9. ΜΟΡΦΕΣ ΣΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
Η Ρομαντική εποχή
Οι Συμφωνίες του Μπετόβεν
Ο μουσικός και ο άνθρωπος
Στις αρχές του 19ου αιώνα, ξημερώνει μια νέα περίοδος, μια νέα εποχή στην ιστορία της μουσικής : η ρομαντική. Ποια είναι η διαφορά της ρομαντικής από την κλασσική μουσική? Είναι η ελευθερία που παίρνουν οι συνθέτες , η πιο έντονη έκφραση που δίνουν στα έργα τους, με όλο που δεν απαρνιόνται εντελώς τις παλιές μορφές – αν και με τον καιρό δημιουργούν και καινούργιες.
Στους κλασσικούς και τους προκλασικούς συνθέτες, σε ένα Χάυντν, σε ένα Μότσαρτ, δεν θα έρχονταν ποτέ η ιδέα να μιλήσουν στα έργα τους για τον εαυτό τους, να ανοίξουν την ψυχή τους και την καρδία τους, όλα σε αυτούς είναι ισορροπημένα, στοχαστικά, σοβαρά, μετρημένα και αν και στις τελευταίες συμφωνίες του Μότσαρτ διακρίνουμε, ιδίως στα αργά μέρη, την έκφραση κάποιου αισθήματος πιο εσωτερικού, κάποιου πόνου ακόμα, γρήγορα το σύννεφο διαλύεται το μυστικό δάκρυ στεγνώνει πριν καν προβάλει….
Αντίθετα στους ρομαντικούς : Στα έργα τους μας ανοίγουν την καρδιά τους, μας μιλούν για τις λύπες και τις χαρές τους, μας εξομολογούνται τις αγάπες τους, μας λένε τις ιδέες τους, τις εντυπώσεις τους από ένα υποβλητικό τοπίο, ξεσπούν τα μυστικά τους πάθη. Η τέχνη γίνεται πιο ανθρώπινη. Αλλά αυτά όλα αναγκάζουν τους συνθέτες να βρουν και μια καινούργια μουσική γλώσσα, να πλατύνουν π.χ. τη μελωδία, να πλουτίσουν την ορχήστρα του με καινούργια πρωτόφαντα χρώματα. Πολλοί μένουν ακόμα πιστή στη φόρμα, στη μορφή δηλαδή, της σουίτας, της σονάτας, της συμφωνίας, του κοντσέρτου. Αλλά πόσο ανανεώνουν και πόσο πλουτίζουν αυτές τις ίδιες παλιές μορφές? Δεν έχετε παρά να ακούσετε μια συμφωνία του Χάυντν και αμέσως έπειτα μια συμφωνία του Μπετόβεν για να καταλάβετε την διαφορά.
Και είναι ακριβώς ο Μπετόβεν που εγκαινιάζει αυτή την εποχή του ρομαντισμού που είναι συνάμα που παίρνει τα σκήπτρα της μουσικής η Γερμανία. Ότι είχε γραφτεί ως τότε βρίσκονταν κάτω από την επίδραση της ιταλικής και της γερμανικής μουσικής – επίδραση που φαίνεται ακόμα και στον Χάυντν και στα πρώτα έργα του Μότσαρτ. Από τα τελευταία έργα του Μότσαρτ και με την εμφάνιση του Μπετόβεν αναπηδάει η νέα τέχνη, ελεύθερη, ζωντανή, ρωμαλέα, που θα απλωθεί και θα ανθίσει στη Γερμανία και στην Αυστρία – στις γερμανόγλωσσες χώρες.
Τα Παιδικά χρόνια του Μπετόβεν
Αλλά, ας δούμε πρώτα, τον άνθρωπο Μπετόβεν που υπήρξε μαρτυράς και ήρωας μαζί, που πόνεσε όσο κανείς θνητός, αλλά που με τη ψυχική του δύναμη ανέβηκε στις πιο ψηλές κορφές της τέχνης, αληθινός τιτάνας – Αν οι τιτάνες της μυθολογίας μας αντιμετώπιζαν τους θεούς, ο Μπετόβεν αντιμετώπισε και νίκησε την μοίρα του.
Γεννήθηκε στη Μπον σε μια άθλια σοφίτα, σε ένα φτωχικό περιβάλλον, την 16 Δεκεμβρίου 1770. Ο πατέρας του Γιόχαν βαν Μπετόβεν ήταν τενόρος στην ορχήστρα του πρίγκιπα της Μπον και ο παππούς του, ο Λουί βαν Μπετόβεν, Φλαμανδός, είχε μεταναστεύσει νεότατος στη Γερμανία, όπου βρήκε αμέσως μια θέση στην ορχήστρα του πρίγκιπα, στην αρχή ως τραγουδιστής, μπάσος, ύστερα ως αρχιμουσικός. Στη θέση αυτή, ο παππούς Μπετόβεν έμεινε ως τον θάνατο του, σαράντα ολόκληρα χρόνια.
Αλλά αυτός ο παππούς Μπετόβεν, παράλληλα με τη μουσική, έκανε και ένα μικρό εμπόριο κρασιού. Και αυτό το «μικρό εμπόριο» υπήρξε μοιραίο. Η γυναίκα του η Μαρία Γιοζέφα – η γιαγιά του Μπετόβεν – από θλίψη ίσως επειδή έχανε όλα της τα παιδιά , δόθηκε στο κρασί. Τόσο που στο τέλος αναγκάστηκαν να την κλείσουν σε ένα μοναστήρι. Το μόνο παιδί που απόμεινε, ο Γιόχαν κληρονόμησε το πάθος της μητέρας του. Ήταν ένας απαίσιος μεθύστακας, ανίκανος για κάθε δουλειά που μόνο χάρις στο πατέρα του, μπόρεσε να έχει αυτή τη μικρή θέση του τενόρου στην πριγκηπική ορχήστρα. Με ένα ελάχιστο μισθό, παντρεύτηκε με τη Μαρία Μαγδαληνή Λάυμ που ήταν χήρα ενός καμαριέρη και κόρη ενός μαγείρου. Από τα επτά παιδιά που γεννήθηκαν από αυτό το γάμο, τα τέσσερα πέθαναν. Ο πρώτος που επέζησε ήταν ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν – Λούντβιχ το όνομα του παππού του.
Από όλες τις αθλιότητες της παιδικής του ηλικίας, δυο μονάχα φωτεινές μορφές μείνανε στη μνήμη του. Η μορφή του παππού του καλού και ευγενικού γέρου που εκτιμούσαν όλοι και που πέθανε όταν ο Λούντβιχ ήταν τριών ετών και η μορφή της μητέρας του, της βασανισμένης αυτής γυναίκας που αφού είχε υποστεί τόσα κτυπήματα – είχε χάσει τους γονείς της, είχε χηρέψει σε ηλικία 19 ετών, της είχαν πεθάνει τέσσερα παιδιά – έπρεπε να δουλεύει νύχτα και μέρα για να συντηρεί το σπίτι της, αφού ο άντρας της σκορπούσε το μισθό του στην ταβέρνα και να κρατάει το φτωχό νοικοκυριό της.
Ο Μπετόβεν λάτρευε τη μητέρα του «δεν την είδα ποτέ να γελάσει…» έγραφε.
Κανένα παιδί δε βασανίστηκε τόσο όσο ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν. Όταν ο πατέρας του ανακάλυψε το ταλέντο του, δεν σκέφτηκε παρά πώς να εκμεταλλευτεί αυτό το ταλέντο. Έβαλε το παιδάκι στο πιάνο, του πήρε και ένα βελάκι και ….άρχισε την διδασκαλία που συνοδεύονταν με ξυλιές, με πείνα, με χίλιες βαναυσότητες, όταν ο μικρός δεν έκανε αρκετές προόδους.
Το Μάρτιο του 1778 ο «τενόρος» της αυλής παρουσιάζει τον εξαετή γιό του σε μια συναυλία. Ο Μπετόβεν ήταν τότε στην πραγματικότητα οκτώ ετών. Αυτή η απάτη ήταν η αφορμή που ο ίδιος Μπετόβεν, για πολύ καιρό, δεν ήξερε την ηλικία του σωστά. Εκείνη τη χρονιά ο «σπουδαίος» αυτός πατέρας, εμπιστεύτηκε τη μουσική εκπαίδευση του γιού του σε ένα φίλο του, μεθύστακα σαν και αυτόν, ένα πλανόδιο μουσικό, τον Τομπίας Φριντριχ Πφάιφφερ. Όταν αργά τη νύχτα, οι δυο φίλοι γυρίζανε μεθυσμένοι από τη ταβέρνα, σηκώνανε το παιδί από τον ύπνο του και το καθίζανε στο πιάνο ως τα ξημερώματα, δέρνοντας το αλύπητα, μόλις σταματούσε……
Μέσα σε αυτή τη κόλαση μεγάλωσε ο Μπετόβεν. Ένα παιδί φοβισμένο, κλεισμένο στον εαυτό του, παραμελημένο. Εκτός από τη μουσική, δεν του δώσανε καμία άλλη μόρφωση, μονάχα το δημοτικό σχολείο τελείωσε. Από αυτά τα βασανισμένα παιδικά χρόνια εξηγούνται ορισμένες ιδιότητες του χαρακτήρα του Μπετόβεν – η δυσπιστία του για όλους και για όλα, η απομόνωση του από τον κόσμο, τα ορθογραφικά του λάθη και πολλά άλλα που δημιουργήσανε αργότερα τη φήμη της «παραξενιάς» του. Δεν του απόμενε παρά η μουσική. Αυτή ήταν η μοναδική του φίλη και παρηγοριά, το μοναδικό του καταφύγιο.
Οι δάσκαλοι του Μπετόβεν
Αλλά για να κατακτήσει αυτή την τέχνη που τόσο λάτρευε, για να ικανοποιήσει το πάθος της δημιουργίας που ένοιωθε μέσα του, ο μικρός Λούντβιχ έπρεπε να μορφωθεί και δεν ήταν βέβαια τα «μαθήματα» του πατέρα του και του άλλου του μεθύστακα που θα τον μορφώνανε. Ένας λαμπρός μουσικός και εξ’ ίσου λαμπρός παιδαγωγός, ο Κρίστιαν Γκόττλιμπ Νέφε, παίρνει σε συμπάθεια το μικρό, του δίνει τα μαθήματα που διψάει η ψυχή του, και όχι μονάχα αυτό – τον παρουσιάζει στις αριστοκρατικές οικογένειες της Μπόν, του εξασφαλίζει μια μικρή υποτροφία και τον στέλνει στην Βιέννη για να πάρει μαθήματα από τον Μότσαρτ. Αυτό ήταν το όνειρο του Μπετόβεν: να γνωρίσει το μεγάλο μουσικό και να πάρει από αυτόν μαθήματα. Στις αρχές του 1787, το όνειρο του δεκαοχτάχρονου Μπετόβεν πραγματοποιείται.
Ο Μότσαρτ τον δέχεται με την συνηθισμένη του καλοσύνη. Δεν ενθουσιάζεται από το παίξιμο του στο πιάνο, αλλά μένει κατάπληκτος από τις συνθέσεις του που του δείχνει ο νεαρός μουσικός, γυρίζει στους φίλους του που παρευρίσκονταν σε αυτή την ακρόαση και λέει : «Προσέξτε αυτόν το μικρό. Μια μέρα όλος ο κόσμος θα μιλήσει για αυτόν!»
Τα μαθήματα αρχίζουν. Αλλά η ευτυχία του Μπετόβεν πολύ λίγο διαρκεί. Έπειτα από λίγες εβδομάδες, μαθαίνει πως η μητέρα του είναι βαριά άρρωστη. Γυρίζει αμέσως στη Μπόν και μόλις την προφταίνει. Η φυματίωση που την είχε προσβάλει από καιρό, οι λύπες, οι κόποι, η τυραννισμένη ζωή, την έχουν τελείως εξαντλήσει. Ο θάνατος της μητέρας του, είναι ένα φοβερό κτύπημα για τον Μπετόβεν. Μονάχα η μουσική του δίνει κάποια παρηγοριά.
Αναγκάζεται να μείνει στην Μπόν. Αλλά τώρα έχει μια θέση στην αυλή ως οργανίστας στην εκκλησία και ως βιολιστής στην ορχήστρα, δίνει μαθήματα πιάνου για να συμπληρώσει το μικρό του εισόδημα, γράφει ήδη και οι συνθέσεις του βρίσκουν αναγνώριση. Έτσι μπορεί να φροντίζει τα δυο μικρότερα αδέλφια του, τον Κάρλ και το Γιόχαν, γιατί ο πατέρας είναι πια εντελώς ανίκανος για κάθε δουλειά, δοσμένος ολότελα στο πάθος του ποτού. Όλα τα αριστοκρατικά σπίτια της Μπον δέχονται το νεαρό μουσικό και μέσα στο καλλιεργημένο εκείνο περιβάλλον, ο Μπετόβεν συμπληρώνει πολλές ελλείψεις της μόρφωσης του.
Είναι 22 ετών, κατά τα τέλη του 1792, όταν με τη βοήθεια των φίλων του, ξαναγυρίζει στη Βιέννη, θέλοντας να πάρει μαθήματα από τον Χάυντν, μια και ο Μότσαρτ είχε πεθάνει. Σκόπευε να γυρίσει στη Μπον, αλλά τα πράγματα ήλθαν εντελώς αλλιώτικα, μαθαίνει ότι ο πατέρας του πέθανε και αποφασίζει να μείνει στη Βιέννη που, εκτός από μερικά μικρά ταξίδια, δεν εγκατέλειψε ποτέ πια. Και αντί να πάρει μαθήματα από τον Χάυντν – που δεν είναι άλλωστε καθόλου καλός δάσκαλος – παίρνει για πολλά χρόνια μαθήματα σύνθεσης από το σπουδαίο δάσκαλο Αντόνιο Σαλιέρι. Μαθήματα, ενώ ήδη έχει παρουσιάσει πολλά έργα που έχουν αποσπάσει το θαυμασμό! Εννέα ολόκληρα χρόνια έμεινε μαθητής του Σαλιέρι! Τόσο άπληστος ήταν για μάθηση. Στο μεταξύ όλα τα σαλόνια της βιεννέζικης αριστοκρατίας δέχονται, τον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, ο ίδιος ο αρχιδούκας Ροδόλφος γίνεται μαθητής του και φίλος του, με τις συναυλίες, τα μαθήματα, τις συνθέσεις του, έχει απαλλαγεί από κάθε χρηματική στενοχώρια. Φέρνει τους δυο αδελφούς στη Βιέννη, τους φροντίζει, τους βρίσκει δουλειά, χωρίς να φαντάζεται με πόση αχαριστία θα πλήρωναν λίγο αργότερα τη στοργή του. Γίνεται για αυτούς ο κηδεμόνας, ο προστάτης.
Ο Μπετόβεν αυτής της εποχής, δεν είναι πια ο δειλός, ο φοβισμένος, ο κλεισμένος στον εαυτό του νεαρούλης της Μπον. Η εκτίμηση και ο σεβασμός που του δείχνουν οι αριστοκρατικοί κύκλοι του αυξάνουν την αυτοπεποίθηση του και γεμάτος περηφάνια δέχεται τους θαυμασμούς από τους ξένους μονάρχες που έχουν φθάσει στη Βιέννη για το συνέδριο του 1814. Είναι ο αρχιδούκας Ροδόλφος που τον παρουσιάζει σε αυτοκράτορες και βασιλιάδες. Σαν ίσος προς ίσους φέρεται ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν. Και βέβαια : είναι ήδη και αυτός ένας βασιλιάς της τέχνης, όπως δεν έφτασε να γίνει κανείς πια.
Η τραγική μοίρα του Μπετόβεν
Αλλά μια κακή, μια τραγική μοίρα παραμονεύει, το μεγάλο μουσικό. Εκεί, επάνω στη μεγάλη του δόξα, ενώ η φαντασία του, η δημιουργική του δύναμη, η άοκνη εργασία του έχουν φθάσει στο ύψιστο σημείο – περί τα εξήντα μεγάλα έργα γνωρίζουν τον θρίαμβο – αρχίζει η δυστυχία. Πρώτα από όλα τυραννιέται από μια φρικτή αγωνία- αισθάνεται πως χάνει την ακοή του. Υπάρχει κάτι πιο τραγικό για ένα μουσικό? Δεν ήταν ακόμα ούτε τριάντα ετών όταν αισθάνθηκε για πρώτη φορά το κακό. «Αλλά θα νικήσω τη μοίρα μου!» γράφει σε ένα φίλο του. « Υπάρχουν όμως στιγμές που είμαι το πιο δυστυχισμένο πλάσμα του Θεού».
Σε αυτή τη δυστυχία προστίθενται κι ‘ άλλες. Οι αδελφοί του τού φέρονται με το χειρότερο τρόπο, ο ένας μάλιστα ο Καρλ, φθάνει ως την απάτη. Έπειτα, όταν ο «καλός» αυτός αδελφός πεθαίνει αφήνει στον Μπετόβεν το γιό του – Καρλ τον λένε και αυτόν – που ο μεγάλος μουσικός υιοθετεί και φροντίζει σαν να ήταν πραγματικό παιδί του. Αλλά και αυτός, ο ανιψιός , μόνο πίκρες ποτίζει το θείο του. Στο μεταξύ, ο Μπετόβεν χάνει τους παλιούς του φίλους, οι καινούργιοι δεν του είναι τόσο αγαπητοί. Η ακοή του όλο και χειροτερεύει. Η υγεία του κλονίζεται. Επί πλέον η φτώχεια χτυπάει την πόρτα του. Το 1818 γράφει : «Κατάντησα στη ζητιανιά σχεδόν. Κι’ όμως είμαι αναγκασμένος να φαίνομαι σαν να μην μου λείπει τίποτα…» . Στιγμές απελπισίας τον κυριεύουν. Στιγμές αποθάρρυνσης. Δεν συνθέτει πια. Οι εχθροί του ισχυρίζονται ότι έχει φθαρεί.
Ξαφνικά, ρίχνεται πάλι στη δουλειά με μια καινούργια δύναμη. Δεν είναι πια ο περήφανος Μπετόβεν που βαδίζει στη κατάκτηση του Σύμπαντος και επιβάλλεται σε όλους με τη δύναμη της μεγαλοφυΐας του. Είναι ένας Μπετόβεν κλεισμένος στον εαυτό του, αποτραβηγμένος από τον κόσμο, πονεμένος, βασανισμένος, αλλά ως τόσο γεμάτος εγκαρτέρηση. Πάνω από τη δυστυχία του χαμογελάει και είναι το χαμόγελο του γεμάτο πείσμα « Θα νικήσω τη μοίρα! Δεν θα μπορέσει να με κάμψει!» λέει. Και από τα τελευταία του έργα ξεπηδάει μια χαρά, υπεράνθρωπή. Αυτός «το πιο δυστυχισμένο πλάσμα του Θεού» υμνεί τη χαρά. Γράφει την περίφημη ενάτη συμφωνία του που στο τελευταίο μέρος της προσθέτει τον «ύμνο της χαράς» του Σίλλερ. Σε αυτή την ενάτη που ο ίδιος δεν άκουσε παρά με την ακοή της ψυχής του !..
Beethoven : Symphony no.9 in D minor, op.125 "choral" Finale
Ένα ταξίδι στα περίχωρα της Βιέννης, για να επισκεφθεί τον άλλα του αδελφό , μέσα στο χειμώνα, τον έριξε άρρωστο στο κρεβάτι με μια πνευμονία. Στις 27 Μαρτίου 1827 , μια μέρα καταιγίδας, μέσα σε αστραπές και βροντές, ο Μπετόβεν κλείνει για πάντα τα μάτια του.
Την ημέρα της κηδείας του, τα σχολεία έκλεισαν, ο στρατός ήταν σε επιφυλακή για να κρατήσει τη τάξη, οχτώ αρχιμουσικοί κρατούσαν το φέρετρο. Τον επικήδειο λόγο που απήγγειλε ένας μεγάλος ηθοποιός του Κρατικού Θεάτρου, ο Ανσυτς, είχε γράψει ένας μεγάλος Γερμανός ποιητής, ο Φραντς Γκριλπάρτσερ. Και ανάμεσα στους συγκινημένους ακροατές βρίσκονταν και ένας μουσικός που λίγο πριν από το θάνατο του, ο Μπετόβεν είχε αναγνωρίσει πως μέσα του έκρυβε τη «θειική σπίθα» : Ο Σούμπερτ.
Η αισθηματική ζωή του Μπετόβεν
Αν σε όλους τους κοινούς ανθρώπους, η ζωή, η μοίρα, δίνει την παρηγοριά μιας αγάπης, ενός έρωτα, έστω και φευγαλέου, στον τιτάνα, η μοίρα φέρθηκε αδυσώπητη. Μάταια ο Μπετόβεν αναζήτησε την ιδανική γυναίκα, όπως την είχε πλάσει στη φαντασία του, τη γυναίκα που θα γινόντανε σύντροφος της ζωής του, πιστή και αφοσιωμένη. Αγαπάει, νεότατος ακόμα, στη Μπον, την μαθήτρια του Ελεονόρα φον Μπρόουνιγκ, δεν τολμάει να της εκμυστηρευτεί τον ερωτά του, η Ελεονόρα παντρεύεται με άλλον.
Μερικές από τις ωραίες κοπέλες που συχνάζουν στο σπίτι των Μπρόουνιγκ φαίνεται πως τον συγκινούν, μα είναι ακόμα τόσο δειλός! Το 1821, στη Βιέννη, ο Μπετόβεν ερωτεύεται παράφορα την Τζουλιέττα Τζουιγκάρντι, μια κοπέλα φιλάρεσκη και εγωίστρια που έπαιξε με το αίσθημα του Μπετόβεν και πλήγωσε την μεγάλη του ψυχή. Και αυτή παντρεύτηκε με ένα άλλο, με ένα ασήμαντο άνθρωπο. Ήταν τέτοια η απελπισία του Μπετόβεν που, για μια στιγμή σκέφτηκε να αυτοκτονήσει. Αργότερα, την άνοιξη του 1806 ο Μπετόβεν αισθάνεται «πως μπορεί ακόμα να βρει την ευτυχία…». Ερωτεύεται την Τερέζα φον Μπρούνσβικ και την αρραβωνιάζεται. Στα έργα του αυτής της εποχής αντανακλάει η ευτυχία του. Όμως ούτε αυτή η ένωση έγινε. Και είναι μυστήριο γιατί και εδώ ο Μπετόβεν στάθηκε άτυχος. Ένας κύκλος από τραγούδια του φέρνει το τίτλο «Στη μακρινή αγαπημένη» και μοιάζει σαν ένα ερωτικό γράμμα. Αλλά κανένας δεν έμαθε ποτέ ποια ήταν αυτή η «μακρινή αγαπημένη» στην οποία αφιέρωσε τόσες αξέχαστες μελωδίες που γοήτευαν και καταγοητεύουν όσους τις ακούσουν…….
Beethoven : An die Ferne Geliebte op.98
Οι συμφωνίες του Μπετόβεν
Η ζωή του Μπετόβεν είναι αλληλένδετη με το έργο του, σε όλες τις συνθέσεις του αντικαθρεπτίζονται οι χαρές και οι πόνοι του, οι λαχτάρες και οι αγωνίες του, όλος ο εσωτερικός του κόσμος όπως θα δούμε και στα προσεχή άρθρα.
Τώρα ας δούμε τις συμφωνίες του : Στη πρώτη ακολουθεί την κλασσική μορφή, με φανερή επίδραση του Μότσαρτ, αν και ήδη στο μενουέτο διακρίνει κανένας μια περισσότερη εκφραστικότητα. Η πρώτη αυτή συμφωνία είχε μεγάλη επιτυχία.
Στη δεύτερη βρίσκουμε κι ‘ όλας πολύ περισσότερα από την προσωπικότητα του Μπετόβεν, ρομαντικές αντιθέσεις, πλουτισμό της ορχήστρας, βαθύτερη γενικά, πιο εσωτερική έκφραση.
Beethoven : Symphony no. 2 - Otto Klepperer
Beethoven : Symphony no.1
Η τρίτη συμφωνία είναι η περίφημη «ηρωική’, όπου ο Μπετόβεν σπάει κάθε δεσμό με τη κλασσική παράδοση και κάνει ένα μεγάλο βήμα προς την τελειότητα. Το έργο φέρνει το τίτλο – γραμμένο ιταλικά «Ηρωική συμφωνία συνθεμένη προς τιμή της μνήμης ενός μεγάλου άντρα». Αρχικά όμως ο τίτλος ήταν «Βοναπάρτης» και ήταν αφιερωμένη στον Ναπολέοντα. Όταν όμως ο Μπετόβεν έμαθε πως ο Βοναπάρτης στέφθηκε αυτοκράτορας, ξέσκισε την αφιέρωση με το όνομα «Βοναπάρτης» λέγοντας «Δεν είναι και αυτός παρά ένας συνηθισμένος άνθρωπος! Τώρα θα καταπατήσει όλα τα δικαιώματα των ανθρώπων και δεν θα κοιτάξει παρά την φιλοδοξία του. Θα γίνει ένας τύραννος!».
Δεν πρέπει πάντως, σε αυτή την «Ηρωική συμφωνία» να νομίσετε πως περιγράφει ο Μπετόβεν την ζωή ενός ορισμένου ήρωα. Ήρωας εδώ είναι ο ίδιος ο Μπετόβεν, είναι ο κάθε άνθρωπος που αγωνίζεται και νικάει.
Beethoven : Symphony no.3
Η τετάρτη συμφωνία αντιφεγγίζει μια ευτυχισμένη περίοδο του Μπετόβεν, τότε που ήταν αρραβωνιασμένος με την Τερέζα. Είναι όλη πλημμυρισμένη από φως, γαλήνη, χαρά. Το αντάτσιο είναι ένα ποιητικό τραγούδι, είναι ίσως το πιο ωραίο αργό μέρος που έχει γράψει ο Μπετόβεν. Το φινάλε, το τελικό μέρος είναι ένα χαρούμενο παιχνίδι, αληθινά συναρπαστικό.
Beethoven : Symphony no.4
Στην πέμπτη συμφωνία τελειώνει κάθε χαρά. Είναι η συμφωνία "του πεπρωμένου" που αρχίζει με τέσσερις νότες που μοιάζουν σαν κτυπήματα. "Έτσι κτυπάει το πεπρωμένο στη πόρτα" λένε πως είπε ο Μπετόβεν και γι' αυτό έμεινε ο τίτλος. Απ' αυτές τις τέσσερις νότες ξεπηδάει ένας ολόκληρος κόσμος που γεμίζει όλο το πρώτο μέρος. Έχει τέτοια ενότητα, τέτοια συνέπεια και τέτοιο αυθορμητισμό, που δεν φαντάζεται κανείς πως ο Μπετόβεν εργάστηκε τρία χρόνια γι' αυτή την συμφωνία. Άρχισε το 1804, την τελείωσε το 1807 και την πρωτόπαιξε υπό την διεύθυνση του την 22 Δεκεμβρίου1808.
Beethoven : Symphony no.5
Η έκτη συμφωνία είναι η "ποιμενική", εμπνευσμένη από τη φύση που τόσο αγαπούσε ο Μπετόβεν. Με όλο που ο ίδιος γράφει ότι " είναι περισσότερο έκφραση συναισθημάτων, παρά ζωγραφική", μας δίνει ωστόσο, έντονες εικόνες που η απλότητα και η ποίηση τους γοητεύουν . Στο πρώτο μέρος, αντί του συνηθισμένου ορισμού "αλλέγκρο", ο Μπετόβεν γράφει "Χαρούμενα αισθήματα με την άφιξη στην εξοχή". Στο δεύτερο : "Σκηνές κοντά στο ποτάμι". Στο τρίτο : "Χαρούμενη συνάντηση των χωρικών". Στο τέταρτο που ακολουθεί το τρίτο χωρίς διακοπή, ο Μπετόβεν περιγράφει μια "καταιγίδα" που τελειώνει με ένα "τραγούδι των βοσκών" σαν έκφραση χαράς και ευγνωμοσύνης για το πέρασμα της καταιγίδας.
Beethoven : Symphony no.6
Μετά την έκτη, η εβδόμη συμφωνία, που είναι ένα ξέσπασμα άγριας χαράς του τιτάνα με τις δυναμικότητες και τις πρωτοτυπίες των ρυθμών της, γεμάτη ζωντάνια και ορμή. Το τελευταίο της μέρος ιδίως είναι καταπληκτικό με τις ρυθμικές του αντιθέσεις. - "Αποθέωση του χορού" επονόμασε ο Βάγκνερ αυτή την συμφωνία.
Beethoven : Symphony no.7
Όγδοη και ενάτη συμφωνία
Η όγδοη ξαναγυρίζει κάπως στην παράδοση, είναι ένα χαριτωμένο έργο, είναι σαν ο Μπετόβεν να ξεκουράζεται πριν ξεκινήσει για την μεγάλη του δημιουργία : Την ενάτη.
Beethoven : Symphony no.8
Και όμως έντεκα χρόνια χωρίζουν την όγδοη από την ενάτη. Εδώ πάλι είναι κάτι το εντελώς καινούργιο : Όχι μόνο επειδή στο τελικό μέρος προστίθεται η ανθρώπινη φωνή - το κόρο - αλλά επειδή και στα άλλα μέρη συναντούμε μια τολμηρότητα στη σύνθεση τους, στην όλη σύλληψη τους.
Και όμως έντεκα χρόνια χωρίζουν την όγδοη από την ενάτη. Εδώ πάλι είναι κάτι το εντελώς καινούργιο : Όχι μόνο επειδή στο τελικό μέρος προστίθεται η ανθρώπινη φωνή - το κόρο - αλλά επειδή και στα άλλα μέρη συναντούμε μια τολμηρότητα στη σύνθεση τους, στην όλη σύλληψη τους.
Το πρώτο μέρος αντηχεί σαν άδειο, σαν ένα χάος πριν από την δημιουργία, ώσπου εξορμάει ένα θέμα σαν απειλή που θυμίζει το θέμα του πεπρωμένου της πέμπτης συμφωνίας. Στο δεύτερο μέρος "μολτο αλλέγκρο" (πολύ γοργό) συνεχίζεται ο απειλητικός τόνος, ώσπου στη μέση, το θέμα παίρνει κάποιους πιο "φιλικούς" τόνους. Στο τρίτο μέρος " αντάτσιο μόλτο ε καντάμπιλε" ( πολύ αργό και τραγουδιστό) έγχορδα και πνευστά πλέκουν εναλλάξ μια αργή , υποβλητικά μελωδία που ακολουθούν μια δεύτερη κάπως πιο γοργή ( μέτριο αντάντε). Με το πρώτο κτύπημα του τελευταίου μέρους, όλα χάνονται, ξαναγυρίζει το χάος. Τα βιολοντσέλα και τα κοντραμπάσα υψώνουν σαν μια απειλή την φωνή τους. Αυτό επαναλαμβάνεται μερικές φορές, θέματα από τα προηγούμενα μέρη εμφανίζονται και χάνονται, ώσπου το όμποε τονίζει το θέμα της χαράς που απλώνεται σε όλα τα μπάσα . Και, ξαφνικά, αντηχεί η φωνή του βαρύτονου : " Ω φίλοι! Όχι τέτοιους τόνους! Ας υψώσουμε πιο ευχάριστους και πιο χαρούμενους!" (Λόγια γραμμένα από τον ίδιο τον Μπετόβεν). Και τότε ορχήστρα, κόρα και σολίστες ενώνονται σε αυτό το τραγούδι της χαράς που έπειτα από εννέα στροφές, κορυφώνεται σε ένα διθύραμβο.."Χαρά , ώ Χαρά!....¨όλοι οι άνθρωποι είναι αδελφοί!....Αγκαλιαστείτε εκατομμύρια υπάρξεων....Ένας καλός Θεός βασιλεύει, στα ύψη, στα αστέρια.....".
Η ενάτη συμφωνία γράφτηκε το 1827 . Τι αφάνταστη τραγικότητα , ο Μπετόβεν δεν την άκουσε.....
Beethoven : Symphony no.9
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου