Πέμπτη 12 Μαρτίου 2015

Βιργιλίου - "Αινειάδα" συνοπτική απόδοση του έπους, Βιβλία IV, V και VI - Μέρος Τρίτο


ΑΙΝΕΙΑΔΑ

Συνοπτική περιγραφή του έπους
Πρόσωπα του Έπους

Ήρα , θεά με εχθρική συμπεριφορά προς τους Τρώες
Αινείας, Δαρδανός ήρωας, γιός του Άγχιση και της Αφροδίτης
Αφροδίτη, θεά, μητέρα του Αινεία
Ασκάνιος, γιός του Αινεία
Διδώ, βασίλισσα της Καρχηδόνας
Αχάτης, σύντροφος του Αινεία
Πυγμαλίωνας, αδελφός της Διδούς
Συχαία, σύζυγος του Πυγμαλίωνα
Έρωτας, γιός της Αφροδίτης
Λαοκόωντας, ιερέας του Ποσειδώνα
Ζήνωνας, κατάσκοπός Έλληνας, αιχμάλωτος των Τρώων
Έκτορας, γιός του βασιλιά της Τροίας Πριάμου
Πύρρος, γιός του Αχιλλέα
Πολίτης, γιός του Πριάμου
Άγχισης, πατέρας του Αινεία
Χρύσα, σύζυγος του Αινεία
Πολύδωρος, γιός του Πριάμου
Έλενος, μάντης
Άννα, αδελφή της Διδούς
Ιάρβας, βασιλιάς επίδοξος μνηστήρας της Διδούς
Δηφόβη, σιβύλλα ( μάντισσα) της Κύμης.
 


ΒΙΒΛΙΟ IV

Το πάθος της Διδούς για τον Αινεία. Κατά διαταγή του Δία ο Αινείας αναχωρεί. Η Διδώ αυτοκτονεί.

Το πρωϊ μετά το συμπόσιο που παρέθεσαν προς τιμή του Αινεία, η Διδώ εκμυστηρεύεται στην Άννα, την αδελφή της, ότι ο Τρώας πολεμιστής είναι ο μόνος άντρας που γνώρισε μετά το θάνατο του συζύγου της, Συχαίου, ο οποίος θα μπορούσε να την κάνει να σκεφθεί την αθέτηση του όρκου, να παραμείνει πιστή στη μνήμη του, και να μην ξαναπαντρευτεί. Προσπαθόντας να πείσει την βασίλισσα  να δράσει σε αυτά τα νέα, ερωτικά συναισθήματα, η Άννα τονίζει ότι οι νεκροί δεν νοιάζονται για την την ρομαντική ζωή εκείνων που αφήνουν πίσω τους. Συμβουλεύει την Διδώ να ακολουθήσει τον Τρώα, τόσο για την δικιά της ευτυχία, όσο και για την μελλοντική ασφάλεια και ευημερία της Καρχηδόνας, η οποία, λέει η Άννα, θα μπορέσει να ενισχύθει στρατιωτικά από την παρουσία των Τρώων. Η συμβουλή της Άννας ενισχύει το πάθος της Διδούς για τον Αινεία, αλλά, αδύναμη να κάνει κάτι στο πάθος αυτό, η βασίλισσα μαραζώνει ανήμπορη, παραμελώντας τα μεγάλης σημασίας έργα της, στην μισοτελειωμένη νέα πόλη της Καρχηδόνας.

Η σχέση της Διδούς και του Αινεία τραβούν την προσοχή της Ήρας και της Αφροδίτης. Για πολύ διαφορετικούς λόγους – η Ήρα επιθυμεί να καθυστερήσει η άφιξη του Αινεία στην Ιταλία και η Αφροδίτη θέλει να διασφαλίσει την ασφάλεια του – οι δυο θεές συνωμοτούν από κοινού για πραγματοποιηθεί η σεξουαλική ένωση του ζευγαριού. Ενώ, ο Αινείας και η Διδώ βρισκόνταν σε κυνήγι μια μέρα, η Ήρα προκαλεί μια καταρακτώδη καταιγίδα και το ζευγάρι αναζητάει καταφύγιο σε μια σπηλιά, όπου το ζευγάρι ενώνεται σεξουαλικά. Η Διδώ προσπαθει να νομιμοποιήσει την ένωση τους χαρακτηρίζοντας τον, ως ένα γάμο.

Τα νέα της σχέσης τους εξαπλώνονται σε ολόκληρη την Αφρική. Ο βασιλιάς Ιάρβας, ένας από τους αποτυχημένους μνηστήρες της Διδούς,εκτονώνει το θυμό του με μια προσευχή προς τον Δία, ο οποίος στέλνει τον Ερμή, στον Αινεία για να θυμίσει στον ηγέτη των Τρώων ότι παραμελεί το θεόσταλτο καθήκον του να ιδρύσει μια νέα πατρίδα. Ο Αινείας θα πρέπει να αναχωρίσει αμέσως από την Καρχηδόνα. Σοκαρισμένος, θέτει σε εφαρμογή την εντολή του Δία. Ο Αινείας δίνει μυστική εντολή να ετοιμαστούν τα πλοία για αναχώρηση, αποφασίζοντας να αναβάλει την ενημέρωση της Διδούς, για την πρόθεση του να αναχωρήσει από την Καρχηδόνα, μέχρις ότου βρεί την κατάλληλη ευκαιρία.

Η Διδώ όμως ανακαλύπτει το σχέδιο του Αινεία και βίαια τον κατηγορεί ότι έκρυψε τις προθέσεις του από αυτήν και ότι θέλει να την εγκαταλείψει στους εχθρούς της. Ο Αινείας δηλώνει ότι δεν είχε πρόθεση να την παραπλανήση και ότι ποτέ δεν θα την ξεχάσει, αλλά ο ίδιος δεν θεωρεί την Διδώ και τον εαυτό του, ως παντρεμένο και θα πρέπει να εκπληρώσει τα προστάγματα της μοίρας. Η προσπάθεια του να δικαιολογήσει τον εαυτό του, μόνο αυξάνει το θυμό της Διδούς. Όταν βλέπει τις προετοιμασίες για την αναχώρηση να προχωρούν γρήγορα, χάνει την υπερηφάνεια της και στέλνει την Άννα στον Αινεία να τον παρακαλέσει να καθυστερήση τον απόπλουν, μέχρι να καλυτερεύσει ο καιρός, έτσι αφήνοντας τον χρόνο για να συνηθίσει την ιδέα της αναχώρησης του. Η Άννα εκτελεί την επιθυμία της βασίλισσας ,πηγαίνοντας πολλές φορές στον Αινεία και επιστρέφοντας τα νέα στη Διδώ, αλλά ο Αινείας είναι αποφασισμένος να αναχωρίσει για την Ιταλία.

Γεμάτη απόγνωση και στοιχειωμένη από κακούς οιωνούς και εφιάλτες, η Διδώ αποφασίζει μυστικά να αυτοκτονήσει. Ζητάει από την Άννα να προετοιμάσει μια πυρά και να μαζέψει όλα τα πράγματα από το παλάτι που σχετίζονται με τον Αινεία – αυτά τα πράγματα, είπε, θα κάψει σύμφωνα με μαγική τελετουργία που, είτε επαναφέρει αυτόν σε αυτή, είτε να την απελευθερώσει από την αγάπη της για εκείνον. Στην πραγματικότητα, όμως, η πυρά προοριζόνταν για την ίδια, όσο και για τα πράγματα του Αινεία. Ανυποψίαστη η Άννα έκανε ότι την παρακάλεσε η Διδώ, πιστεύοντας ότι η λύπη της βασίλισσας δεν είναι μεγαλύτερη από εκείνη, που υπόφερε για το θάνατο του συζύγου της. Στην κορυφή της νεοαναμμένης πυράς, η Διδώ τοποθέτησε ένα κοφίνι με ρούχα του Αινεία, μια προτομή του και το σπαθί του με το οποίο σκόπευε να αυτοκτονήσει.

Αυτή τη νύχτα η Διδώ άγρυπνη σκέφτεται τα χάλια της. Αφού απόκλεισε τις εναλλακτικές λύσεις, να παντρευτεί έναν από τους πρώην μνηστήρες της ή να ακολουθήσει τους Τρώες, επιβεβαίωσε την απόφαση της να αυτοκτονήσει. Εν τω μεταξύ, ο Αινειας κοιμάται στο σκάφος του και είναι έτοιμος να σαλπάρει την επόμενη μέρα, οπότε τον ξαναεπισκέπτεται ο Ερμής, ο οποίος του φανερώνεται στο όνειρο και τον διατάσει να φύγει, όσο η φυγή είναι ακόμα δυνατή. Για να ενισχύσει την αποφασιστικότητα του Αινεία, ο Ερμής σκόπιμα του μιλάει για την κακία της Διδούς. Οργισμένος, ο Αινείας δίνει εντολή να αναχωρίσουν αμέσως και γρήγορα ο στόλος των Τρώων βρίσκεται μακρυά.

Όταν έρχεται η αυγή, η Διδώ βλέπει το στόλο των Τρώων στη θάλασσα, καταλαμβάνεται από μια ανεξέλεκτη οργή. Στιγμαία σχεδιάζει να καταδιώξει τους Τρώες. Όμως καταλαβαίνει ότι είναι πολύ αργά να ακολουθήσει αυτή την τακτική, τους καταριέται, προσεύχεται για αιώνια εχθρότητα, μεταξύ αυτών και του λαού της, που κάποιο «εκδικητικό πνεύμα» θα διορθώσει το λάθος που έγινε σε αυτήν και πως ο Αινείας  «θα πέσει στη μάχη, προτού την ώρα του και θα κείτεται, άθαφτος πάνω στην άμμο».

Απογοητευμένη τώρα μέχρι θανάτου, η Διδώ στέλνει την γριά θεραπαινίδα του νεκρού συζύγου της να φέρει την Άννα, προσποιούμενη ότι θέλει την βοήθεια της αδελφής της, για να ολοκληρώσει τις ιεροτελεστίες. Μόλις η θεραπαινίδα έφυγε για να εκτελέσει το θελημά της, η Διδώ τοποθετεί την πυρά, ξαπλώνει στο ανάκλιντρο και μαχαιρώνεται με το σπαθί του Αινεία. Η Άννα φθάνει στο ανάστατο νοικοκυριό και αγκαλιάζει την Διδώ στα χέρια της, όπου η βασίλισσα πεθαίνει.

 

ΒΙΒΛΙΟ  V

Ο Αινείας φθάνει στην Σικελία. Νεκρώσιμοι αγώνες σε μνήμη του Αγχίση.

 

Καθώς ο στόλος των Τρώων αφήνει την Καρχηδόνα πίσω του, ο Αινείας βλέπει φλόγες να φωτίζουν την πόλη, και παρ’ όλο που αυτός δεν γνωρίζει ότι η φωτιά, είναι από την νεκρική πυρά της Διδούς, φοβάται για την πρώην ερωμένη του επειδή γνωρίζε, ότι η παράφορη  αγάπη την έκανε απελπισμένη. Λίγο αργότερα,μια τρομακτική καταιγίδα απειλεί τα πλοία και ο Αινείας ακολουθεί τις συμβουλές του καπετάνιου του, Πολύνουρου και κατευθύνεται στην Σικελία, βρίσκοντας καταφύγιο στο Δράπανο. Από εκεί, ένα χρόνο νωρίτερα, οι Τρώες χάραξαν πορεία για την Ιταλία, αλλά τελικά λοξοδρόμησαν για την Καρχηδόνα. Για άλλη μια φορά ο βασιλιάς Άκεστης τους υποδέχτηκε φιλόξενα.

Το επόμενο πρωί, ο Αινείας καλεί τον λαό του και ανακοινώνει ότι πρόκειται να διοργανώσει νεκρικές ιεροτελεστίες στη μνήμη του πατέρα του, Αγχίση ο οποίος πέθανε στην προήγουμενη επίσκεψη τους στο Δράπανο και θάφτηκε εδώ. Επιπλέον ο Αινείας θα πραγματοποιήσει διάφορους αθλητικούς αγώνες προς τιμή του Αγχίση. Στη συνέχεια, κάνει τελετουργικές θυσίες στο τάφο του πατέρα του στην διάρκεια των οποίων εμφανίζεται ένα γιγάντιο φίδι. Η αινιγματική παρουσία του φιδιού φαίνεται ακίνδυνη.

Ακολουθεί μια μακρά περιγραφή των αθλητικών αγώνων: ένας ταραχώδης αγώνας κωπηλασίας, κατά τον οποίο τέσσερα πλοία του στόλου, ανταγωνίζονταν δυναμικά, το ένα το άλλο, ένας αγώνας δρόμου στον οποίο ο Νίσσος πέφτει και χάνει την ευκαιρία για να κερδίσει, αδίστακτα ένας άλλος ανταγωνιστής βάζει τρικλοποδιά για να εξασφαλίσει ότι ο αγαπημένος του φίλος, Ευρύαλος θα κερδίσει, ένας αιματηρός αγώνας για το έπαθλο μεταξύ δυο μυωδών μποξέρ, ο Τρώας Δάριος και Εντέλος, ένας εκπρόσωπος του Ακέστη, και μια επίδειξη δεξιότητας στη τοξοβολία που έκανε αξέχαστη μια βολή τόξου που έριξε ο Αγχίσης και η οποία δυσοίωνα αναφλέγεται και εξαφανίζεται από τα μάτια. Τα αγωνίσματα ακολουθούνται από μια ιππική επίδειξη από νέους άνδρες, μεταξύ τους ο Ασκάνιος, ο οποίος θα γίνει ο προπάτορας των Ρωμαίων.

Στο σημείο αυτό, η χαρούμενη ατμόσφαιρα χαλάει από την Ήρα. Στέλνει την θεά Ίριδα να ξεσηκώσει δυσαρέσκεια μεταξύ των Τρώων γυναικών που έχουν κουραστεί από τα ταξίδια και θα ήθελαν να εγκατασταθούν μόνιμα στο Δρέπανο. Συγκαλυμμένη ως μια από τις γυναίκες, η Ίριδα τις υποκινεί να βάλουν φωτιά στα πλοία των Τρώων. Ευτυχώς, ο Αινείας το πληροφορείται εγκαίρως και συστείνει προσευχές για τον εξευνενισμό του Δία, ο οποίος στέλνει μια νεροποντή που σβύνει τη φωτιά, γλυτώνοντας όλα από την καταστροφή, εκτός από τέσσερα.

Ο Αινείας, αφου διαρωτήθηκε, αν θα έπρεπε να ξεχάσει τον προορισμό του και να τακτοποιηθεί στην Σικελία, αποφάσισε να επιτρέψει στους διαφωνούντες, που θέλουν να παραμείνουν στην Σικελία, να το κάνουν. Ενθαρρύνθηκε, στο σχέδιο αυτό, από τον Ναφτία, ένα ηλικιωμένο Τρώα μεγαλύτερο ακόμα και από τον Αγχίση, ο οποίος φάνηκε στον ύπνο του και τον πληροφόρησε, ότι σύντομα θα συναντηθούν στο κάτω κόσμο, αφ’ ότου ο Αινείας, φθάσει στην Ιταλία. Με την θερμή επιδοκιμασία του Ακέστη, η Σικελική γη ξεχωρίζεται για κατάλυμμα  μεταξύ των Τρώων που επιθυμούν να μείνουν.

Μετά από γιορτές και θυσίες εννιά ημερών, για να τιμήσουν την τοποθεσία της νέας πόλης των Τρώων, ο Αινείας και οι υπόλοιποι σύντροφοι του, έβαλαν πανιά με τα ανακαινισμένα πλοία για την Ιταλία. Όλα φαινόντουσαν να πηγαίνουν καλά, αλλά η Αφροδίτη ενδιαφερομένη, όπως πάντα για την ασφάλειαν του γιού της και των συντρόφων του, ζήτησε από τον Ποσειδώνα να διασφαλίσει ένα σίγουρο ταξίδι για τους Τρώες. Ο Ποσειδώνας, υποσχέθηκε να κάνει ότι του ζήτησε η Αφροδίτη, αλλά της είπε, ότι ένας Τρώας θα πρέπει να θυσιαστεί σε αντάλλαγμα, για την ασφάλεια των υπολοίπων.

Εκείνο το βράδυ, ο Σόμνος( ο ελληνικός ύπνος), ο θεός του ύπνου, προκαλεί στον Παλύνουρο, ο οποίος φυλάει βάρδια στην ναυαρχίδα, νύστα και τον κάνει να πέσει στην θάλασσα – είναι η θυσία που ζήτησε ο Ποσειδώνας- για να ηρεμήσει η θάλασσα. Ο Αινείας, βλέποντας ότι το πλοίο είναι εκτός ελέγχου, πιάνει το τιμόνι, θρηνώντας για την απώλεια του πιστού του  καπετάνιου και βλέπει την στεριά να φαίνεται κοντά.

 

ΒΙΒΛΙΟ   VI

Ο Αινείας με την Σιβύλλα στην Κύμη. Συναντά τον Άγχιση στο κάτω κόσμο.

Λυπημένος από την απώλεια του Πολύνουρου, ο Αινείας οδηγεί το στόλο του στη Κύμη όπου η Δηφόβη, Σιβύλλα (μάντισσα) της Κύμης, οδηγείται από τον Αχάτη στον Αινεία, ενώ αυτός επισκέπτεται ένα ναό, κτισμένο προς τιμή του Απόλλωνα. Αυτή, λέει στον Αινεία, να θυσιάσει 7 νεαρά μοσχάρια και 7 προβατίνες στον Απόλλωνα, και μετά από αυτό θα οδηγήσει τον πρίγκηπα της Τροίας σε ένα σπήλαιο με 100 στόματα, τα οποία ενισχύουν την φωνή της, όταν μεταφέρει τις προφητείες του Απόλλωνα. Ο Αινείας, προσεύχεται στον Απόλλωνα, να βοηθήσει στη προσπάθεια του να βρεί μια νέα πατρίδα για τον λαό του.

Ακολουθώντας το αίτημα του Αινεία προς τον Απόλλωνα, η Δηφόβη, εκπροσωπούσα τώρα τον Απόλλωνα, προβλέπει πολλές δυσκολίες μπροστά, για τους Τρώες στην Ιταλία. Θα αγωνιστούν σε ένα αιματηρό πόλεμο, και η Ήρα θα συνεχίσει να τους πολεμάει. Ο Αινείας, λέει στην Σιβύλλα, ότι είναι συνηθισμένος να βρίσκει δυσκολίες και ήδη, προβλέπει ,ότι πολύ περισσότερες δυσκολίες βρίσκονται μπροστά τους. Θέλοντας να κατέβει στο Κάτω κόσμο, με σκοπό να επισκεφθεί το πνεύμα του πατέρα του, την παρακαλεί να τον βοηθήσει να πάει εκεί.

Η Σιβύλλα, λέει στον Αινεία, ότι θα πρέπει να βρεί και να κόψει ένα χρυσό κλαδί από ένα δέντρο στο γειτονικό δάσος. Το κλαδί θα του επιτρέψει να εισέλθει στον Κάτω κόσμο. Πρώτα, όμως, θα πρέπει να βρεί και να θάψει το σώμα ενός νεκρού συντρόφου. Γυρνώντας στην ακτή, ο Αινείας ανακαλύπτει, ότι ο νεκρός άνδρας τον οποίον η Σιβύλλα ανάφερε, είναι ο τρομπετίστας Μίσενος, ο οποίος πνίγηκε από τον θαλασσινό θεό Τρίτωνα, γιατί τόλμησε να τον ανταγωνιστεί σε ένα διαγωνισμό τρομπέτας.

Ενώ αναζητούσε πευκόδεντρα για να φτιάξει μια κατάλληλη νεκρική πυρά για τον Μίσενο, ο Αινείας βλέπει δίδυμα περιστέρια, τα οποία αυτός, ενστικτωδώς, γνώριζε ότι τα έστειλε η μητέρα του, η Αφροδίτη. Τα περιστέρια τον οδήγησαν στο χρυσό κλαρί και ο Αινείας το αρπάζει και το φέρνει στη σπηλιά της Σιβύλλας. Μετά από αυτό, αυτός και οι σύντροφοί του δίνουν στους πεσόντες συντρόφους τους, τις οφειλόμενες τελετές, αποτέφρωσης και ταφής.

Αφού τελείωσε το καθήκον αυτό, η Δηφόδη οδηγεί τον Αινεία στην είσοδο του Κάτω κόσμου, μια βαθιά σπηλιά στο κατώφλι της οποίας, γίνονται θυσίες στο θεό του σκότους. Ο Αινείας και η Δηφόδη κατεβαίνουν από ένα ζοφερό τμήμα στοιχειωμένο από φοβερά πνεύματα και τέρατα και τελικά φθάνουν στον Αχέροντα, ένα από τους ποταμούς του Κάτω κόσμου. Εδώ, ο Αινείας βλέπει τον Χάροντα, τον αρχαίο βαρκάρη που μεταφέρει τα πνεύματα των πεθαμένων κατά μήκος του ποταμού, και παρατηρεί ότι η όχθη στην οποία στέκονται, ξαφνικά γέμισε από άλλα πνεύματα, όλα ανυπόμονα να διασχίσουν το ποτάμι. Η Σιβύλλα τον πληροφορεί ότι μερικά από αυτά τα πνεύματα περιμένουν και εκατό χρόνια για να διασχίσουν το ποτάμι ή μέχρις ότου τα σώματα τους θαφτούν, πάνω στη γη. Μεταξύ αυτών, ο Αινείας απαρίθμησε τον Πολύνουρο, ο οποίος εκλιπαρεί να του επιτραπεί να περάσει μαζί τους. Η Δηφόβη επιπλήττει τον Πολύνουρο, γιατί θέλει να παραβεί ένα θειϊκό διάταγμα, αλλά τον παρηγορεί επίσης, λέγοντας, ότι γρήγορα, θα φτιαχτεί ένας τάφος γι’αυτόν, και ένα ακρωτήρι  γης θα ονομαστεί προς τιμή του.

Ο Χάροντας είναι στην αρχή απρόθυμος να μεταφέρει τον Αινεία, ένα ζωντανό άνθρωπο, δια μέσου του ποταμού Αχέροντα, αλλά άλλαξε γνώμη όταν η Δηφόβη, επαινόντας τον Αινεία, δείχνει στον βαρκάρη το χρυσό κλαδί. Αποβιβαζόμενοι στην άλλη όχθη, ο Αινείας και η Σιβύλλα βρήκαν τους εαυτούς τους μεταξύ των θρηνούντων ψυχών  των νεκρών βρεφών, ενώ καθώς προχωρούσαν, μεταξύ των πνευμάτων εκείνων που εκτελέστηκαν για εγκλήματα τα οποία δεν διέπραξαν και στην συνέχεια μεταξύ αυτών που αυτοκτόνησαν. Έφθασαν τελικά στο Μέρος του Θρήνου, το σπίτι εκείνων που πέθαναν από έρωτα. Εδώ, ο Αινείας συνάντησε το φάντασμα της  Διδούς. Γνωρίζοντας τώρα ότι η Διδώ αυτοκτόνησε, επειδή την εγκατέλειψε, προσπάθησε να της δικαιολογηθεί, λέγοντας ότι την εγκατέλειψε χωρίς την θέληση του. Χωρίς να τον συγχωρήσει, το φάντασμα της Διδούς αποσύρεται από τον Αινεία και αναζητάει την παρήγορη παρουσία του πνεύματος του συζύγου της Συχαίου, με τον οποίο επανενώθηκε.

Ο Αινείας και η Δηφόβη έρχονται τώρα στην περιοχή που κατοικείται από τα πνεύματα των διασήμων ανδρών στη μάχη, Τρώες και Έλληνες είναι μεταξύ τους. Άνδρες, πρώην σύντροφοι του Αινεία τον χαιρετούν θερμά, αλλά οι πρώην εχθροί του, τον αποφεύγουν φοβισμένοι, μεταξύ των Τρώων, που συνάντησε είναι το πνεύμα του γιού του Πριάμου, Διήφοβου, που παντρέυτηκε την Ελένη μετά το θάνατο του Πάρι, αλλά προδώθηκε από αυτήν και τον πρώην σύζυγο της Μενέλαο, ο οποίος μαζί με τον Οδυσσέα, κατάφερε εναντίον του κρυφές και μοιραίες πληγές τις οποίες ακόμη κατέχει.

Προειδοποιηθής από την Δηφόβη ότι ο χρόνος πέρασε, ο Αινείας προετοιμάζεται να αποχαιρετήσει τον Διηφόβο, ο οποίος περιγράφει τις δυο πιθανές διαδρομές στη διάθεση του Αινεία και της Σιβύλλας. Στα αριστερά βρίσκονται τα Τάρταρα, ένα μέρος αιώνιας τιμωρίας για τους μοχθηρούς, στα δεξιά βρίσκονται τα Ηλύσια, ο προορισμός του Αινεία. Βλέποντας πίσω ο Αινείας, αναλάμπουν τα Τάρταρα, η φυλακή των Τιτάνων, τους οποίους οι θεοί νίκησαν, και από αυτούς που προσπάθησαν να ανταγωνιστούν το Δία. Επίσης τιμωρημένοι στο χώρο των Ταρτάρων είναι θνητοί που έχουν αμαρτήσει αποτροπιαστικά, περιλαμβάνοντας μοιχούς, προδότες και αιμομίκτες ανώμαλους.

Επιτέλους, ο Αινείας και η Δηφόβη έφθασαν στα Ηλύσια, στα οποία εισήλθαν, όταν ο Αινείας τοποθέτησε το χρυσό κλαδί στο κατώφλι της, σαν προσφορά. Τώρα βρέθηκαν στα ευλογημένα άλση, μια περιοχή με όμορφα λιβάδια που κατοικούνται από ευλογημένα πνεύματα, μεταξύ τους ο Αγχίσης. Συνοδευόμενοι από την ψυχή του ποιητή Μουσαίου, βρίσκουν τον Αγχίση βαθιά σε μια καταπράσινη κοιλάδα, μετρώντας  τα πνεύματα των μελλοντικών του, Ρωμαίων απογόνων. Μετά από μια ανταλλαγή φιλοφρονήσεων με τον πατέρα του, ο Αινείας ρώτησε για ένα ποταμό που βλέπει στο βάθος και για τις ψυχές που αιωρούνται  πάνω του «σαν μέλισσες» . Ο Αγχίσης του λέει ότι ο ποταμός ονομάζεται λήθη, ο ποταμός της λησμονιάς και ότι τα πνεύματα που γεμίζουν τον αέρα, πρώτα ζούσαν στη γη μέσα σε ανθρώπινο σώμα, έχοντας χάσει κάθε μνήμη της προηγούμενης τους ύπαρξης, πίνοντας το νερό της λήθης, αυτές οι ψυχές περιμένουν, την σειρά τους, να ξαναγεννηθούν σε νέα σώματα, με νέες ταυτότητες, οι οποίες ήδη, τους έχουν παραχωρηθεί.

Όταν ο Αινείας ρώτησε τον πατέρα του να του εξηγήσει την μετεμψύχωση, ο Αγχίσης περιγράφει μια πομπή ιστορικών προσωπικοτήτων, που θα έχουν υπάρξει ,ήδη γνώριμοι στους αναγνώστες, του Ρωμαίου Βιργιλίου, αλλά οι οποίοι περιγράφονται από την σκοπιά του Αινεία και Αγχίση στα Ηλύσια, ως ανήκοντες στο μέλλον μιας πόλης που θα ιδρυθεί. Μεταξύ των πνεύματων που ο Αγχίσης επισημαίνει είναι ο Σίλβιος, γιός του Αινεία από την Λαβινία και του ιδρυτή μιας γενιάς βασιλέων. Ο Ρωμύλος ιδρυτής της Ρώμης και οι απόγονοι του γιού του Αινεία, του Ασκάνιου, η οικογένεια του Ιουλίου του οποίου η δόξα έφθασε στο απόγειο με τον Αύγουστο «ο γιός του θεοποιημένου». Αυτός ο «θεοποιημένος» θεός, ο Ιούλιος Καίσαρ, είναι επίσης παρών. Η πομπή καταλήγει με μια νότα πένθους, τελευταίος αναγνωρίζεται ο νεαρός Μάρκελλος, ανηψιός και κληρονόμος του Αυγούστου που πέθανε στην ηλικία των δέκα εννέα.

Η πομπή τελειώνει, ο Αγχίσης οδηγεί τον Αινεία και την Δηφόδη στις δυο πύλες του ύπνου, η μια είναι φταγμένη από κέρατο και η άλλη απο ελεφαντόδοτο. Περνώντας την δεύτερη πύλη, ο Αινείας και η Σιβύλλα επιστρέφουν στο κόσμο των ζωντανών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου