε θόλους με φύλλα, καθρεπτίζονται
 στο κρυστάλλινο νερό ή φωτίζονται τα μεσάνυχτα από τις αχτίνες της σελήνης.

LV.
   The sun had sunk behind vast Tomerit,
   The Laos wide and fierce came roaring by;
   The shades of wonted night were gathering yet,
   When, down the steep banks winding wearily
   Childe Harold saw, like meteors in the sky,
   The glittering minarets of Tepalen,
   Whose walls o'erlook the stream; and drawing nigh,
   He heard the busy hum of warrior-men
Swelling the breeze that sighed along the lengthening glen.

LV. (55)
Ο ήλιος έδυσε πίσω από τον απέραντο Τόμαρο (13)
η βοή των τρεχούμενων νερών του Αωού (14) ακούγονταν,
το σκοτεινό πέπλο της νύχτας σιγά-σιγά ξαπλώνονταν
στην γη, ο Τσάϊλντ Χάρολντ παρατήρησε, ενώ κατέβαινε
βαριεστημένα και φιδωτά τις απότομες όχθες του ποταμού,
σαν μετέωρα στον ουρανό, τους γυαλιστερούς μιναρέδες στο Τεπελένι
του οποίου τα τείχη αιωρούνται στο ρεύμα και πλησιάζοντας
άκουσε το αδιάκριτο βουητό των πολεμιστών το οποίο
διόγκωνε την αύρα που έρχονταν από την επιμήκη στενή κοιλάδα.

(13). Ο Τόμαρος είναι βουνό της Θεσπρωτίας στην Ήπειρο οπού απαντούσαν και λιοντάρια.
Σ' αυτό βρίσκεται η Δωδώνη και το περίφημο μαντείο της.
(14). Ο ποταμός Αωός ήταν πλημμυρισμένος όταν ο ποιητής τον διέσχιζε. Αμέσως
δε πάνω από το Τεπελένι φαινόνταν τόσο πλατύς, όσο ο Τάμεσης στο Ουεστμίνστερν.
Το καλοκαίρι όμως γίνεται πολύ στενώτερος. Αναμφίβολα είναι ο ωραιότερος ποταμός της Ανατολής και δεν τον φθάνουν σε ωραιότητα ούτε ο Αλφειός, ο Αχέροντας, ο Σκάμανδρος (ο ποταμός λέγεται και Μπιθσιάκουλι βρίσκεται στην Βοιωτία και εκβάλλει στον Ασωπό),
ή ο Καϋστρος (είναι ποταμός της Τουρκίας στην περιοχή της Ιωνίας).

Οι στροφές 56 έως 72 αναφέρονται στην περιήγηση του Τσάϊλντ Χάρολντ
στην περιοχή του Αλή Πασσά και στην υποδοχή του από αυτόν.


LVI.   
   He passed the sacred harem's silent tower,
   And underneath the wide o'erarching gate
   Surveyed the dwelling of this chief of power
   Where all around proclaimed his high estate.
   Amidst no common pomp the despot sate,
   While busy preparation shook the court;
   Slaves, eunuchs, soldiers, guests, and santons wait;
   Within, a palace, and without a fort,
Here men of every clime appear to make resort.

LVI. (56)
Πέρασε κοντά από το σιωπηλό και ιερό πύργο του χαρεμιού
και μπαίνοντας από την πλατιά τοξωτή πύλη, παρατήρησε
το κατάλυμα αυτού του πρώτου στην τάξη, του οποίου
την ισχύ φανερώνουν όλα τα γύρω αντικείμενα.
Μέσα σε εξαιρετική λαμπρότητα ο Δεσπότης χορταίνει,
ενώ εξοντωτικές προετοιμασίες αναστατώνουν την αυλή,
δούλοι, ευνούχοι, στρατιώτες, επισκέπτες και καλόγεροι μωαμεθανοί
περιμένουν, μέσα είναι ένα παλάτι και έξω ένα φρούριο,
εδώ παρουσιάζονται κάθε είδους άνθρωποι για να βρουν λύση.


LVII.
   Richly caparisoned, a ready row
   Of armed horse, and many a warlike store,
   Circled the wide-extending court below;
   Above, strange groups adorned the corridor;
   And ofttimes through the area's echoing door,
   Some high-capped Tartar spurred his steed away;
   The Turk, the Greek, the Albanian, and the Moor,
   Here mingled in their many-hued array,
While the deep war-drum's sound announced the close of day.

LVII. (57)
Πλήθος πολεμιστές πάνω σε άλογα με πλουμιστά επιστρώματα
σχημάτιζαν ίλη ιππικού έτοιμη για πόλεμο.
Στρατιώτες με διαφορετικές στολές φύλαγαν τους διαδρόμους.
Μερικές φορές οι θόλοι αντηχούν από τον πομπώδη καλπασμό
του σιδερόφρακτου Τατάρου που οδηγεί το άλογο τους έξω.
Οι Τούρκοι, οι Έλληνες, οι Αλβανοί και οι Μαύροι
ανακατώνονται σε πολύχρωμες σειρές,
ενώ ο πολεμικός ήχος του τυμπάνου αναγγέλλει το τελείωμα της μέρας.

LVIII.
   The wild Albanian kirtled to his knee,
   With shawl-girt head and ornamented gun,
   And gold-embroidered garments, fair to see:
   The crimson-scarfed men of Macedon;
   The Delhi with his cap of terror on,
   And crooked glaive; the lively, supple Greek;
   And swarthy Nubia's mutilated son;
   The bearded Turk, that rarely deigns to speak,
Master of all around, too potent to be meek,

LVIII. (58)
Ο αγριωπός Αλβανός με την κοντή περισκελίδα του,
το σαρίκι στη κεφαλή του και το διακοσμημένο τουφέκι του,
την χρυσοκεντημένη φορεσιά του μπορείς να τον δεις,
Ο Μακεδόνας από τις κόκκινες επωμίδες του,
Ο Δελής από το τρομερό καπέλο του και το κυρτό του
σπαθί, ο Έλληνας ξεχωρίζει από την ζωηρότητα και την ευκινησία του
ο ευνουχισμένος γιός της Νουβίας διακρίνεται από το μαύρο του χρώμα
και ο μακρυγένης Τούρκος από την υπεροψία του που δείχνει
προς τις άλλες φυλές στις οποίες σπάνια μιλάει και φέρεται
με σκληρότητα συναισθανόμενος την υπεροχή και δύναμη του.


LIX.    
   Are mixed conspicuous:  some recline in groups,
   Scanning the motley scene that varies round;
   There some grave Moslem to devotion stoops,
   And some that smoke, and some that play are found;
   Here the Albanian proudly treads the ground;
   Half-whispering there the Greek is heard to prate;
   Hark! from the mosque the nightly solemn sound,
   The muezzin's call doth shake the minaret,
'There is no god but God!—to prayer—lo! God is great!'

LIX. (59)
Άλλοι είναι ξαπλωμένοι κοντά στα όπλα τους και διασκεδάζουν
βλέποντας όσα συμβαίνουν γύρω τους, άλλοι παίζουν ή καπνίζουν.
Ένας σεβάσμιος Μωαμεθανός πηγαίνει να προσευχηθεί στο τέμενος,
εκεί ένας Αλβανός περπατάει αγέρωχα, ενώ ένας Έλληνας
 σιγοψιθυρίζει ένα τραγούδι. Αλλά άκουσε από το τέμενος, 
μέσα στην ησυχία της νύχτας, το κάλεσμα του μουεζίνη
που δονεί τον μιναρέ " Ένας είναι ο Θεός ! Είναι ώρα προσευχής !
Ο Θεός είναι μεγάλος!"


LX.
   Just at this season Ramazani's fast
   Through the long day its penance did maintain.
   But when the lingering twilight hour was past,
   Revel and feast assumed the rule again:
   Now all was bustle, and the menial train
   Prepared and spread the plenteous board within;
   The vacant gallery now seemed made in vain,
   But from the chambers came the mingling din,
As page and slave anon were passing out and in.

LX. (60)
Ήταν η εποχή της νηστείας του Ραμαζανιού
στη διάρκεια του οποίου η ημέρα αφιερώνεται
στην νηστεία και προσευχή, αλλά όταν η ποθητή ώρα
του ξημερώματος περάσει, όλοι αρχίζουν πάλι τις ευωχίες.
Στο κονάκι τα πάντα βρισκόντουσαν σε κίνηση,
οι δούλοι έφτιαχναν και σερβίριζαν τα φαγητά του γεύματος,
η έρημη γαλαρία φαινόνταν τώρα άδεια, αλλά θόρυβος  έρχονταν
από τα εσωτερικά δωμάτια, επειδή παιδιά και δούλοι
μπαίναν και βγαίναν αδιάκοπα.


LXI.
   Here woman's voice is never heard:  apart
   And scarce permitted, guarded, veiled, to move,
   She yields to one her person and her heart,
   Tamed to her cage, nor feels a wish to rove;
   For, not unhappy in her master's love,
   And joyful in a mother's gentlest cares,
   Blest cares! all other feelings far above!
   Herself more sweetly rears the babe she bears,
Who never quits the breast, no meaner passion shares.

LXI. (61)
Στα μέρη αυτά γυναικεία φωνή ουδέποτε ακούγεται,
γιατί οι γυναίκες κλεισμένες μέσα σε χωριστό διαμέρισμα
απαγορεύεται να βγουν έξω ακάλυπτες και αφρούρητες,
μόνο ο σύζυγος είναι κύριος της ομορφιάς και της καρδιάς της
και δεν επιθυμούν να εξέλθουν. Θεωρεί τον εαυτό της ευτυχή
όταν την αγαπάει ο σύζυγος της και ασχολείται με στοργή
στην ανατροφή των παιδιών της που την θεωρεί την γλυκύτερη της
 απασχόληση. Αυτή θηλάζει τα παιδιά που γεννάει και δεν τα αφήνει
ποτέ μακριά από την αγκαλιά της, που κανένα ταπεινό πάθος δεν ταράσει.



LXII.
   In marble-paved pavilion, where a spring
   Of living water from the centre rose,
   Whose bubbling did a genial freshness fling,
   And soft voluptuous couches breathed repose,
   Ali reclined, a man of war and woes:
   Yet in his lineaments ye cannot trace,
   While Gentleness her milder radiance throws
   Along that aged venerable face,
The deeds that lurk beneath, and stain him with disgrace.

LXII. (62)
Μέσα σε μαρμάρινο περίπτερο
στο μέσον του οποίου αναβλύζει συντριβάνι
που σκορπάει την δροσιά του, ο φιλοπόλεμος
και αιμοχαρής Αλής αναπαύεται σε μαλακό,
 άνετο ανάκλιντρο. Αν και ο ηγεμόνας αυτός
 είναι σκληρόκαρδος, τέτοια όμως πραότητα
φαίνεται στο πρόσωπο του και τόσο σεβάσμια
 η φυσιογνωμία του, ώστε κανείς δεν μπορεί
 να μαντεύσει τα αιμοχαρή σχέδια του.

LXIII.
   It is not that yon hoary lengthening beard
   Ill suits the passions which belong to youth:
   Love conquers age—so Hafiz hath averred,
   So sings the Teian, and he sings in sooth—
   But crimes that scorn the tender voice of ruth,
   Beseeming all men ill, but most the man
   In years, have marked him with a tiger's tooth:
   Blood follows blood, and through their mortal span,
In bloodier acts conclude those who with blood began.

LXIII. (63)
Δεν θέλω με τούτο να πω ότι η κοσμούσα το πρόσωπο του μακριά λευκή
 γενειάδα δεν ταιριάζει με τα πάθη της νιότης του, ο έρωτας υποτάσσει
 στους νόμους του τους γέροντες όσο και τους νέους. Τούτο απέδειξε
ο Χαφίζ (Πέρσης ποιητής) και πολλές φορές επανέλαβε ο Τήιος ( Ανακρέων) ποιητής.
Αλλά τα εγκλήματα που δεν ακούνε τις ικετευτικές φωνές του οίκτου,
τα εγκλήματα που ντροπιάζουν όλους τους ανθρώπους και ιδίως τους μεγαλύτερους,
τα εγκλήματα λέγω, κατέστησαν τον Αλή όμοιο με άγρια τίγρη.
Το αίμα προκαλεί αίμα, και κατά την θανάσιμη διάρκεια του,
στην αιματοβαμμένη πράξη καταλήγουν εκείνοι που άρχισαν με αίμα.



LXIV.    
   Mid many things most new to ear and eye,
   The pilgrim rested here his weary feet,
   And gazed around on Moslem luxury,
   Till quickly wearied with that spacious seat
   Of Wealth and Wantonness, the choice retreat
   Of sated Grandeur from the city's noise:
   And were it humbler, it in sooth were sweet;
   But Peace abhorreth artificial joys,
And Pleasure, leagued with Pomp, the zest of both destroys.

LXIV. (64)
Ο προσκυνητής κουρασμένος αναπαύθηκε εδώ, θαυμάζοντας
 ένα σωρό αντικείμενα τα περισσότερα καινούργια στα αυτιά και τα μάτια του,
και χαζεύοντας τριγύρω την μουσουλμανική πολυτέλεια,
αρκετά γρήγορα, αηδίασε το πομπώδες αυτό θέαμα, το έβλεπε
 με απέχθεια το μέρος αυτό του πλούτου και της ακολασίας,
όπου μπορούσες να αποσυρθείς μακριά από το θόρυβο της πόλης.
Εάν είχαν λιγότερη πολυτέλεια οι τόποι αυτοί θα ομορφαίναν
από τα πραγματικές χαρίσματα της φύσης. Αλλά η γαλήνη της ψυχής
απεχθάνεται τις πλαστές ηδονές, γιατί η ηδονή που νοθεύεται
με επιδεικτική μεγαλοπρέπεια, χάνει όλο της το μεγαλείο.


LXV.    
   Fierce are Albania's children, yet they lack
   Not virtues, were those virtues more mature.
   Where is the foe that ever saw their back?
   Who can so well the toil of war endure?
   Their native fastnesses not more secure
   Than they in doubtful time of troublous need:
   Their wrath how deadly! but their friendship sure,
   When Gratitude or Valour bids them bleed,
Unshaken rushing on where'er their chief may lead.

LXV. (65)
Τα τέκνα της Αλβανίας είναι σκληρόκαρδα, δεν στερούνται
 όμως αρετών, αν και αυτές μετέχουν στην αγριότητα τους.
Ποιος πράγματι εχθρός τους είδε να φεύγουν? Ποιοι στρατιώτες αντέχουν
 περισσότερο τις κακουχίες του πολέμου? Ο βίος τους είναι επίσης λιτός
 σε καιρό ειρήνης και αφθονίας καθώς και σε καιρό ταραχών
 και στέρησης. Είναι εκδικητικοί μέχρι θανάτου, αλλά στην φιλία τους
είναι ειλικρινείς. Πιστοί στην φωνή της ευγνωμοσύνης
 ή της ανδρείας ,πρόθυμα και ατρόμητα ακολουθούν
 τον αρχηγό τους στους μεγαλύτερους κινδύνους.

LXVI.
   Childe Harold saw them in their chieftain's tower,
   Thronging to war in splendour and success;
   And after viewed them, when, within their power,
   Himself awhile the victim of distress;
   That saddening hour when bad men hotlier press:
   But these did shelter him beneath their roof,
   When less barbarians would have cheered him less,
   And fellow-countrymen have stood aloof—
In aught that tries the heart how few withstand the proof!

LXVI. (66)
Ο Τσάϊλντ Χάρολντ τους είδε στο πύργο του αρχηγού τους
έτοιμους να τρέξουν στην μάχη και στην νίκη,
τους είδε επίσης όταν, υπήρξε θύμα ενός περαστικού
ατυχήματος, έπεσε στα χέρια τους. Οι σκληροί γίνονται
γενικά σκληρότεροι προς τους δυστυχείς, αλλά οι Αλβανοί
τον υποδέχθηκαν με φιλοξενία κάτω από την στέγη τους,
ενώ λαοί λιγότερο βάρβαροι θα είχαν ίσως φερθεί λιγότερο γενναία,
 οι δε συμπατριώτες του θα έμεναν μακριά (15). Αλίμονο ! Πόσο λίγοι
διαψεύδουν τις επαγγελίες τους σε τέτοιες δοκιμασίες !

(15) Εδώ ο Μπάϋρον υπαινίσσεται αυτούς που ληστεύουν τους ναυαγούς
 στην Κορνουάλη  (Cornwall είναι κομητεία της Αγγλίας στο πιο νοτιοδυτικό τμήμα της Μεγάλης Βρετανίας ).