Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012

Μουσικής Παιδεία 13 ( Σειρά Άρθρων)

10. ΜΟΡΦΕΣ ΣΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ

Οι ρομαντικές συμφωνίες
Σούμπερτ - Μέντελσον - Σούμαν.
Ποίηση - Λυρισμός - Πάθος


Μετά τον Μπετόβεν, μια καινούργια εποχή άνοιξε για τη μουσική γενικά και, ειδικά, για τη μορφή της συμφωνίας. Οι συνθέτες, αν και ακολουθούν το καθιερωμένο τύπο με τα τέσσερα εναλλασσόμενα μέρη - αλέγκρο, αντάντε, σκέρτσο ή μενουέτο, αλέγκρο - που πηγάζουν καθώς είδαμε από την παλιά "σουίτα" , εκφράζονται πιο ελεύθερα κλείνουν στη μουσική τους αισθήματα και ιδέες και εξομολογούνται τους καημούς και τις λύπες τους, τις χαρές τους και τα πάθη τους. Συνάμα όμως, για να εκφρασθούν πιο ελεύθερα, δημιουργούν μέσα στις συμφωνίες τους όλο και νέες μορφές, οι αναπτύξεις των θεμάτων τους γίνονται όλο και πιο πλούσιες και πιο ποικίλες, προσθέτουν όργανα στην ορχήστρα τους, το όργανο αυτό με "τις εκατό φωνές" - η ορχήστρα _ γίνεται όλο και πιο λαμπερό - είδαμε κιόλας τον Μπετόβεν να χρησιμοποιεί και την ανθρώπινη φωνή στο τέλος της ενάτης του συμφωνίας, πράγμα που θα μιμηθούν και άλλοι μεταγενέστεροι . Ο Μπετόβεν στέκεται ο μεγάλος οδηγός, το τρανταχτό υπόδειγμα που θέλουν να ακολουθήσουν. Και πρώτον απ ' όλους, μετά τον Μπετόβεν , συναντούμε το Φραντς Σούμπερτ.

Μια αγνή μορφή

Στην ιστορία της μουσικής, δεν νομίζω ότι θα βρούμε μια μορφή πιο αγνή, πιο γλυκιά, μια ζωή τόσο απλή που, ωστόσο κρύβει βαθιά τραγικότητα....
Γεννήθηκε σε ένα χωριό κοντά στη Βιέννη, στο Λίχτεντσταλ, την 31 Ιανουαρίου 1797, γιος ενός φτωχού δασκάλου του χωριού, ανάμεσα σε 19 παιδιά που ο φτωχός δάσκαλος έπρεπε να θρέψει. Ζωή φτωχική, όλο στέρηση. Επί τρία χρόνια, μάλιστα, ο Φραντς αναγκάστηκε να βοηθάει στο σχολείο τον πατέρα του.
Ο πατέρας του τού έδωσε τα πρώτα μαθήματα μουσικής, λίγα θεωρητικά, κάποια αρχή βιολιού. Παιδάκι, πέρασε κλεισμένος στο μοναστήρι - σαν το Χάυντν - στην ιερατική σχολή του αυτοκρατορικού παρεκκλησίου στη Βιέννη ( φυλακή τη χαρακτήριζε ο΄ίδιος), μέλος της χορωδίας, πράγμα που του εξασφάλιζε ένα είδος υποτροφίας για τις μουσικές και εγκυκλοπαιδικές σπουδές του. Αλλά, πραγματικά μαθήματα μουσικής σύνθεσης, δεν πήρε ποτέ του. Μέσα του είχε ανάψει η φλόγα της δημιουργίας, έτσι όπως είχε συμβεί με τον Χαυντν, μια ενστικτώδης μουσική ιδιοφυΐα που κανένας φυσικά νόμος δεν μπορεί να εξηγήσει. Κλεισμένος στο μοναστήρι, ο μικρός Φράντς περνούσε όλες του τις ώρες με τη μουσική, παραμελώντας τα γράμματα. Τόσο πολύ έγραφε που σε ηλικία 13 ετών, δεν είχε ποτέ αρκετό  χαρτί μουσικής και ο πατέρας του θύμωνε τόσο, ώστε για να τον αναγκάσει να πάρει  και κανένα "καλό βαθμό"  στα γενικά μαθήματα, του απαγόρευσε να πατήσει στο σπίτι! Αυτή η απαγόρευση βάσταξε σχεδόν δυο χρόνια και μόλις στις 28 Μαΐου του 1812, ο Φραντς συμφιλιώθηκε με τον πατέρα του, δίπλα στο νεοσκαμμένο τάφο της μητέρας του, που εξ 'αιτίας της απαγόρευσης δεν είχε προφτάσει να ξαναείδε ξανά ζωντανή ! Και αυτό άφησε ήδη ένα βαθύ τραύμα στη καρδιά του παιδιού....
Σε αυτή την ηλικία, των 15 ετών, ο Φραντς Σούμπερτ άρχισε τη δουλειά στο σχολείο του χωριού του, χωρίς να παρατάει τη σύνθεση. Πριν κλείσει ακόμη τα  είκοσι χρόνια του, είχε γράψει διακόσια από τα περίφημα τραγούδια του, τέσσερις  λειτουργίες, οκτώ όπερες και έξη συμφωνίες !



Lieder : Am Fenster / An Donau / Liebeslauchen / Auf der Bruck / Fischerweise
Ένας πλούσιος φίλος του, ο βαρόνος Φραντς φον  Σόμπερ τον γλίτωσε από το "δασκαλίκι", δίνοντας του τη δυνατότητα να ζήσει πια σαν ελεύθερος καλλιτέχνης στη Βιέννη και να δοθεί αποκλειστικά στη τέχνη του. Και τότε πια άρχισε μια ζωή "μποέμικη" με τα λίγα χρήματα που κέρδιζε από τις συνθέσεις του. Ο Σούμπερτ δεν κατάλαβε ποτέ τι άξιζαν τα έργα του, οι εκδότες τον ξεγελούσαν με μικρά ποσά χωρίς να ακούσουν ποτέ καμία διαμαρτυρία του και ούτε ενδιαφέρθηκε ποτέ για μια γενική αναγνώριση, επιτυχίες, για δόξες.
Από τις έξη το πρωί έως την μια το μεσημέρι έγραφε. Μετά το μεσημεριανό φαγητό πήγαινε στο καφενείο όπου συναντούσε τους φίλους του. Και το βράδυ μαζευόντουσαν πάλι, είτε στο σπίτι κανενός φίλου, είτε στη μπυραρία. Ήταν ατέλειωτες βραδιές με κουβέντα πάνω στη μουσική, στο χορό, στη ποίηση, ως τις δύο, στις τρεις το πρωί. Αυτές τις βραδιές που ήρωάς τους ήταν κυρίως ο Σούμπερτ, τις λέγανε "Σουμπερτιάδες". Το καλοκαίρι γίνονταν στην εξοχή. Πηγαίνανε όλοι μαζί οι φίλοι, καμία φορά μαζί με κοπέλες , συχνά προσκαλεσμένοι σε καμία φιλική οικογένεια. Ο Σούμπερτ ενθουσιάζεται όταν ήταν τριγυρισμένος  από "νέες" κοπέλες . Τις ερωτεύονταν όλες μαζί, χωρίς καμία ιδιαίτερα. Αυτό του δημιουργούσε μια γλυκιά ατμόσφαιρα, ένα μεθύσι.

Ο έρωτας στη ζωή του Σούμπερτ

Τι ρόλο έπαιξε ο έρωτας στη ζωή του Σούμπερτ, ο αληθινός, ο πραγματικός έρωτας;  Καθώς φαίνεται, κανένα. Λένε πως όταν ήταν δεκαεπτά ετών, ερωτεύτηκε κάποια Τερέζα Γκρόμπ, κόρη δασκάλου που τραγουδούσε αρκετά όμορφα. Αλλά με τα λίγα που κέρδιζε δεν μπορούσε να σκεφθεί για γάμο και η Τερέζα, αφού τον περίμενε τρία χρόνια, παντρεύτηκε με ένα πλούσιο φούρναρη.
 Αργότερα, η μικρότερη κόρη του κόμητα Εστερχάζυ που ήταν μαθήτρια του, του ενέπνευσε ένα αίσθημα, ίσως πιο βαθύ, μα ο Σούμπερτ  δεν άφησε να φανερωθεί ποτέ.
Άλλωστε δεν είχε τίποτα για να αρέσει, εκτός από το πνεύμα του, το κέφι του, και ιδίως την μουσική του μεγαλοφυΐα. Ήταν άσκημος, πολύ κοντός, κοιλαράς, με χοντρό κεφάλι, με μαλλιά σγουρά σαν "νέγρικά", με χοντρά χείλη. Μονάχα τα ζωηρά και διαπεραστικά του μάτια προδίδανε κάτι από την εσωτερική  φλόγα της ψυχής του. Αλλά φορούσε γυαλιά.....
Ο Σούμπερτ έζησε πολύ μακριά από την πραγματικότητα για να νοιώσει τα άγρια εκείνα πάθη που συγκλονίζανε την καρδιά ενός Μπετόβεν. Αυτό που αγαπούσε ήταν το όνειρο, ένα όνειρο τρυφερό κάποτε, αλλά συχνά πονεμένο, ακόμα και τραγικό. Πάρα τις εκρήξεις της ευθυμίας που τον κάνανε τόσο αγαπητό στους φίλους του, ήταν μια ψυχή βασανισμένη.
Είχε το προαίσθημα του πρόωρου τέλους του.
Θεωρούσε τον εαυτό του σαν ένα περαστικό από αυτόν το κόσμο που δεν θα πρόφταινε να προσηλωθεί σε τίποτα, να δημιουργήσει μια οικογένεια. Δεν τον ενδιέφερε τίποτα πέρα από τη μουσική του. Η πιο μεγάλη χαρά της ζωής του ήταν όταν δυο χρόνια πριν το θάνατο του, ο Μπετόβεν αναγνώρισε το έργο του. Ο Μπετόβεν υπήρξε για τον ονειροπόλο Σούμπερτ το ίνδαλμα του, η μεγάλη του αγάπη. Και όταν άρρωστος, φτωχός, έκλεινε τα μάτια του για πάντα, πριν ακόμα συμπληρώσει τα τριάντα δυο χρόνια του - στις 19 Νοεμβρίου 1828 - μέσα στα παραμιλητά του πυρετού του, δεν ζήτησε άλλο, παρά να τον θάψουν δίπλα στον Μπετόβεν. Επιθυμία που εκτελέστηκε....

Οι συμφωνίες του Σούμπερτ

Ο πολύ κόσμος, είναι αλήθεια , ξέρει περισσότερο τον Σούμπερτ από τα τραγούδια του - είχε γράψει 634 ! - παρά από τα άλλα του έργα, δεν υπάρχει όμως φιλόμουσος που να μη ξέρει και να μην αγαπάει την 8η συμφωνία του, την περίφημη "Ημιτελή". Πολλοί νομίζουν πως έμεινε "ημιτελής" επειδή ο Σούμπερτ δεν πρόφθασε να την τελειώσει. Λάθος. Και πρώτα απ΄' όλα, αυτή η συμφωνία δεν είναι η 8η, αλλά η 7η, γραμμένη πολύ νωρίτερα από αυτήν που χαρακτηρίζεται σαν εβδόμη, αλλά ταξινομήθηκε σαν 8η και τελευταία, επειδή παίχτηκε πολύ αργότερα από την πραγματική ογδόη.

Symphony no.7 in E major D.729 (selection)


Symphony no.9(7) in C major The Great D.944 IV. Finalle


Symphony no.8 in B minor "Unfinished" I. 1rst movement

Symphony no.5

Η " ημιτελής" γράφτηκε το 1822, η ταξινομημένη σαν εβδόμη, το 1828, το χρόνο του θανάτου του Σούμπερτ. Και εδώ βρίσκουμε ακόμα μια τραγικότητα στη ζωή του τρυφερού αυτού μουσικού - Δεν άκουσε ποτέ αυτές τις δυο, τις πιο ωραίες του συμφωνίες, είναι αμφίβολο μάλιστα, εάν άκουσε και τις προηγούμενες εκτελεσμένες επίσημα, από μια καλή ορχήστρα! Όταν πέθανε, άφησε σωρό από χειρόγραφες συνθέσεις που φρόντισαν να φυλάξουν οι φίλοι του, και ένας από τους αδελφούς του, ο Φερδινάνδος Σούμπερτ. Αλλά με τα χρόνια ξεχάστηκαν. Άλλοι μουσικοί τις ανακαλύψανε. Ο Σούμαν ανακάλυψε την εβδόμη και την πρωτοεκτέλεσε ο Μέντελσον το 1838 - δέκα χρόνια μετά το θάνατο του δημιουργού της - ενώ η " ημιτελής" μόλις το 1865 βρέθηκε ανάμεσα στα χαρτιά κάποιου φίλου του Σούμπερτ!
Μεγάλος θαυμαστής του Μπετόβεν, ο Σούμπερτ , τον τιτάνα είχε σαν υπόδειγμα και πάνω στα αχνάρια του προσπάθησε να βαδίσει. Σε ηλικία 19 ετών είχε κιόλας γράψει τις 6 πρώτες του συμφωνίες, ακολουθώντας τον κλασσικό τύπο, με φανερές επιδράσεις από τις δυο πρώτες συμφωνίες του Μπετόβεν, αλλά με μια ξεχωριστή βιεννέζικη χάρη, μια νεανική δροσιά, μια ανάλαφρη νεανική μελαγχολία.
Η εβδόμη - στην πραγματικότητα η τελευταία - γραμμένη σε εποχή ωριμότητας, είναι ένα μεγάλο έργο, που αδίστακτα μπορεί να παραβληθεί με τις μεγάλες συμφωνίες του Μπετόβεν, μόνο που στον Σούμπερτ δεν υπάρχει το άγριο πάθος του Τιτάνα, όλα σε αυτόν είναι τραγούδι και τρυφερότητα, αληθινή εκμυστήρευση μιας πονεμένης ψυχής που όμως συγκρατούσε τον πόνο της, ατενίζοντας πάντα τον ουρανό.
Το παράξενο είναι πως σε αυτήν την έβδόμη του Σούμπερτ, το "αντάντε κον  μότο" ( αργό με κίνηση) με το ελεγειακό του θέμα, μοιάζει καταπληκτικά με το δεύτερο μέρος της εβδόμης του Μπετόβεν, χωρίς..... να μοιάζει καθόλου! Είναι κάτι πολύ περίεργο και ανεξήγητο, αλλά όποιος το ακούει, είναι αδύνατο να μη φέρει στο νου του, το παράλληλο μέρος του Μπετόβεν.


Symphony no.9 (7) in C major D.944 II. Andante con moto in A minor


Symphony no.8 in B minor D.759 "Unfinished"
Κι' όσο πια για την κοσμαγάπητη " Ημιτελή, εδώ πια ξεχύνεται, όλος ο ρομαντισμός του Σούμπερτ, όλος ο πόνος της ψυχής του, πέρα από κάθε συγκράτηση και κλασικισμό.


Ο Μέντελσον

Η ιστορία του ρομαντισμού στη Γερμανία συνεχίζεται με τρία μεγάλα ονόματα : Μέντελσον, Σούμαν και Λίστ που γεννήθηκαν στα τρία χρόνια 1809, 1810, 1811. Αργότερα, το 1833 γεννιέται μια άλλη μεγαλοφυΐα, ο Γιοχάννες Μπράμς.
Εδώ μας απασχολεί η συμφωνία και όπως μελετώντας για τον Σούμπερτ μιλήσαμε μόνο για τις συμφωνίες του, ενώ έχει γράψει άπειρα άλλα έργα, έτσι θα δούμε και του Μέντελσον μόνο τις συμφωνίες του, που ξεφεύγουν πια εντελώς από την κλασσική μορφή, ανακατεύοντας στοιχεία εξωμουσικά, περιγραφικά, όπως δείχνουν και οι τίτλοι τους - "Σκωτική Συμφωνία", "Ιταλική", "Συμφωνία της Μεταρρύθμισης" .
Η " Σκωτική" είναι εμπνευσμένη από ένα ταξίδι νεανικό του Μέντελσον στη Σκωτία, με θέματα παρμένα από τις λαϊκές μελωδίες των Σκωτσέζων λαϊκών μουσικών.


Symphony no.3 in A minor op.5 "Scottish" I. Allegro moderato


Symphony no.3 II.part

Η " Ιταλική", το ίδιο εμπνευσμένη από την Ιταλία, με ιταλικές μελωδίες.


Symphony no.4 in A minor    op.90 "Italian"
Η πιο σπουδαία είναι η " Συμφωνία της Μεταρρύθμισης" που έχει μεγαλόπρεπο, θρησκευτικό χαρακτήρα και βασίζεται σε εκκλησιαστικά χορικά, ιδιαίτερα σε ένα χορικό του Λουθήρου " Ένα δυνατό φρούριο είναι ο Θεός μας".

Symphony no.5 in D major op.107 "Reformation"

Υπάρχουν άλλες δυο συμφωνίες του Μέντελσον που όμως δεν παίζονται ποτέ ή πολύ σπάνια.
Ο Φέλιξ Μέντελσον, είναι ίσως ο μόνος μουσικός που γεννήθηκε πλούσιος. Γιος ενός πλούσιου τραπεζίτη του Αμβούργου, δεν γνώρισε ποτέ στέρηση και φτώχεια. Πήρε την πιο επιμελημένη μόρφωση που ανέπτυξε το έμφυτο ταλέντο του. Παιδί-θαύμα και αυτός, εννέα ετών, πρωτοεμφανίστηκε ως πιανίστας σε συναυλία. Στο σπίτι του πατέρα του διηύθυνε μια μικρή προσωπική ορχήστρα. Εξελίχτηκε έτσι σε λαμπρό αρχιμουσικό και για πολλά χρόνια διηύθυνε την περίφημη ορχήστρα του " Γκεβαντχάουζ" της Λειψίας. Εκτός από τις συμφωνίες του έγραψε και πολλά άλλα έργα που θα μας απασχολήσουν αργότερα. Πέθανε και αυτός νέος, 38 ετών.

Ο Ρόμπερτ Σούμαν

Μια φυσιογνωμία εντελώς διαφορετική  και μια ζωή πολυτάραχη με το πιο τραγικό τέλος.
Παιδί ενός βιβλιοπώλη, γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1810 στην πόλη Τσβικάου της Σαξωνίας και από πολύ μικρός επιδόθηκε στο πιάνο. Ο πατέρας του τον ενθάρρυνε και τον βοήθησε στις μουσικές του σπουδές. Αλλά δεν σπούδασε μονάχα μουσική. Στο πανεπιστήμιο της Λειψίας σπούδασε νομικά και φιλοσοφία. Επιδόθηκε στη λογοτεχνία, έγραψε ποιήματα και δράματα, διάβαζε τους μεγάλους ποιητές, λάτρευε το Μπάιρον και μόλις σε ηλικία 20 ετών αποφάσισε να επιδοθεί αποκλειστικά στη μουσική.
Αρχίζει μια σταδιοδρομία πιανίστα και ονειρεύεται πως θα γίνει μεγάλος βιρτουόζος. Σε ένα δυστύχημα σπάει το ένα του δάκτυλο και αναγκάζεται να εγκαταλείψει το πιάνο.
Τότε αφιερώνεται αποκλειστικά στη σύνθεση, γράφοντας στην αρχή έργα μόνο για πιάνο που εκτελεί η γυναίκα του, περίφημη πιανίστα, η Κλάρα Σούμαν, κόρη ενός καθηγητή του πιάνου, του Φριντριχ Βικ, που ο Σούμαν ερωτεύτηκε τρελά και παντρεύτηκε το 1840, παρά την άρνηση του πατέρα της. Ας σημειωθεί εδώ πως η Κλάρα Βικ - Σούμαν είναι και η πρώτη σοβαρή γυναίκα-συνθέτης που αναφέρει η ιστορία.
Ο γάμος του, ο έρωτας του προς τη γυναίκα του, γίνεται νέα πηγή έμπνευσης για τον Ρόμπερτ Σούμαν. Γράφει τραγούδια, έργα για πιάνο, μουσική δωματίου και για πρώτη φορά, το 1841, καταπιάνεται με την ορχήστρα και ανάμεσα σε διάφορα συμφωνικά έργα, γράφει και τέσσερις συμφωνίες.
Όλες του οι συνθέσεις ξεχειλίζουν από ρομαντισμό, φαντασία, ποίηση, ασυγκράτητο πάθος. Πολλά από τα έργα του είναι άνισα, συχνά ξεπερνούν τα όρια μιας μεγαλοφυΐας, ο προσεκτικός μελετητής τους μπορεί να ανακαλύψει, ήδη σε μερικά από τα πρώτα του έργα κάποιες ενδείξεις διανοητικής παράκρουσης. Και να η φρικτή τραγωδία του : Χάνει τα λογικά του.
Μια βραδιά του Φεβρουαρίου του 1854 ξεφεύγει από το σπίτι του, τρέχει και πέφτει στο Ρήνο. Τον σώζουν, αλλά η αρρώστια που κτύπησε τη διανόηση του δεν τον αφήνει πια. Σε μια κλινική, κοντά στην Μπον - στο Έντενιχ - ζει ακόμα δυο χρόνια και πεθαίνει την 26 Ιουλίου 1856.
Στις τέσσερις συμφωνίες του, ο Σούμαν, ακολουθεί τη κλασσική μορφή, αλλά το περιεχόμενο είναι και εδώ μια εσωτερική εξομολόγηση από αισθήματα και ιδέες. Γοητευτική είναι η πρώτη του συμφωνία που ο ίδιος ο Σούμαν επονομάζει ¨Συμφωνία της Άνοιξης", γεμάτη από χαρούμενη διάθεση . 

Symphony no.1 in B flat major op. 38 "Spring"

 Το ίδιο και η δεύτερη που το "αντάντσιο" της είναι ένα ποιητικό τραγούδι.

Symphony no.2 in C major

Η τρίτη είναι η περίφημη " Συμφωνία του Ρήνου" όπου απηχήσεις της εύθυμης ζωής από την περιοχή του μεγάλου ποταμού ανακατεύονται παράξενα με θρησκευτικούς τόνους και όπου, στο τρίτο της μέρος, το " σκέρτσο' ξεσπάει μια ορμητική ευθυμία.


Symphony no.3
Η τέταρτη είναι στην πραγματικότητα η δεύτερη γιατί ο Σούμαν την έγραψε αμέσως μετά την πρώτη, αλλά επειδή, αργότερα, την ξανάγραψε και άλλαξε την ενορχήστρωση, έγινε έτσι η τέταρτη. Είναι ένα έργο με ανεξάντλητο λυρικό πλούτο που δίνει στο Σούμαν μια ξεχωριστή θέση στην ιστορία της συμφωνίας.

Symphony no.4 in D minor op.120

Symphony no.4

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

Ιστορικά στοιχεία για την Κορώνη

O Christian Habicht καθηγητής στο Institute for Advanced Study του Princeton στο βιβλίο του " Ελληνιστική Αθήνα " ( εκδόσεις Οδυσσέας) σελ. 190-199 αναφέρεται στο Χρεμωνίδειο Πόλεμο και παρέχει χρήσιμες και σημαντικές πληροφορίες για την περίοδο αυτή.
" Οι Αθηναίοι τέσσερα έτη μετά την προσπάθεια τους να συνάψουν δεσμούς με το Πύρρο, τον εχθρό του Μακεδόνα Βασιλιά, προσχώρησαν στο πλευρό ισχυρότερων συμμάχων στο πόλεμο εναντίον του βασιλιά Αντιγόνου ο οποίος ήδη από την αρχαιότητα είναι γνωστός ως ΧΡΕΜΩΝΙΔΕΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ. Πήρε το όνομα αυτό επειδή ο Αθηναίος Χρεμωνίδης υπέβαλε αίτηση ( που σώζεται ως σήμερα) για την σύναψη συμμαχίας με την Σπάρτη, η οποία οδήγησε αμέσως στην έναρξη των εχθροπραξιών.
Ενώ είναι σαφές ότι ο Αντίγονος ήταν εκείνος που δέχτηκε την επίθεση, δεν είναι σαφές ποια ήταν η κύρια δύναμη που παρακίνησε τους συμμάχους στον πόλεμο.
Πιθανές είναι μόνο οι τρεις ισχυρές δυνάμεις :
Η Αίγυπτος υπό το βασιλιά Πτολεμαίο Β! τον Φιλάδελφο.
Η Σπάρτη υπό τον βασιλιά Αρέα Α!, ο οποίος μέχρι και το 272 είχε πολεμήσει από κοινού με τον Αντίγονο εναντίον του Πύρρου και τέλος
Η Αθήνα. 
Στο ψήφισμα του Χρεμωνίδη γίνεται σαφές ότι τόσο η Σπάρτη, όσο και η Αθήνα πριν συμμαχήσουν, είχαν ήδη συνάψει  συμμαχίες με τον Πτολεμαίο, γεγονός που θα μπορούσε να παρουσιάσει αυτόν ως μόνο αυτουργό.
Ταυτόχρονα, τονίζεται όμως με ιδιαίτερο τρόπο ότι ο βασιλιάς στην προσπάθειά του να απελευθερώσει τα Ελληνικά Κράτη ( από την Μακεδονία ) ενεργούσε σύμφωνα με τις επιθυμίες της αδελφής και συζύγου του Αρσινόης Β!
Όσον αφορά τα κίνητρα του βασιλικού ζεύγους θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι από την Αίγυπτο παρακολουθούσαν με ανησυχία την ενδυνάμωση της Μακεδονίας, μετά την ήτα του Πύρρου και προπαντός τον εντατικό εξοπλισμό του στόλου.
Στην Δημητριάδα, στην Χαλκίδα, τον Πειραιά και την Κόρινθο, ο Αντίγονος είχε ισχυρές βάσεις και εξαιρετικά λιμάνια. Σε πολυάριθμες πόλεις της Πελοποννήσου κυβερνούσαν τύραννοι υποστηριζόμενοι από τον Αντίγονο.
Η Αθήνα τέλος επεδίωκε εδώ και είκοσι χρόνια να επανακτήσει την απόλυτη κυριότητα στην επικράτεια της , κατά κύριο λόγο στον Πειραιά, αλλά και σε μερικά οχυρά της χώρας.
Συνεπώς, φαίνεται πως οι στόχοι των συμμάχων διαφοροποιούνταν σε βασικά σημεία.
Μόνο με την σημαντική αποδυνάμωση της Μακεδονίας ήταν δυνατόν να επιτευχθούν και αυτός ήταν ο κοινός παρανομαστής που συνέδεσε και συσπείρωσε τους εταίρους.
Η πολιορκία της Ερέτριας από τον Αντίγονο ίσως να υπήρξε , όπως υπόθεσε σε σχετική εργασία ( Knoepfler, BCH 117, 11993, 339-41), η αφορμή για την συμμαχία ανάμεσα σε Αθήνα και τη Σπάρτη.
Η αίτηση του Χρεμωνίδη, η ήδη υπάρχουσα συμμαχία με το Πτολεμαίο να συνοδευτεί από μια νέα συμμαχία με τη Σπάρτη, έγινε αποδεκτή από τον Δήμο το καλοκαίρι του 268 π.χ.
Στο τέλος επισυνάπτεται το κείμενο με το σύμφωνο της συμμαχίας. Ως στόχος της ένωσης δηλώνεται η πρόθεση να επιτευχθεί από κοινού με το βασιλιά Πτολεμαίο, η Ελευθερία όλων των Ελλήνων. 
Ο Μακεδόνας βασιλιάς στιγματίζεται με αυτό το τρόπο ως ΝΕΟΣ ΞΕΡΞΗΣ !!!
Οι εχθροπραξίες άρχισαν ήδη επί αρχοντίας Πειθιδήμου, όπως μας πληροφόρησε ένα ψήφισμα του αττικού Δήμου του Ραμνούντος υπέρ του στρατηγού Επιχάρους που δημοσιεύτηκε το 1967 ( Petrakos AD 22, 1967, 38-52).
Ταυτόχρονα συμπλήρωσε τις πενιχρότατες σημειώσεις μεταγενεστέρων συγγραφέων σχετικά με την πορεία του πολέμου με σημαντικές και επίκαιρες πληροφορίες.
Έτσι πληροφορείται κανείς εκεί ότι τον Μακεδόνα βασιλιά υποστήριζαν πειρατές, ιδίως όμως ότι ο στρατηγός του Πτολεμαίου Πάτροκλος αποβιβάστηκε με στρατεύματα στην Αττική και ότι προφανώς επεδίωκε να προσφέρει στους Αθηναίους αποτελεσματικότερη βοήθεια από ότι υπέθετε κανείς με βάση τις λογοτεχνικές πληροφορίες.
Αυτό ακριβώς προέκυψε όμως σχεδόν ταυτόχρονα από την αρχαιολογική έρευνα στη χερσόνησο της Κορώνης στα ανατολικά της Αττικής.

Σύλλογος Κορώνης - Κοπή πρωτοχρονιάτικης πίτας 2012


Το Σαββάτο 7 Ιανουρίου 2012 και ώρα 12 πρωινή, ο Σύλλογος της Κορώνης έκοψε την πρωτοχρονιάτικη πίτα του παρουσία μελών και φίλων του Συλλόγου.
Ακολούθησε κατανάλωση εδεσμάτων και ανταλλαγή ευχών. Ποτά και φαγητά τα προσέφερε ο Σύλλογος στους παρευρισκομένους συμπολίτες μας. 
Ακολουθούν φωτογραφικά στιγμιότυπα από την εκδήλωση.



Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2012

Η ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΣ ΤΗΣ ΚΟΡΩΝΗΣ ΣΤΟ ΝΟΤΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΑΚΡΟ ΤΟΥ ΚΟΛΠΟΥ ΤΟΥ ΠΟΡΤΟ ΡΑΦΤΗ

Σήμερα ένα μικρό τμήμα της χερσονήσου καταλαμβάνει ο οικισμός της Κορώνης. Ο οικισμός άρχισε να δημιουργείται προοδευτικά από το 1960, με τους ίδιους όρους και κανόνες που ίσχυσαν για την οικοδόμηση σπιτιών σε όλες τις περιοχές του Πόρτο Ράφτη, ενώ διαφοροποιήθηκαν οι όροι από την στιγμή που η χερσόνησος της Κορώνης χαρακτηρίζεται ως αρχαιολογικός χώρος.
Ο οικισμός της Κορώνης που αποτελεί ένα πολύ μικρό τμήμα της χερσονήσου Κορώνης, προϋπήρχε και δεν εγκαταστάθηκε σε αρχαιολογικό χώρο, αλλά αντίθετα ο χώρος της χερσονήσου χαρακτηρίστηκε εκ των υστέρων ως αρχαιολογικός, ενώ ήδη είχε δημιουργηθεί ο οικισμός Κορώνης.
Ο χαρακτηρισμός του χώρου ως αρχαιολογικού στηρίχθηκε στην σχετική γνωμοδότηση της Α! Ειδικής Ολομέλειας του Αρχαιολογικού Συμβουλίου όπως διατυπώθηκε στην 8/25-5-1977 Συνεδρία της και χαρακτηρίστηκε ως αρχαιολογικός χώρος ολόκληρη η χερσόνησος της Κορώνης, όπου σώζεται οχύρωση των χρόνων του Χρεμωνιδείου πολέμου.


Αρχαιολογικά δεδομένα


Η παραπάνω γνωμοδότηση στηρίχτηκε στην αρχαιολογική μελέτη των ερευνητών της Αμερικανικής αρχαιολογικής εταιρίας - E. Vanderpool, J. McCredie, A. Steinberg   
- οι οποίοι προέβησαν σε ανασκαφές στην χερσόνησο της Κορώνης τους πρώτους μήνες του 1959 και αφού μελέτησαν τα ευρήματα, διατύπωσαν σκεπτικό που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για το πρώτο σαφές παράδειγμα ξένης ( πτολεμαικής) στρατιωτικής εγκατάστασης στην Αττική..


Συμπεράσματα από την επιστημονική έρευνα των  E. Vanderpool, J. MacCredie, A. Steinberg  - A ptolemaic Camp on the east Coast of Attica που δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Hesperia-1962 και 1964 .

Οι ανωτέρω αρχαιολόγοι κατέληξαν στα ακόλουθα συμπεράσματα :

" Ο χονδροειδής χαρακτήρας της οχύρωσης,  η πρόχειρη κατασκευή και η προφανής έλλειψη  σχεδίου που εμφανίζεται στα καταλύματα δείχνουν ότι όλες οι κατασκευές στον καταυλισμό δημιουργήθηκαν πολύ βιαστικά. 
Το μέρος καταλήφθηκε μόνο για πολύ λίγο χρόνο όπως αποδεικνύεται  από την ομοιομορφία των αγγείων και άλλων ευρημάτων από όλες τις περιοχές και από την έλλειψη διαδοχικών στρωμάτων ευρημάτων ( lack of successive layers of habitation debris) .
Ο καταυλισμός δεν μπορεί επομένως να χαρακτηρισθεί ως μια τοποθεσία που έχει ένας Δήμος ή ένα μόνιμο φρούριο που οικοδομήθηκε για να προστατεύσει κάποιο στρατηγικό σημείο. Κάτι τέτοιο θα έπρεπε να εμφανίζει ευρήματα από διάφορες χρονικές περιόδους και επίσης καλύτερα σχεδιασμένα  και στερεότερης δομής καταλύματα.
Έχουμε μάλλον να κάνουμε με κάτι το οποίο κατασκευάστηκε βιαστικά για να αντιμετωπίσει μια ειδική ανάγκη και εγκαταλείφθηκε μόλις η ανάγκη αυτή εξέλιπε.
Θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει ότι το μέρος χρησιμοποιήθηκε από απελπισμένους κατοίκους των γύρω περιοχών οι οποίοι το κατασκεύασαν κυνηγημένοι σε στιγμή υψίστου κινδύνου ζωής ή θανάτου.
Κάθε τι όμως δείχνει ότι πρόκειται για καταυλισμό στρατιωτικό που κατασκευάστηκε από στρατό.
Επειδή εμφανώς λείπει μια κατάλληλη πύλη( δίοδος ) από την μεριά της ξηράς ο στρατός δεν θα πρέπει να ήταν Αθηναϊκός και να προστατεύει τα πάτρια εδάφη, αλλά μάλλον αποβατική δύναμη που έφθασε από την θάλασσα και περιμένει την τροφοδοσία της από τα πλοία, ενώ αναμένουν ενδεχόμενα επίθεση από την ξηρά.
Μια περιγραφή ενός Ελληνικού στρατιωτικού καταυλισμού δίδεται από τον Πολύβιο VI, 42 και τα ερείπια της χερσονήσου αποτυπώνουν τέλεια την περιγραφή του.

Ο Πολύβιος αναφέρει " Οι Ρωμαίοι κατά την αντίληψη μου, φαίνεται ότι είχαν τελείως διαφορετική άποψη για την οργάνωση ενός στρατοπέδου.
Οι Έλληνες προκειμένου να στρατοπεδεύσουν κάπου θεωρούσαν πρωταρχικής σημασίας την προσαρμογή του στρατοπέδου στα φυσικά πλεονεκτήματα που εξασφάλιζε το έδαφος, πρώτον γιατί ελαχιστοποιούσε την κατασπατάληση δυνάμεων για την οχύρωση του και δεύτερον επειδή πίστευαν ότι η τεχνητή οχύρωση δεν έχει την ίδια αξία με αυτή που εξασφαλίζει η φυσική.
Όσον αφορά το σχεδιασμό του στρατοπέδου ήταν υποχρεωμένοι να υιοθετήσουν όλες τις μορφές των σχημάτων ώστε να το προσαρμόσουν στην μορφολογία του εδάφους."


Τα νομίσματα που βρέθηκαν δίνουν την απάντηση για τι είδους στρατόπεδο ήταν και πότε κατασκευάστηκε.
Από το σύνολο των 32 νομισμάτων που βρέθηκαν στο καταυλισμό, τα 24 είναι πτολεμαϊκής κοπής, ενώ τα υπόλοιπα είναι 5 των Αθηνών, 2 των Μεγάρων και 1 της Αίγινας.
Λαμβάνοντας υπ' όψη την σπανιότητα των πτολεμαϊκων νομισμάτων στην Αθήνα ( Από τις πολλές χιλιάδες Ελληνικών νομισμάτων  που βρέθηκαν στις ανασκαφές της αρχαίας Αγοράς των Αθηνών μόνο 4 ή 5 είναι πιθανόν πτολεμαϊκα ), το συμπέρασμα είναι  σχεδόν βέβαιο ( inescapable ) ότι ο στρατός αυτός ήταν πτολεμαϊκός.
Με μια εξαίρεση, όλα τα πτολεμαϊκα νομίσματα που βρέθηκαν στον καταυλισμό στη χερσόνησο Κορώνη, ανήκουν σε μια σειρά ( κοπής ) με την υπογραφή του Πτολεμαίου του Β του Φιλαδελφέος ( 285-246 π.χ. ).
Η σειρά αυτή των νομισμάτων φέρει χαρακτηριστικά που οδηγούν στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Πτολεμαίου του Β ! Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, τα νομίσματα που βρέθηκαν στη Κορώνη είναι των ετών 2678/6 ή 265/4 π.χ. ( Σβορώνος, Ptolemies, class Z, Series B, Vol. II pp. 82-88).
Η μόνη εξαίρεση, ένα μοναδικό ασημένιο νόμισμα του Πτολεμαίου Α ! του Σωτήρα (305-285 π.χ.), αλλά τα ενδεικτικά στοιχεία που υπήρχαν στο νόμισμα αυτό υποδηλώνουν ότι βρισκότανε σε κυκλοφορία για περισσότερα χρόνια και έτσι μπορεί να χρησιμοποιείται μαζί με τα υπόλοιπα μεταγενέστερα.
Ένα μικρό μπρούτζινο νόμισμα πιθανόν να ανήκει στο Πτολεμαίο Α ή Β.
Οι ενδείξεις των νομισμάτων τοποθετούν το στρατόπεδο στην εποχή της βασιλείας του Πτολεμαίου Β! και εφ' όσον έχουν ερμηνευτεί σωστά οι ενδείξεις για την κοπή των νομισμάτων που υπολογίζονται όχι πριν το 267/6 π.χ.
Όταν αναφερθούμε στα αγγεία, βρήκαμε ότι μερικά από αυτά είναι είδος που δεν έχει χρησιμοποιηθεί κυρίως στην Αθήνα.
αυτό αληθεύει για τους μεγάλους αποθηκευτικούς αμφορείς, πολλοί από τους οποίους είχαν σφραγιστεί χωρίς να έχει βρεθεί αντίγραφο τους ανάμεσα στους χιλιάδες αμφορείς της Αθηναϊκής Αγοράς, αλλά που όμως βρέθηκε αντίγραφο στην Αίγυπτο.
Τα μικρότερα αγγεία, οι κάλυκες (cups plates and pitchers ) είναι κυρίως του τύπου που χρησιμοποιούνται στην Αθήνα και πιθανόν να δόθηκαν ή να αρπάκτικαν από τα σπίτια γειτονικών περιοχών.
Τα αγγεία ( αμφορείς και μικρότερα κύπελλα) είναι τέτοιου τύπου που σήμερα χρονολογούνται στα τέλη του 4ου και στις αρχές του 3ου αιώνα π.χ.
Από τις ενδείξεις τόσο των νομισμάτων, όσο και των αγγείων, το στρατόπεδο χρονολογείται στο 1ο μισό του 3ου αιώνα π.χ.
Όταν επιχειρήθηκε να προσεγγίσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια τις χρονολογίες, υπήρξε μια μικρή αναντιστοιχεία, τα αγγεία οδηγούσαν σε πρωθύστερη χρονολογία στη 1η ή 2η δεκάδα του 3ου αιώνα, τα νομίσματα όμως έδειχναν μια χρονολογία που συμπίπτει με την βασιλεία του Πτολεμαίου Β!
Η ιστορία της περιόδου μας επιτρέπει να αναλύσουμε αυτή την αναντιστοιχεία στις αρχαιολογικές ημερομηνίες, εφ' όσον ο μόνος χρόνος είναι κατά την διάρκεια του 1ου ήμισυ του τρίτου αιώνα π.χ. όταν οι Πτολεμαικές δυνάμεις ενεργοποιήθηκαν στην Αττική κατά την διάρκεια του Χρεμωνιδίου Πολέμου ( 265-261 π.χ.).
Το στρατόπεδο μας καταλήφθηκε από στρατό των Πτολεμαίων και θα πρέπει να συνδυαστεί με το πόλεμο αυτό.
Τα στοιχεία των αγγείων οδηγούν σε μια ελάχιστα γρηγορότερη χρονολογία ( τέλη 4ου αιώνα ) . Τα αγγεία αυτά είναι γνωστό ότι χρησιμοποιούνταν για μεγαλύτερο διάστημα μέχρι της αρχές του τρίτου αιώνα, δηλαδή βρίσκονται σε χρήση στην Αθήνα του 260 π.χ. Η Κορώνη ήταν αφορμή για μια ακριβέστερη χρονολογική αξιολόγηση των αγγείων της περιόδου.
Στο Χρεμωνίδιο Πόλεμο, ο Πτολεμαίος Β συμμάχησε με τους Αθηναίους και Σπαρτιάτες εναντίον των Μακεδόνων των οποίων ηγούνταν ο Αντίγονος Γονατάς.
Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για τον πόλεμο αυτό και για τις επιχειρήσεις, ειδικά εκείνων της Αττικής.
Ο Πτολεμαίος έστειλε ένα στόλο με αρχηγό τον Πάτροκλο για να βοηθήσει τους Αθηναίους.
Ξεκινώντας από μια βάση στην Κέα, ο Πάτροκλος κατέλαβε και οχύρωσε ένα μικρό νησί κοντά στο Σούνιο, το οποίο αργότερα ονομάστηκε "Νησί του Πατρόκλου" και ερείπια των οχυρώσεων αυτών μπορεί ακόμη να καταγραφούν.
Όσο μπορεί να γνωρίζουμε από βιβλιογραφικές πηγές, αυτό είναι όλο που έγινε και ως μας λέει ο Παυσανίας ( ΙΙΙ, 6, 4-6 ) ο οποίος δίσταζε να αναφέρει τα Αιγυπτιακά στρατεύματα εναντίον των Μακεδόνων, υπέθετε ότι ποτέ δεν πάτησαν το πόδι τους σε περιοχές της Αττικής.
Τώρα είναι φανερό ότι όχι μόνο δεν προσέγγισαν  τις ακτές, αλλά εγκατέστησαν ένα στρατόπεδο σε μια βραχώδη χερσόνησο στο κόλπο του Πόρτο Ράφτη από όπου μπορούσαν να εφοδιάζουν το στόλο τους από τη βάση τους στη Κέα.
Εν συμπεράσματι, οι ανασκαφές στη Κορώνη μας εφοδίασαν με σπουδαίες πληροφορίες για τις επιχειρήσεις στο χρεμωνίδιο πόλεμο.
Αποκάλυψαν σε μας για πρώτη φορά ένα Ελληνιστικό στρατόπεδο με ακρίβεια χρονολογημένο και διατηρημένο σε όλη του την έκταση με τις οχυρώσεις, τις αποθήκες, τους θαλάμους και μας έδωσαν σημεία αναφοράς για την μελέτη χρονολόγησης των αγγείων του τρίτου αιώνα π.χ.

Κοιλάδα : Το έδαφος της κοιλάδας το οποίο τώρα καλλιεργείται ( σήμερα το καταλαμβάνει ο Οικισμός της Κορώνης) δεν περιλαμβάνει στην επιφάνεια του αρχαία τείχη, αν και στην νότια πλευρά του εμφανίζει ίχνη ερειπίων ενός κτίσματος και στις παρυφές του λόφου εμφανίζονται υπολείμματα τείχους παρομοίου με αυτό της ακρόπολις ( στη κορυφή του βουνού).
 Πληροφορηθήκαμε όμως ότι όταν το έδαφος καλλιεργούνταν το 1952 πολλές πέτρες και θραύσματα πήλινων δοχείων ερχόντουσαν στην επιφάνεια του εδάφους.
Στην παραλία σε 2 μέτρα από την ακτή παρατηρείται ένα τείχος σκαλισμένος στα βράχια, διαστάσεων 27 μέτρα μήκος και 0.60 μέτρα πλάτος. Πιθανόν σχημάτιζε μια προκυμαία ".

"Σημείωση : Ενδείξεις για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των Αιγυπτιακών στρατευμάτων στην Αττική κατά την διάρκεια του Χρεμωνιδίου πολέμου παρουσιάζει η κ. Ειρήνη Βαρούχα-Χριστοδουλοπούλου με την εργασία της ( Αρχ. Εφ. 1953-54, σελ. 321-349, Μέρος ΙΙΙ, 1961 ).
Η συγγραφέας αναφέρει ότι ανακαλύψεις πτολεμαικών νομισμάτων έχουν σημειωθεί σε συγκεκριμένες  τοποθεσίες της Αττικής , περιλαμβάνοντας την Κορώνη, το ακρωτήρι Zoster? και την Ηλιούπολη ( επονομαζόμενη παλαιότερα Καρά ) ένα προάστιο νότια της Αθήνας στις πλαγιές του Υμηττού . Τελικά συμπέρανε ότι με μια τέτοια συγκέντρωση νομισμάτων σε διάφορα περιφερειακά σημεία της Αττικής υποδηλώνει την παρουσία πτολεμαικών στρατοπέδων.
Το στρατόπεδο της Ηλιούπολης δείχνει ότι οι δυνάμεις του  Πατρόκλου εγκαταστάθηκαν σε απόσταση μικρότερη των τριών  μιλίων από την Αθήνα".

Επιμέλεια : Κατσούρας Γιώργος
 

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

Μουσικής Παιδεία 12 ( σειρά άρθρων )

9. ΜΟΡΦΕΣ ΣΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
Η Ρομαντική εποχή
Οι Συμφωνίες του Μπετόβεν
Ο μουσικός και ο άνθρωπος

Στις αρχές του 19ου αιώνα, ξημερώνει μια νέα περίοδος, μια νέα εποχή στην ιστορία της μουσικής : η ρομαντική.  Ποια είναι η διαφορά της ρομαντικής από την κλασσική μουσική? Είναι η ελευθερία που παίρνουν οι συνθέτες , η πιο έντονη έκφραση που δίνουν στα έργα τους, με όλο που δεν απαρνιόνται εντελώς τις παλιές μορφές – αν και με τον καιρό δημιουργούν και καινούργιες.
Στους κλασσικούς και τους προκλασικούς συνθέτες, σε ένα Χάυντν, σε ένα Μότσαρτ, δεν θα έρχονταν ποτέ η ιδέα να μιλήσουν στα έργα τους για τον εαυτό τους, να ανοίξουν την ψυχή τους και την καρδία τους, όλα σε αυτούς είναι ισορροπημένα, στοχαστικά, σοβαρά, μετρημένα και αν και στις τελευταίες συμφωνίες του Μότσαρτ διακρίνουμε, ιδίως στα αργά μέρη, την έκφραση κάποιου αισθήματος πιο εσωτερικού, κάποιου πόνου ακόμα, γρήγορα το σύννεφο διαλύεται το μυστικό δάκρυ στεγνώνει πριν καν προβάλει….
Αντίθετα στους ρομαντικούς :  Στα έργα τους μας ανοίγουν την καρδιά τους, μας μιλούν για τις λύπες  και τις χαρές τους, μας εξομολογούνται τις αγάπες τους, μας λένε τις ιδέες τους, τις εντυπώσεις τους από ένα υποβλητικό τοπίο, ξεσπούν τα μυστικά τους πάθη. Η τέχνη γίνεται πιο ανθρώπινη. Αλλά αυτά όλα αναγκάζουν τους συνθέτες να βρουν και μια καινούργια μουσική  γλώσσα, να πλατύνουν π.χ. τη μελωδία, να πλουτίσουν την ορχήστρα του με καινούργια πρωτόφαντα χρώματα.  Πολλοί μένουν ακόμα πιστή στη φόρμα, στη μορφή δηλαδή, της σουίτας, της σονάτας, της συμφωνίας, του κοντσέρτου. Αλλά πόσο ανανεώνουν και πόσο πλουτίζουν αυτές τις ίδιες παλιές μορφές? Δεν έχετε παρά να ακούσετε μια συμφωνία του Χάυντν και αμέσως έπειτα μια συμφωνία του Μπετόβεν για να καταλάβετε την διαφορά.
Και είναι ακριβώς ο Μπετόβεν που εγκαινιάζει αυτή την εποχή του ρομαντισμού που είναι συνάμα που παίρνει τα σκήπτρα της μουσικής η Γερμανία. Ότι είχε γραφτεί ως τότε βρίσκονταν κάτω από την επίδραση της ιταλικής  και της γερμανικής μουσικής – επίδραση που φαίνεται ακόμα και στον Χάυντν και στα πρώτα έργα του Μότσαρτ. Από τα τελευταία έργα του Μότσαρτ και με την εμφάνιση του Μπετόβεν αναπηδάει η νέα τέχνη, ελεύθερη, ζωντανή, ρωμαλέα, που θα απλωθεί και θα ανθίσει στη Γερμανία και στην Αυστρία – στις γερμανόγλωσσες χώρες.

Τα Παιδικά  χρόνια  του  Μπετόβεν


Αλλά, ας δούμε πρώτα, τον άνθρωπο Μπετόβεν που υπήρξε μαρτυράς και ήρωας μαζί, που πόνεσε όσο κανείς θνητός, αλλά που με τη ψυχική του δύναμη ανέβηκε στις πιο ψηλές κορφές της τέχνης, αληθινός τιτάνας – Αν οι τιτάνες της μυθολογίας μας αντιμετώπιζαν τους θεούς, ο Μπετόβεν αντιμετώπισε και νίκησε την μοίρα του.
Γεννήθηκε στη Μπον σε μια άθλια σοφίτα, σε ένα φτωχικό περιβάλλον, την 16 Δεκεμβρίου 1770. Ο πατέρας του Γιόχαν βαν Μπετόβεν ήταν τενόρος στην ορχήστρα του πρίγκιπα της Μπον και ο παππούς του, ο Λουί βαν Μπετόβεν, Φλαμανδός, είχε μεταναστεύσει νεότατος στη Γερμανία, όπου βρήκε αμέσως μια θέση στην ορχήστρα του πρίγκιπα, στην αρχή ως τραγουδιστής, μπάσος, ύστερα ως αρχιμουσικός. Στη θέση αυτή, ο παππούς Μπετόβεν έμεινε ως τον θάνατο του, σαράντα ολόκληρα χρόνια.
Αλλά αυτός ο παππούς Μπετόβεν, παράλληλα με τη μουσική, έκανε και ένα μικρό εμπόριο κρασιού. Και αυτό το «μικρό εμπόριο» υπήρξε μοιραίο. Η γυναίκα του η Μαρία Γιοζέφα – η γιαγιά του Μπετόβεν – από θλίψη ίσως επειδή έχανε όλα της τα παιδιά , δόθηκε στο κρασί. Τόσο που στο τέλος αναγκάστηκαν να την κλείσουν σε ένα μοναστήρι. Το μόνο παιδί που απόμεινε, ο Γιόχαν κληρονόμησε το πάθος της μητέρας του. Ήταν ένας απαίσιος μεθύστακας, ανίκανος για κάθε δουλειά που μόνο χάρις στο πατέρα του, μπόρεσε να έχει αυτή τη μικρή θέση του τενόρου στην πριγκηπική ορχήστρα. Με ένα ελάχιστο μισθό, παντρεύτηκε με τη Μαρία Μαγδαληνή Λάυμ που ήταν χήρα ενός καμαριέρη και κόρη ενός μαγείρου.  Από τα επτά παιδιά που γεννήθηκαν από αυτό το γάμο, τα τέσσερα πέθαναν. Ο πρώτος που επέζησε ήταν ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν – Λούντβιχ το όνομα του παππού του.
Από όλες τις αθλιότητες της παιδικής του ηλικίας, δυο μονάχα φωτεινές μορφές μείνανε στη μνήμη του. Η μορφή του παππού του καλού και ευγενικού γέρου που εκτιμούσαν όλοι και που πέθανε όταν ο Λούντβιχ  ήταν τριών ετών και η μορφή της μητέρας του, της βασανισμένης αυτής γυναίκας που αφού είχε υποστεί τόσα κτυπήματα – είχε χάσει τους γονείς της, είχε χηρέψει σε ηλικία 19 ετών, της είχαν πεθάνει τέσσερα παιδιά – έπρεπε να δουλεύει νύχτα και μέρα για να συντηρεί το σπίτι της, αφού ο άντρας της σκορπούσε το μισθό του στην ταβέρνα και να κρατάει το φτωχό νοικοκυριό της.
Ο Μπετόβεν λάτρευε τη μητέρα του «δεν την είδα ποτέ να γελάσει…» έγραφε.
Κανένα παιδί δε βασανίστηκε τόσο όσο ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν. Όταν ο πατέρας του ανακάλυψε το ταλέντο του, δεν σκέφτηκε παρά πώς να εκμεταλλευτεί αυτό το ταλέντο. Έβαλε το παιδάκι στο πιάνο, του πήρε και ένα βελάκι και ….άρχισε την διδασκαλία που συνοδεύονταν με ξυλιές, με πείνα, με χίλιες βαναυσότητες, όταν ο μικρός δεν έκανε αρκετές προόδους.
Το Μάρτιο του 1778 ο «τενόρος» της αυλής παρουσιάζει τον εξαετή  γιό του σε μια συναυλία.  Ο Μπετόβεν ήταν τότε στην πραγματικότητα οκτώ ετών. Αυτή η απάτη ήταν η αφορμή που ο ίδιος Μπετόβεν, για πολύ καιρό, δεν ήξερε την ηλικία του σωστά. Εκείνη τη χρονιά ο «σπουδαίος» αυτός πατέρας, εμπιστεύτηκε τη  μουσική εκπαίδευση του γιού του σε ένα φίλο του, μεθύστακα σαν και αυτόν, ένα πλανόδιο μουσικό, τον Τομπίας  Φριντριχ Πφάιφφερ. Όταν αργά τη νύχτα, οι δυο φίλοι γυρίζανε μεθυσμένοι από τη ταβέρνα, σηκώνανε το παιδί από τον ύπνο του και το καθίζανε στο πιάνο ως τα ξημερώματα, δέρνοντας το αλύπητα, μόλις σταματούσε……
Μέσα σε αυτή τη κόλαση μεγάλωσε ο Μπετόβεν. Ένα παιδί φοβισμένο, κλεισμένο στον εαυτό του, παραμελημένο. Εκτός από τη μουσική, δεν του δώσανε καμία  άλλη μόρφωση, μονάχα το δημοτικό σχολείο τελείωσε.  Από αυτά τα βασανισμένα παιδικά χρόνια εξηγούνται ορισμένες ιδιότητες του χαρακτήρα του Μπετόβεν – η δυσπιστία του για όλους και για όλα, η απομόνωση του από τον κόσμο, τα ορθογραφικά του λάθη και πολλά άλλα που δημιουργήσανε αργότερα τη φήμη της «παραξενιάς» του. Δεν του απόμενε παρά η μουσική. Αυτή ήταν η μοναδική του φίλη και παρηγοριά, το μοναδικό του καταφύγιο.

Οι δάσκαλοι του Μπετόβεν


Αλλά για να κατακτήσει αυτή την τέχνη που τόσο λάτρευε, για να ικανοποιήσει το πάθος της δημιουργίας που ένοιωθε μέσα του, ο μικρός Λούντβιχ έπρεπε να μορφωθεί και δεν ήταν βέβαια τα «μαθήματα» του πατέρα του και του άλλου του μεθύστακα που θα τον μορφώνανε. Ένας λαμπρός μουσικός και εξ’ ίσου λαμπρός παιδαγωγός, ο Κρίστιαν Γκόττλιμπ Νέφε, παίρνει σε συμπάθεια το μικρό, του δίνει τα μαθήματα που διψάει η ψυχή του, και όχι μονάχα αυτό – τον παρουσιάζει στις αριστοκρατικές οικογένειες της Μπόν, του εξασφαλίζει μια μικρή υποτροφία και τον στέλνει στην Βιέννη για να πάρει μαθήματα από τον Μότσαρτ. Αυτό ήταν το όνειρο του Μπετόβεν: να γνωρίσει το μεγάλο μουσικό και να πάρει από αυτόν μαθήματα. Στις αρχές του 1787, το όνειρο του δεκαοχτάχρονου Μπετόβεν πραγματοποιείται.
Ο Μότσαρτ τον δέχεται με την συνηθισμένη του καλοσύνη. Δεν ενθουσιάζεται από το παίξιμο του στο πιάνο, αλλά μένει κατάπληκτος από τις συνθέσεις του που του δείχνει ο νεαρός μουσικός, γυρίζει στους φίλους του που παρευρίσκονταν σε αυτή την ακρόαση και λέει :  «Προσέξτε αυτόν το μικρό. Μια μέρα όλος ο κόσμος θα μιλήσει για αυτόν!»
Τα μαθήματα αρχίζουν. Αλλά η ευτυχία του Μπετόβεν πολύ λίγο διαρκεί. Έπειτα από λίγες εβδομάδες, μαθαίνει πως η μητέρα του είναι βαριά άρρωστη. Γυρίζει αμέσως στη Μπόν και μόλις την προφταίνει. Η φυματίωση που την είχε προσβάλει από καιρό, οι λύπες, οι κόποι, η τυραννισμένη ζωή, την έχουν τελείως εξαντλήσει. Ο θάνατος της μητέρας του, είναι ένα φοβερό κτύπημα για τον Μπετόβεν. Μονάχα η μουσική του δίνει κάποια παρηγοριά.
Αναγκάζεται να μείνει στην Μπόν. Αλλά τώρα έχει μια θέση στην αυλή ως οργανίστας στην εκκλησία και ως βιολιστής στην ορχήστρα, δίνει μαθήματα πιάνου για να συμπληρώσει το μικρό του εισόδημα, γράφει ήδη και οι συνθέσεις του βρίσκουν αναγνώριση. Έτσι μπορεί να φροντίζει τα δυο μικρότερα αδέλφια του, τον Κάρλ και το Γιόχαν, γιατί ο πατέρας είναι πια εντελώς ανίκανος για κάθε δουλειά, δοσμένος ολότελα στο πάθος του ποτού. Όλα τα αριστοκρατικά σπίτια της Μπον δέχονται το νεαρό μουσικό και μέσα στο καλλιεργημένο εκείνο περιβάλλον, ο Μπετόβεν συμπληρώνει πολλές ελλείψεις της μόρφωσης του.
Είναι 22 ετών, κατά τα τέλη του 1792, όταν με τη βοήθεια των φίλων του, ξαναγυρίζει στη Βιέννη, θέλοντας να πάρει μαθήματα από τον Χάυντν, μια και ο Μότσαρτ είχε πεθάνει. Σκόπευε να γυρίσει στη Μπον, αλλά τα πράγματα ήλθαν εντελώς αλλιώτικα, μαθαίνει ότι ο πατέρας του πέθανε και αποφασίζει να μείνει στη Βιέννη που, εκτός από μερικά μικρά ταξίδια, δεν εγκατέλειψε ποτέ πια. Και αντί να πάρει μαθήματα από τον Χάυντν – που δεν είναι άλλωστε καθόλου καλός δάσκαλος – παίρνει για πολλά χρόνια μαθήματα σύνθεσης από το σπουδαίο δάσκαλο Αντόνιο Σαλιέρι. Μαθήματα, ενώ ήδη έχει παρουσιάσει πολλά έργα που έχουν αποσπάσει το θαυμασμό! Εννέα ολόκληρα χρόνια έμεινε μαθητής του Σαλιέρι! Τόσο άπληστος ήταν για μάθηση. Στο μεταξύ όλα τα σαλόνια της βιεννέζικης αριστοκρατίας δέχονται, τον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, ο ίδιος ο αρχιδούκας Ροδόλφος γίνεται μαθητής του και φίλος του, με τις συναυλίες, τα μαθήματα, τις συνθέσεις του, έχει απαλλαγεί από κάθε χρηματική στενοχώρια. Φέρνει τους δυο αδελφούς στη Βιέννη, τους φροντίζει, τους βρίσκει δουλειά, χωρίς να φαντάζεται με πόση αχαριστία θα πλήρωναν λίγο αργότερα τη στοργή του. Γίνεται για αυτούς ο κηδεμόνας, ο προστάτης.
Ο Μπετόβεν αυτής της εποχής, δεν είναι πια ο δειλός, ο φοβισμένος, ο κλεισμένος στον εαυτό του νεαρούλης της Μπον. Η εκτίμηση και ο σεβασμός που του δείχνουν οι αριστοκρατικοί κύκλοι του αυξάνουν την αυτοπεποίθηση του και γεμάτος περηφάνια δέχεται τους θαυμασμούς από τους ξένους μονάρχες που έχουν φθάσει στη Βιέννη για το συνέδριο του 1814. Είναι ο αρχιδούκας Ροδόλφος που τον παρουσιάζει σε αυτοκράτορες και βασιλιάδες. Σαν ίσος προς ίσους φέρεται ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν. Και βέβαια : είναι ήδη και αυτός ένας βασιλιάς της τέχνης, όπως δεν έφτασε να γίνει κανείς πια.

Η τραγική μοίρα του Μπετόβεν


Αλλά μια κακή, μια τραγική μοίρα παραμονεύει, το μεγάλο μουσικό. Εκεί, επάνω στη μεγάλη του δόξα, ενώ η φαντασία του, η δημιουργική του δύναμη, η άοκνη εργασία του έχουν φθάσει στο ύψιστο σημείο – περί τα εξήντα μεγάλα έργα γνωρίζουν τον θρίαμβο – αρχίζει η δυστυχία. Πρώτα από όλα τυραννιέται από μια φρικτή αγωνία- αισθάνεται πως χάνει την ακοή του. Υπάρχει κάτι πιο τραγικό για ένα μουσικό? Δεν ήταν ακόμα ούτε τριάντα ετών όταν αισθάνθηκε για πρώτη φορά το κακό. «Αλλά θα νικήσω τη μοίρα μου!» γράφει σε ένα φίλο του. « Υπάρχουν όμως στιγμές που είμαι το πιο δυστυχισμένο πλάσμα του Θεού».
Σε αυτή τη δυστυχία προστίθενται κι ‘ άλλες. Οι αδελφοί του τού φέρονται με το χειρότερο τρόπο, ο ένας μάλιστα ο Καρλ, φθάνει ως την απάτη. Έπειτα, όταν ο «καλός» αυτός αδελφός πεθαίνει αφήνει στον Μπετόβεν το γιό του – Καρλ τον λένε και αυτόν – που ο μεγάλος μουσικός υιοθετεί και φροντίζει σαν να ήταν πραγματικό παιδί του. Αλλά και αυτός, ο ανιψιός , μόνο πίκρες ποτίζει το θείο του. Στο μεταξύ, ο Μπετόβεν χάνει τους παλιούς του φίλους, οι καινούργιοι δεν του είναι τόσο αγαπητοί. Η ακοή του όλο και χειροτερεύει. Η υγεία του κλονίζεται. Επί πλέον η φτώχεια χτυπάει την πόρτα του. Το 1818 γράφει : «Κατάντησα στη ζητιανιά σχεδόν. Κι’ όμως είμαι αναγκασμένος να φαίνομαι σαν να μην μου λείπει τίποτα…» . Στιγμές απελπισίας τον κυριεύουν. Στιγμές αποθάρρυνσης. Δεν συνθέτει πια. Οι εχθροί του ισχυρίζονται ότι έχει φθαρεί.
Ξαφνικά, ρίχνεται πάλι στη δουλειά με μια καινούργια δύναμη. Δεν είναι πια ο περήφανος Μπετόβεν που βαδίζει στη κατάκτηση του Σύμπαντος και επιβάλλεται σε όλους με τη δύναμη της μεγαλοφυΐας του. Είναι ένας Μπετόβεν κλεισμένος στον εαυτό του, αποτραβηγμένος από τον κόσμο, πονεμένος, βασανισμένος, αλλά ως τόσο γεμάτος εγκαρτέρηση. Πάνω από τη δυστυχία του χαμογελάει και είναι το χαμόγελο του γεμάτο πείσμα « Θα νικήσω τη μοίρα! Δεν θα μπορέσει να με κάμψει!» λέει. Και από τα τελευταία του έργα ξεπηδάει μια χαρά, υπεράνθρωπή. Αυτός «το πιο δυστυχισμένο πλάσμα του Θεού» υμνεί τη χαρά. Γράφει την περίφημη ενάτη συμφωνία του που στο τελευταίο μέρος της προσθέτει τον «ύμνο της χαράς» του Σίλλερ. Σε αυτή την ενάτη που ο ίδιος δεν άκουσε παρά με την ακοή της ψυχής του !..




Beethoven : Symphony no.9 in D minor, op.125 "choral" Finale


Ένα ταξίδι στα περίχωρα της Βιέννης, για να επισκεφθεί τον άλλα του αδελφό , μέσα στο χειμώνα, τον έριξε άρρωστο στο κρεβάτι με μια πνευμονία. Στις 27 Μαρτίου 1827 , μια μέρα καταιγίδας, μέσα σε αστραπές και βροντές, ο Μπετόβεν κλείνει για πάντα τα μάτια του.
Την ημέρα της κηδείας του, τα σχολεία έκλεισαν, ο στρατός ήταν σε επιφυλακή για να κρατήσει τη τάξη, οχτώ αρχιμουσικοί κρατούσαν το φέρετρο. Τον επικήδειο λόγο που απήγγειλε ένας μεγάλος ηθοποιός του Κρατικού Θεάτρου, ο Ανσυτς, είχε γράψει ένας μεγάλος Γερμανός ποιητής, ο Φραντς Γκριλπάρτσερ. Και ανάμεσα στους συγκινημένους ακροατές βρίσκονταν και ένας μουσικός που λίγο πριν από το θάνατο του, ο Μπετόβεν είχε αναγνωρίσει πως μέσα του έκρυβε τη «θειική σπίθα» : Ο Σούμπερτ.

Η αισθηματική ζωή του Μπετόβεν


Αν σε όλους τους κοινούς ανθρώπους, η ζωή, η μοίρα, δίνει την παρηγοριά μιας αγάπης, ενός έρωτα, έστω και φευγαλέου, στον τιτάνα, η μοίρα φέρθηκε αδυσώπητη. Μάταια ο Μπετόβεν αναζήτησε την ιδανική γυναίκα, όπως την είχε πλάσει στη φαντασία του, τη γυναίκα που θα γινόντανε σύντροφος της ζωής του, πιστή και αφοσιωμένη. Αγαπάει, νεότατος ακόμα, στη Μπον, την μαθήτρια του Ελεονόρα φον Μπρόουνιγκ, δεν τολμάει να της εκμυστηρευτεί τον ερωτά του, η Ελεονόρα παντρεύεται με άλλον.
Μερικές από τις ωραίες κοπέλες που συχνάζουν στο σπίτι των Μπρόουνιγκ φαίνεται πως τον συγκινούν, μα είναι ακόμα τόσο δειλός!  Το 1821, στη Βιέννη, ο Μπετόβεν ερωτεύεται παράφορα την Τζουλιέττα Τζουιγκάρντι, μια κοπέλα φιλάρεσκη και εγωίστρια που έπαιξε με το αίσθημα του Μπετόβεν και πλήγωσε  την μεγάλη του ψυχή. Και αυτή παντρεύτηκε με ένα άλλο, με ένα ασήμαντο άνθρωπο. Ήταν τέτοια η απελπισία του Μπετόβεν που, για μια στιγμή σκέφτηκε να αυτοκτονήσει. Αργότερα, την άνοιξη του 1806 ο Μπετόβεν αισθάνεται «πως μπορεί ακόμα να βρει την ευτυχία…». Ερωτεύεται την Τερέζα φον Μπρούνσβικ και την αρραβωνιάζεται. Στα έργα του αυτής της εποχής αντανακλάει η ευτυχία του. Όμως ούτε αυτή η ένωση έγινε. Και είναι μυστήριο γιατί και εδώ ο Μπετόβεν στάθηκε άτυχος. Ένας κύκλος από τραγούδια του φέρνει το τίτλο «Στη μακρινή αγαπημένη»  και μοιάζει σαν ένα ερωτικό γράμμα. Αλλά κανένας δεν έμαθε ποτέ ποια ήταν αυτή η «μακρινή αγαπημένη» στην οποία αφιέρωσε τόσες αξέχαστες μελωδίες που γοήτευαν και καταγοητεύουν όσους τις ακούσουν…….


Beethoven : An die Ferne Geliebte op.98


Οι συμφωνίες του Μπετόβεν


Η ζωή του Μπετόβεν είναι αλληλένδετη με το έργο του, σε όλες τις συνθέσεις του αντικαθρεπτίζονται οι χαρές και οι πόνοι του, οι λαχτάρες και οι αγωνίες του, όλος ο εσωτερικός του κόσμος όπως θα δούμε και στα προσεχή άρθρα.
Τώρα ας δούμε τις συμφωνίες του : Στη πρώτη ακολουθεί την κλασσική μορφή, με φανερή επίδραση του Μότσαρτ, αν και ήδη στο μενουέτο διακρίνει κανένας μια περισσότερη εκφραστικότητα. Η πρώτη αυτή συμφωνία είχε μεγάλη επιτυχία.




Beethoven : Symphony no.1


 Στη δεύτερη βρίσκουμε κι ‘ όλας  πολύ περισσότερα από την προσωπικότητα του Μπετόβεν, ρομαντικές αντιθέσεις, πλουτισμό της ορχήστρας, βαθύτερη γενικά, πιο εσωτερική έκφραση.



Beethoven : Symphony no. 2 - Otto Klepperer
Η τρίτη συμφωνία είναι η περίφημη «ηρωική’, όπου ο Μπετόβεν σπάει κάθε δεσμό με τη κλασσική παράδοση και κάνει ένα μεγάλο βήμα προς την τελειότητα. Το έργο φέρνει το τίτλο – γραμμένο ιταλικά  «Ηρωική συμφωνία συνθεμένη προς τιμή της μνήμης ενός μεγάλου άντρα». Αρχικά όμως ο τίτλος ήταν «Βοναπάρτης» και ήταν αφιερωμένη στον Ναπολέοντα. Όταν όμως ο Μπετόβεν έμαθε πως ο Βοναπάρτης στέφθηκε αυτοκράτορας, ξέσκισε την αφιέρωση με το όνομα «Βοναπάρτης» λέγοντας «Δεν είναι και αυτός παρά ένας συνηθισμένος άνθρωπος! Τώρα θα καταπατήσει όλα τα δικαιώματα των ανθρώπων και δεν θα κοιτάξει παρά την φιλοδοξία του. Θα γίνει ένας τύραννος!».
Δεν πρέπει πάντως, σε αυτή την «Ηρωική συμφωνία» να νομίσετε πως περιγράφει ο Μπετόβεν την ζωή ενός ορισμένου ήρωα. Ήρωας εδώ είναι ο ίδιος ο Μπετόβεν, είναι ο κάθε άνθρωπος που αγωνίζεται και νικάει.



Beethoven : Symphony no.3

Η τετάρτη συμφωνία αντιφεγγίζει μια ευτυχισμένη περίοδο του Μπετόβεν, τότε που ήταν αρραβωνιασμένος με την Τερέζα. Είναι όλη πλημμυρισμένη από φως, γαλήνη, χαρά. Το αντάτσιο είναι ένα ποιητικό τραγούδι, είναι ίσως το πιο ωραίο αργό μέρος που έχει γράψει ο Μπετόβεν. Το φινάλε, το τελικό μέρος είναι ένα χαρούμενο παιχνίδι, αληθινά συναρπαστικό.



Beethoven : Symphony no.4

Στην πέμπτη συμφωνία τελειώνει κάθε χαρά. Είναι η συμφωνία "του πεπρωμένου" που αρχίζει με τέσσερις νότες που μοιάζουν σαν κτυπήματα. "Έτσι κτυπάει το πεπρωμένο στη πόρτα" λένε πως είπε ο Μπετόβεν και γι' αυτό έμεινε ο τίτλος. Απ' αυτές τις τέσσερις νότες ξεπηδάει ένας ολόκληρος κόσμος που γεμίζει όλο το πρώτο μέρος. Έχει τέτοια ενότητα, τέτοια συνέπεια και τέτοιο αυθορμητισμό, που δεν φαντάζεται κανείς πως ο Μπετόβεν εργάστηκε τρία χρόνια γι' αυτή την συμφωνία. Άρχισε το 1804, την τελείωσε το 1807 και την πρωτόπαιξε υπό την διεύθυνση του την 22 Δεκεμβρίου1808.



Beethoven : Symphony no.5
Η έκτη συμφωνία είναι η "ποιμενική", εμπνευσμένη από τη φύση που τόσο αγαπούσε ο Μπετόβεν. Με όλο που ο ίδιος γράφει ότι " είναι περισσότερο έκφραση συναισθημάτων, παρά ζωγραφική", μας δίνει ωστόσο, έντονες εικόνες που η απλότητα και η ποίηση τους γοητεύουν . Στο πρώτο μέρος, αντί του συνηθισμένου ορισμού "αλλέγκρο", ο Μπετόβεν γράφει "Χαρούμενα αισθήματα με την άφιξη στην εξοχή". Στο δεύτερο : "Σκηνές κοντά στο ποτάμι". Στο τρίτο : "Χαρούμενη συνάντηση των χωρικών". Στο τέταρτο που ακολουθεί το τρίτο χωρίς διακοπή, ο Μπετόβεν περιγράφει μια "καταιγίδα" που τελειώνει με ένα "τραγούδι των βοσκών" σαν έκφραση χαράς και ευγνωμοσύνης για το πέρασμα της καταιγίδας.



Beethoven : Symphony no.6
Μετά την έκτη, η εβδόμη συμφωνία, που είναι ένα ξέσπασμα άγριας χαράς του τιτάνα με τις δυναμικότητες και τις πρωτοτυπίες των ρυθμών της, γεμάτη ζωντάνια και ορμή. Το τελευταίο της μέρος ιδίως  είναι καταπληκτικό με τις ρυθμικές του αντιθέσεις. - "Αποθέωση του χορού" επονόμασε ο Βάγκνερ αυτή την συμφωνία.



Beethoven : Symphony no.7

Όγδοη και ενάτη συμφωνία

Η όγδοη ξαναγυρίζει κάπως στην παράδοση, είναι ένα χαριτωμένο έργο, είναι σαν ο Μπετόβεν να ξεκουράζεται πριν ξεκινήσει για την μεγάλη του δημιουργία : Την ενάτη.



Beethoven : Symphony no.8

Και όμως έντεκα χρόνια χωρίζουν την όγδοη από την ενάτη. Εδώ πάλι είναι κάτι το εντελώς καινούργιο : Όχι μόνο επειδή στο τελικό μέρος προστίθεται η ανθρώπινη φωνή - το κόρο - αλλά επειδή και στα άλλα μέρη συναντούμε μια τολμηρότητα στη σύνθεση τους, στην όλη σύλληψη τους.
Το πρώτο μέρος αντηχεί σαν άδειο, σαν ένα χάος πριν από την δημιουργία, ώσπου εξορμάει ένα θέμα σαν απειλή που θυμίζει  το θέμα του πεπρωμένου της πέμπτης συμφωνίας. Στο δεύτερο μέρος "μολτο αλλέγκρο" (πολύ γοργό) συνεχίζεται ο απειλητικός τόνος, ώσπου στη μέση, το θέμα παίρνει κάποιους πιο "φιλικούς" τόνους. Στο τρίτο μέρος " αντάτσιο μόλτο ε καντάμπιλε" ( πολύ αργό και τραγουδιστό) έγχορδα και πνευστά πλέκουν εναλλάξ μια αργή , υποβλητικά μελωδία που ακολουθούν μια δεύτερη κάπως πιο γοργή ( μέτριο αντάντε). Με το πρώτο κτύπημα του τελευταίου μέρους, όλα χάνονται, ξαναγυρίζει το χάος. Τα βιολοντσέλα και τα κοντραμπάσα υψώνουν σαν μια απειλή την φωνή τους. Αυτό επαναλαμβάνεται μερικές φορές, θέματα από τα προηγούμενα μέρη εμφανίζονται και χάνονται, ώσπου το όμποε τονίζει το θέμα της χαράς που απλώνεται σε όλα τα μπάσα . Και, ξαφνικά, αντηχεί η φωνή του βαρύτονου : " Ω φίλοι! Όχι τέτοιους τόνους! Ας υψώσουμε πιο ευχάριστους και πιο χαρούμενους!" (Λόγια γραμμένα από τον ίδιο τον Μπετόβεν). Και τότε  ορχήστρα, κόρα και σολίστες ενώνονται σε αυτό το τραγούδι της χαράς που έπειτα από εννέα στροφές, κορυφώνεται σε ένα διθύραμβο.."Χαρά , ώ Χαρά!....¨όλοι οι άνθρωποι είναι αδελφοί!....Αγκαλιαστείτε εκατομμύρια υπάρξεων....Ένας καλός Θεός βασιλεύει, στα ύψη, στα αστέρια.....".
Η ενάτη συμφωνία γράφτηκε το 1827 . Τι αφάνταστη τραγικότητα , ο Μπετόβεν δεν την άκουσε.....
 

Beethoven : Symphony no.9